Είχα καιρό να συνοδεύσω μαθητές τρίτης λυκείου στην «πενταήμερη» εκδρομή τους. Μα φέτος που τα κατάφερα, αισθάνομαι ότι ανέβηκα πίστα. Η συναναστροφή με λυκειόπαιδες έξω από τις συμβάσεις της σχολικής ζωής αποτελεί τον προσφορότερο ίσως τρόπο για να έρθει κανείς σε επαφή με τις αργκό, τις στάσεις και τις μόδες, τις οποίες η εποχή προκρίνει ως κυρίαρχες. Υπ’αυτήν την έννοια, θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι η «πενταήμερη» είναι δυνατόν να εκληφθεί ως ένα ταχύρρυθμο βιωματικό σεμινάριο εξοικείωσης με το σημερινό Zeitgeist.
Η γεύση είναι γλυκόπικρη. ΄Οχι γιατί εξωραίζεις τάχα την καταπίεση και τα μπερδέματα της εφηβείας ή γιατί νοσταλγείς τον καιρό που όλη σου η ζωή ήταν μπροστά, και ο κόσμος απλωνόταν στα μάτια σου φρέσκος. Αλλά γιατί με όση συμπάθεια κι αν απευθύνεσαι στη νέα γενιά, με όση ενσυναίσθηση κι αν προσπαθήσεις να προσλάβεις τις έξεις τους, οφείλεις κάποια στιγμή να παραδεχθείς ότι έχεις μείνει πίσω. Και ότι υπάρχει ένα σημείο πέρα από το οποίο είναι αδύνατον να προχωρήσεις.
Προσφέρω δύο ελάχιστα τεκμήρια της δομικής αυτής αμηχανίας. Το πρώτο, ότι τα παιδιά εξακολουθούν να διασκεδάζουν μέσα σε μεγάλα κλαμπ και σε ελληνάδικα, πατείς-με, πατώ-σε, to know us better, ακριβώς όπως διασκεδάζαμε κι εμείς. Με τη διαφορά ότι την πρωτοκαθεδρία έχει τώρα το κινητό ως προέκταση του χεριού – ή μάλλον, ως το ίδιο το χέρι. Διότι ναι μεν τα παιδιά συναγελάζονται στους ίδιους χώρους, διασκεδάζουν όμως βιντεοσκοπώντας αέναα τη διασκέδασή τους – θέλω να πω, διασκεδάζουν όχι πρωτογενώς, αλλά βλέποντας τον εαυτό τους να διασκεδάζει μέσα στην οθόνη του κινητού τους. Η σχέση με το κινητό είναι συμβιωτική, εξαρτητική, βιονική, εξ ου και κατανοώ πλήρως το λόγο για τον οποίο μία κοινωνική ψυχολόγος όπως Jean Twenge αποκαλεί τα σημερινά παιδιά i-gen – «i-», από το «i-pod». Δεν πρόκειται απλώς για τη «γενιά των κινητών», όπως λέγεται συχνά, αλλά για τη γενιά-κινητό, για τη γενιά που έχει σωματοποιήσει το κινητό της, έχει δεθεί μαζί του σε επίπεδο οντολογικό, έχει μεταλλαχθεί σε κινητο-οργανισμό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία σήμερα για ένα παιδί, από να του στερήσεις το κινητό του. Δοκιμάστε το. Θα διαπιστώσετε ότι στη συνείδησή του, η αποστέρηση αυτή ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό.
Υπάρχει, ωστόσο, κι ένα δεύτερο τεκμήριο αμηχανίας που επιθυμώ να προσκομίσω: τη μουσική. Τα τραγούδια με τα οποία τα παιδιά πορώνονται, παθαίνουν υστερία, εκστασιάζονται, είναι πλέον ρητά και κατηγορηματικά αυτά του υποκόσμου: gangster και hipster-rap, στη βαλκάνεια εκδοχή του Tus, του Snik και του Πουρνάρα-Καίσαρα. Μουσική υποτυπώδης, μονότονη και εκκωφαντική, στίχοι ανεκδιήγητοι. «Κροκόδειλος, κροκόδειλος, σε γ….και μου ’φυγε ο σπόνδυλος», «Χειμώνα το νερό ήτανε μπούζι, τώρα πίνουμε ντουμάνια στο τζακούζι». Κάτι πολύ ουσιώδες αισθάνομαι να μου διαφεύγει εδώ. Και το αισθάνομαι ακόμα πιο έντονα, όταν παρατηρώ με τους στίχους αυτούς να αφιονίζονται μαθητές και μαθήτριες του είκοσι.
Το πρόβλημα είναι βαρύ και δύσβατο. Αλλά ο χώρος μας εξαντλήθηκε. Μείνετε συντονισμένοι, θα επανέλθω.