Lacrimae rerum, «τα δάκρυα των πραγμάτων», η πολυσυζητημένη στη φιλολογική έρευνα φράση από την Αινειάδα του Βιργιλίου θα αποτελέσει τον κεντρικό άξονα του σημερινού σημειώματος. Η φράση βρίσκεται στον στίχο 462 της Αινειάδας: sunt lacrimae rerum et mentem mortalia tangunt, «υπάρχουν δάκρυα στα πράγματα και τα θνητά πράγματα αγγίζουν τον νου». Στην ελληνική ποίηση ο Λάμπρος Πορφύρας το 1897 έδωσε αυτόν τον τίτλο σε ποίημά του, ενώ ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαϊδης γύρισε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του το 1962 με τον ίδιο τίτλο.
Ανάμεσα στα πολλά ζητούμενα της φιλολογικής έρευνας υπήρξε και το αν η γενική rerum λειτουργεί ως υποκειμενική ή ως αντικειμενική, δηλαδή αν τα πράγματα δακρύζουν ή αν προκαλούν δάκρυα. Η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι τα πράγματα προκαλούν δάκρυα. Είναι επίσης βέβαιο είναι ότι όσοι αναγνώστες δεν εγκατέλειψαν ήδη την ανάγνωση του παρόντος σημειώματος, θα αναρωτιούνται ποια η σχέση των δακρύων των πραγμάτων με τα «Ζητήματα Παιδείας».
Σε ποιες φωτογραφίες θα στεκόταν ένας ιστορικός που θα μελετούσε μετά από 50 χρόνια τη σύγχρονη μνημονιακή Ελλάδα; Πιστεύω ότι θα στεκόταν σε εκείνες που απεικονίζουν τους ανθρώπους να στριμώχνονται και να σπρώχνονται στις ουρές δωρεάν διανομής προϊόντων που κατά καιρούς διοργανώνουν διάφοροι λίγο ή πολύ φιλάνθρωποι. Αυτή η αίσθηση του γενικευμένου διαγκωνισμού –ποιος θα προλάβει τις δωρεάν πατάτες, ποιος θα πάρει το μέρισμα, ποιος θα διοριστεί στις εξάμηνες συμβάσεις δεξιά και αριστερά– μπορεί να συμπληρωθεί με ατελείωτες προτάσεις σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και να προκαλέσει οργή και θυμό. Όταν όμως παρατηρείται στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θεωρώ ότι πριν την οργή ή το θυμό θα πρέπει να δώσουμε λίγο χώρο στη θλίψη. Κι εδώ οφείλεται η αναφορά στα lacrimae rerum, στα δάκρυα των πραγμάτων.
Η κυβερνητική πολιτική στην ανώτατη εκπαίδευση τα τρία τελευταία χρόνια δεν έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, όπως εκείνες των πρώτων μνημονιακών χρόνων. Καμία μεγάλη κινητοποίηση δεν έγινε από διδάσκοντες και φοιτητές, όπως εκείνες που έγιναν εναντίον του νόμου Διαμαντοπούλου ή εναντίον των συγχωνεύσεων των πανεπιστημιακών σχολών (σχέδιο «Αθηνά»). Κι όμως, το υπουργείο σήμερα συγχωνεύει τα ΤΕΙ και τα βαφτίζει Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, συγχωνεύει τα ΤΕΙ Ιονίων Νήσων με το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, καθιστά τις Φιλοσοφικές Σχολές (αλλά και όλες τις καθηγητικές σχολές) της χώρας ομήρους των Πιστοποιητικών Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας που θα παρέχουν τα Παιδαγωγικά Τμήματα. Καταργεί επί της ουσίας τα διακριτά επαγγελματικά δικαιώματα και το κυριότερο –όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα σημειώματα της στήλης– ρευστοποιεί τα επιστημονικά αντικείμενα, μιας και οι επιστημονικές ειδικεύσεις και η έρευνα επί αυτών δεν είναι απαραίτητη σε ένα πανεπιστήμιο που ραγδαία μετατρέπεται σε ΙΕΚ, ΚΕΚ ή φροντιστήριο.
