Της Μαρίας Πετρίτση. Μια τόση δα φωτογραφία, σταλμένη από κινητό, δείχνει ένα κτίριο στην οδό Μπενάκη να διαλύεται, παραδομένο στις φλόγες.
«Πέφτουν καδρόνια, κάτσε να πάω πιο κει», μου λέει ο άνθρωπος που μου τη στέλνει. Τον ακούω να βήχει. «Κλαίμε», μου είχε γράψει νωρίτερα από το Σύνταγμα, όταν του είχα ζητήσει να μου πει τι βλέπει γύρω του. Μια λέξη αρκούσε για να περιγράψει την καταστροφή.
Βράδυ Κυριακής στην εύφλεκτη πρωτεύουσα της ζωής μου.
Ο επιτάφιος της Δημοκρατίας περιφέρεται μπαρουτοκαπνισμένος στα στενά και στις λεωφόρους του κέντρου. Μπάτσοι κυνηγάνε καλοντυμένες κυρίες στη Βαλαωρίτου, στην Αμαλίας ξηλώνεται η άσφαλτος για να γίνει πυρομαχικά, μια γριά κι ένας γέρος βαράνε τη σιδεριά της Τράπεζας Πίστεως με μια πατερίτσα κι έπειτα βάζουν τα κλάματα και βρίζουν. Καμία πίστη πια, κανένας οίκτος. Λεηλασία, ασέλγεια και μίσος. Αυτά απέμειναν απόψε ως αισθήματα και ως πικρές εντυπώσεις.
«Ένα μπαλέτο από κουκουλοφόρους και μπάτσους, περαστικούς και διαδηλωτές ανταλλάσσει πέτρες – από κάπου ακούγεται Άσιμος στη διαπασών». Ο τόπος βρομάει χημεία. Όταν γιαουρτώνεται ένας βουλευτής μιλάμε για επίθεση κατά της Δημοκρατίας. Όταν ψεκάζεται με χημικά και ντροπή ένας ολόκληρος λαός είναι απλώς Κυριακή. Μπάχαλοι καίνε σπίτια, βιβλιοπωλεία και σινεμά – δεν έχουν καταλάβει, άραγε, πως η ίδια μοίρα περιμένει και αυτούς και τα αφεντικά τους στο τέρμα της διαδρομής;
Χούντα και Κατοχή, η ωραία χώρα βαδίζει τραυματισμένη προς την απόλυτη εξαθλίωση κι έναν καινούργιο εμφύλιο. Την ίδια ώρα, στο αγέρωχο νεοκλασικό κτίριο πίσω από τον άγνωστο στρατιώτη, υπογράφεται μια καινούρια σύμβαση υποτέλειας. Ψύχραιμα και ψυχρά. Έτσι όπως διαπράττονται πάντα τα χειρότερα εγκλήματα στην Ιστορία.
Είναι της μόδας η βίαιη καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων στην Ευρώπη. Οι σύγχρονοι σκλάβοι που επιβουλεύονται τη «δημόσια τάξη» τιμωρούνται αυστηρά. Δεν έχει σημασία αν ψεκάζεται με δακρυγόνα ο Γλέζος, ο Θεοδωράκης, η γιαγιά που δεν έχει ν’ αγοράσει φάρμακα ή ο άνεργος που σπούδαζε δέκα χρόνια και δεν έχει ούτε για ψωμί. Δεν έχει σημασία αν σπάει κάτω από εκπαιδευμένο κλομπ το κεφάλι ενός οικογενειάρχη που δεν έχει ρεύμα και θέρμανση ή το πόδι ενός φοιτητή που δεν θα αποφοιτήσει ποτέ του. Σημασία έχει να μη διαταράσσεται η διαδικασία εξάρθρωσης της μικρομεσαίας τάξης, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η ίδια η εξαθλίωση του πληθυσμού.
