από τον Δημήτρη Ουλή
Πεφωτισμένοι μου σύντροφοι, μην κατηγορείτε την αγαθή δεισιδαιμονία του ευσεβούς ημών έθνους, που «συνωστίστηκε» για να προσκυνήσει τα λείψανα της αγίας. Τι περιμένατε δηλαδή από τις φτωχές και αγράμματες γιαγιούλες, που δεν ξέρουν πια σε τι να ελπίσουν; Κατηγορήστε μάλλον τη δική μας ανατριχιαστική αμάθεια και συφοριασμένη ευκολία να αφορίζουμε μονίμως τους άλλους ως «σκοταδιστές», χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι όλος αυτός ο ακατήχητος και δεισιδαίμων κόσμος, θα μπορούσε να μετατοπιστεί σε ποιοτικά διαφοροποιημένες θρησκευτικές στάσεις, εάν είχαμε φροντίσει επιμελώς γι’ αυτό: θέλω να πω, αν είχαμε δουλέψει προς την κατεύθυνση μιας συστηματικής μελέτης, δημιουργικής ενσωμάτωσης και αμφισβητησιακής αναπλαισίωσης του τεράστιου συμβολικού κεφαλαίου που καλείται «ορθόδοξος χριστιανισμός», αν είχαμε καταφέρει να δείξουμε στον ελληνικό λαό τις εξεγερσιακές και ανατρεπτικές ποιότητες του συγκεκριμένου συμβολικού κεφαλαίου.
Η αγία ήταν πολύ ωραία, καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής: τόσο ωραία, που ο Ρωμαίος Έπαρχος τη σπλαχνίστηκε και προσπάθησε να μεταπείσει την χριστιανική της αποκοτιά. Τόσο ωραία, που ακόμα κι ο πατέρας της, ο Διόσκορος, μην μπορώντας να χωρέσει στο μυαλό του ότι μια τέτοια έκπαγλη ομορφιά κερδήθηκε από τον αντίπαλο, την αποκεφάλισε ο ίδιος. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η αγία είναι δική μας, σύντροφοι. Πρόκειται για ένα πανέμορφο κορίτσι το οποίο αντιστάθηκε μαρτυρικά στη βαναυσότητα της πατρικής εξουσίας και κατήγγειλε, δια του θανάτου της, το θάνατο ενός κόσμου όμοια ειδωλολατρικού με τον δικό μας: ενός κόσμου που ιεροποιεί πρόσωπα και αντικείμενα, φετιχοποιεί θεσμούς και «σεβάσμιες» παραδόσεις, προκειμένου να μην αλλάξει τίποτα. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι η τιμητική προσκύνηση των λειψάνων της αγίας θα έπρεπε να αποτελεί δική μας υπόθεση, πρώτα απ’ όλα: να μην την εκχωρήσουμε στους παπάδες και τους δεισιδαίμονες, να μην αφήσουμε την Εξουσία να μετατρέψει σε αρχηγό κράτους ένα ακόμη θύμα του κράτους. Κι αυτό, διότι πιστεύω ότι οφείλουμε σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να εγκύψουμε στη ζωντανή μνήμη ανθρώπων οι οποίοι αντιστάθηκαν στη βία της Εξουσίας και ακολούθησαν με κάθε κόστος τη φωνή της δικής τους συνείδησης. Έχουμε ανάγκη, με άλλα λόγια, όχι από μία καινούργια φετιχοποίηση των αγίων στο όνομα του γνωστού παρ’ ημίν εκκλησιαστικού χριστεμπορίου, αλλά από μια χειρονομία επαναστατικής οικειοποίησης του ασυμβίβαστου και αδούλωτου πνεύματός τους.
Κατά τα υπόλοιπα, η προσκύνηση των λειψάνων της αγίας διατηρεί στο ακέραιο τη συμβολική και επικαιρική της σημασία. Διότι έχω βάσιμους λόγους να υποστηρίξω ότι αυτό που έχει απομείνει, εν τέλει, από την δύσμοιρη τούτη πατρίδα, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από το λείψανό της. Κι αυτό στο οποίο αποσκοπεί η εκάστοτε κυβερνητική «διαχείριση» της κρίσης, είναι να μας μετατρέψει όλους -εμάς και τα όνειρά μας- σε λείψανα. Απογυμνωμένα ακόμα και από την απατηλή λάμψη ενός αρχηγού κράτους.