Η αναίμακτη μετάλλαξη των πανεπιστημίων πραγματοποιείται κυρίως γιατί ένα σημαντικό τμήμα των πανεπιστημιακών δασκάλων όχι μόνο συναινεί αλλά αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν.
Αυτή η αναίμακτη –πέρα από λίγες αναιμικές αντιδράσεις θεσμικών οργάνων των πανεπιστημίων– μετάλλαξη των πανεπιστημίων πραγματοποιείται κυρίως γιατί ένα σημαντικό τμήμα των πανεπιστημιακών δασκάλων (σίγουρα ποσοτικά μεγαλύτερο από όσο σε προηγούμενες φάσεις) όχι μόνο συναινεί αλλά αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν. Αυτό το τμήμα της πανεπιστημιακής διανόησης διασπάει ή συγχωνεύει τμήματα χωρίς κανένα επιστημονικό κριτήριο, αλλά με μόνη προσδοκία την είσπραξη κάποιου αντιτίμου από τα παντοειδή ευρωπαϊκά προγράμματα ή από τα δίδακτρα που καλούνται να πληρώσουν οι φοιτητές και οι οικογένειές τους. Για να έχει δε αυτή η προσδοκία προοπτικές, απαιτείται η καλή σχέση με το Υπουργείο ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων. Η θεματολογία των αυτοχρηματοδοτούμενων «δομών» εντός των πανεπιστημίων είναι απλή, ευχάριστη και πολιτικά ορθή: πιστοποιητικά παιδαγωγικής επάρκειας, διδασκαλία ελληνικής και αγγλικής γλώσσας σε μετανάστες και πρόσφυγες και τα όμοια. Εάν κάποιος τολμήσει να αντιτείνει ότι αυτή δεν είναι ακριβώς η δουλειά των πανεπιστημίων, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί και ακροδεξιός, εθνικιστής ή κάτι παρόμοιο, όπως συνηθίζεται τελευταία. Εάν αυτός ο κάποιος συνεχίζει να υποστηρίζει ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να υπηρετούν και να διδάσκουν την επιστημονική θεωρία, κινδυνεύει να ακούσει ότι το μάθημα πρέπει να είναι φοιτητοκεντρικό, να υπηρετεί τις ανάγκες των φοιτητών, να «περνούν καλά» οι φοιτητές σε αυτό. Το ερώτημα εάν οι ανάγκες των φοιτητών έχουν διαμορφωθεί από την παροξυμμένη κρίση ή την τηλεόραση –βοηθούντων των κοινωνικών δικτύων– δεν απασχολεί κανέναν.
Να, λοιπόν, πού οφείλεται η θλίψη που με οδήγησε στα να διαλέξω αυτόν τον τίτλο για το σημερινό σημείωμα. Είναι όντως αξιοδάκρυτοι εκείνοι οι πανεπιστημιακοί διανοούμενοι που κονταροχτυπιούνται για ένα ακόμη πρόγραμμα, μια ακόμη «αυτοχρηματοδοτούμενη δομή».
Εκτός και αν –μένοντας πάντα στο χώρο της φιλολογίας– ακούσουμε τον μεγάλο Ρώσο θεωρητικό της λογοτεχνίας, Μιχαήλ Μπαχτίν, ο οποίος στην ανεπανάληπτη μελέτη του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης κατέδειξε τη δύναμη της λαϊκής κουλτούρας του γέλιου και αποκατέστησε τον Ραμπελαί, στον οποίο αποδίδονταν χοντροκομμένα αστεία χωρίς βάθος.
Ναι, εκτός από τα δάκρυα των πραγμάτων, υπάρχει και η απελευθερωτική δύναμη του γέλιου και του σαρκασμού. Ή ακόμη και του χρήσιμου καγχασμού.
Σίγουρα, πάντως, όσοι από εμάς δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε το κυρίαρχο ρεύμα, χρειάζεται να αφήσουμε χώρο στα συναισθήματα πριν αποφασίσουμε πώς θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε στα πανεπιστήμια. Γιατί, όπως μας δίδαξε ο Φρόιντ, τις μικρές αποφάσεις κανείς τις ζυγίζει. Τις μεγάλες, όμως, τις παίρνει με την καρδιά του!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)