Αυτή τη χώρα την κυβερνάνε οκνηροί και ανήθικοι πολιτικοί που με αλάθητο σύστημα διαφθοράς συνεχίζουν βήμα προς βήμα να καταστρέφουν τη χώρα τους. «Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο… μη με ρωτάς… σαστισμένοι καθόμασταν ανάμεσα στους καπνούς και τα συντρίμμια και κοιτούσαμε… απλοί θεατές μιας καταστροφής εκτός μεγέθους».
Υπάρχει κάτι που φοβούνται να χάσουν οι άνθρωποι: τις αλυσίδες τους. Φαίνεται, όμως, πως ο κόμπος αυτός κοντεύει να σπάσει πια το χτένι. Όσο υποκύπτει κάποιος σε εκβιασμούς και απειλές τόσο τροφοδοτεί τη δύναμή τους. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των Ευρωπαίων και εγχώριων «σωτήρων» τους για το αντίθετο, οι Έλληνες φαίνεται πως έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν.
«Κι όμως, αυτή είναι η χώρα που αγαπάμε», τολμώ να αρθρώσω με όσο ελάχιστο κουράγιο μαζεύω εδώ κι εκεί. «Είναι η ίδια ταλαίπωρη χώρα που κάθε τόσο καίγεται μέσα σε μία νύχτα, που κατακρεουργείται επί τριάντα χρόνια πια, που πνίγεται από δόλια συμφέροντα και αδικίες, που μασάει τις σάρκες των παιδιών της. Που κάνει πλιάτσικο στα σπλάχνα της και μετά θερίζεται από πετροπόλεμους, ύβρεις και θηλιές. Είναι η ίδια χώρα που ραγίζει και λυγίζει κάτω από απειλές και δημαγωγίες, και που κάτι φλογισμένες νύχτες σαν αυτή γεμίζουν οι δρόμοι της με ανθρώπους που κυκλοφορούν με κλεμμένα φωτόσπαθα και κόκκινες, μπλε και μαύρες σημαίες στην πλάτη. Την ίδια στιγμή που από κάπου ακούγεται ένα τραγούδι του Άσιμου και κάπου αλλού φουντώνει δειλά μα αποφασισμένα μια καινούργια, έμψυχη και πεισματάρα φωτιά εκδίκησης. Κι ας λένε οι δήμιοι “ναι” σε όλα».
Είναι η ίδια χώρα.
Βράδυ Κυριακής στην εύφλεκτη πρωτεύουσα της ζωής μου.
Ο επιτάφιος της Δημοκρατίας περιφέρεται μπαρουτοκαπνισμένος στα στενά και στις λεωφόρους του κέντρου. Μπάτσοι κυνηγάνε καλοντυμένες κυρίες στη Βαλαωρίτου, στην Αμαλίας ξηλώνεται η άσφαλτος για να γίνει πυρομαχικά, μια γριά κι ένας γέρος βαράνε τη σιδεριά της Τράπεζας Πίστεως με μια πατερίτσα κι έπειτα βάζουν τα κλάματα και βρίζουν. Καμία πίστη πια, κανένας οίκτος. Λεηλασία, ασέλγεια και μίσος. Αυτά απέμειναν απόψε ως αισθήματα και ως πικρές εντυπώσεις.
«Ένα μπαλέτο από κουκουλοφόρους και μπάτσους, περαστικούς και διαδηλωτές ανταλλάσσει πέτρες – από κάπου ακούγεται Άσιμος στη διαπασών». Ο τόπος βρομάει χημεία. Όταν γιαουρτώνεται ένας βουλευτής μιλάμε για επίθεση κατά της Δημοκρατίας. Όταν ψεκάζεται με χημικά και ντροπή ένας ολόκληρος λαός είναι απλώς Κυριακή. Μπάχαλοι καίνε σπίτια, βιβλιοπωλεία και σινεμά – δεν έχουν καταλάβει, άραγε, πως η ίδια μοίρα περιμένει και αυτούς και τα αφεντικά τους στο τέρμα της διαδρομής;
Χούντα και Κατοχή, η ωραία χώρα βαδίζει τραυματισμένη προς την απόλυτη εξαθλίωση κι έναν καινούργιο εμφύλιο. Την ίδια ώρα, στο αγέρωχο νεοκλασικό κτίριο πίσω από τον άγνωστο στρατιώτη, υπογράφεται μια καινούρια σύμβαση υποτέλειας. Ψύχραιμα και ψυχρά. Έτσι όπως διαπράττονται πάντα τα χειρότερα εγκλήματα στην Ιστορία.
Είναι της μόδας η βίαιη καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων στην Ευρώπη. Οι σύγχρονοι σκλάβοι που επιβουλεύονται τη «δημόσια τάξη» τιμωρούνται αυστηρά. Δεν έχει σημασία αν ψεκάζεται με δακρυγόνα ο Γλέζος, ο Θεοδωράκης, η γιαγιά που δεν έχει ν’ αγοράσει φάρμακα ή ο άνεργος που σπούδαζε δέκα χρόνια και δεν έχει ούτε για ψωμί. Δεν έχει σημασία αν σπάει κάτω από εκπαιδευμένο κλομπ το κεφάλι ενός οικογενειάρχη που δεν έχει ρεύμα και θέρμανση ή το πόδι ενός φοιτητή που δεν θα αποφοιτήσει ποτέ του. Σημασία έχει να μη διαταράσσεται η διαδικασία εξάρθρωσης της μικρομεσαίας τάξης, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η ίδια η εξαθλίωση του πληθυσμού.
Αυτή τη χώρα την κυβερνάνε οκνηροί και ανήθικοι πολιτικοί που με αλάθητο σύστημα διαφθοράς συνεχίζουν βήμα προς βήμα να καταστρέφουν τη χώρα τους. «Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο… μη με ρωτάς… σαστισμένοι καθόμασταν ανάμεσα στους καπνούς και τα συντρίμμια και κοιτούσαμε… απλοί θεατές μιας καταστροφής εκτός μεγέθους».
Υπάρχει κάτι που φοβούνται να χάσουν οι άνθρωποι: τις αλυσίδες τους. Φαίνεται, όμως, πως ο κόμπος αυτός κοντεύει να σπάσει πια το χτένι. Όσο υποκύπτει κάποιος σε εκβιασμούς και απειλές τόσο τροφοδοτεί τη δύναμή τους. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των Ευρωπαίων και εγχώριων «σωτήρων» τους για το αντίθετο, οι Έλληνες φαίνεται πως έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν.
«Κι όμως, αυτή είναι η χώρα που αγαπάμε», τολμώ να αρθρώσω με όσο ελάχιστο κουράγιο μαζεύω εδώ κι εκεί. «Είναι η ίδια ταλαίπωρη χώρα που κάθε τόσο καίγεται μέσα σε μία νύχτα, που κατακρεουργείται επί τριάντα χρόνια πια, που πνίγεται από δόλια συμφέροντα και αδικίες, που μασάει τις σάρκες των παιδιών της. Που κάνει πλιάτσικο στα σπλάχνα της και μετά θερίζεται από πετροπόλεμους, ύβρεις και θηλιές. Είναι η ίδια χώρα που ραγίζει και λυγίζει κάτω από απειλές και δημαγωγίες, και που κάτι φλογισμένες νύχτες σαν αυτή γεμίζουν οι δρόμοι της με ανθρώπους που κυκλοφορούν με κλεμμένα φωτόσπαθα και κόκκινες, μπλε και μαύρες σημαίες στην πλάτη. Την ίδια στιγμή που από κάπου ακούγεται ένα τραγούδι του Άσιμου και κάπου αλλού φουντώνει δειλά μα αποφασισμένα μια καινούργια, έμψυχη και πεισματάρα φωτιά εκδίκησης. Κι ας λένε οι δήμιοι “ναι” σε όλα».
Είναι η ίδια χώρα.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.
Σχόλια