του Γιώργου Τάττη
Σε μια κυπριακή κοινωνία αποδιοργανωμένη, η οποία βάλλεται παντοιοτρόπως, οι εκλογές έρχονται, όχι να απαντήσουν στην καθολική αποσύνθεση με τρόπο δημιουργικό, αλλά επιτείνοντας τις αποσυντιθέμενές της δομές. Το καθολικό αυτό μοτίβο συμπυκνώνει το αξίωμα που θέλει ένα σύνολο ανθρώπων χωρίς συλλογική και ταξική αυτοσυνειδησία, να κατακρημνίζεται όταν καλείται να συμμετάσχει σε μία εκλογική διαδικασία που δομικά εμπεριέχει μία κατ’ επίφασιν διαφοροποίηση. Μία διαφοροποίηση που εξυπηρετεί μόνο τα σημεία (π.χ. πρόσκαιρες μικροκομματικές σκοπιμότητες) που αποτρέπουν την κοινωνία από το να προβεί σε ενδοσκόπηση του συλλογικού της εαυτού.
Στην περίπτωση της Κύπρου δεν αλλάζει κάτι. Αντιθέτως, φαίνεται ότι η πλειοψηφία του κόσμου αδυνατεί να προβεί σε λογικούς συνειρμούς που να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια ανάλυσης. Έτσι, δεν έχει σημασία εάν μία «λύση» του Κυπριακού θα εμπεριέχει και όλες τις τουρκικές αξιώσεις, αρκεί μόνο να βαφτίζεται ως τέτοια. Με το ίδιο σκεπτικό, κανέναν δεν αφορά εάν η οικονομία «επανεκκινείται» με αποδεδειγμένη υφαρπαγή πλούτου, εάν η νεανική ανεργία βρίσκεται στα ύψη και εάν όλο το εργατικό δυναμικό φεύγει στο εξωτερικό, αρκεί οι ψευδεπίγραφοι δείκτες να ανεβαίνουν.
Εκλογικές προτεραιότητες
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψιν, λογική συνέχεια είναι να έχει μειωθεί το βάρος που δίδει ο κόσμος στις εκλογές. Νικητής είναι η αποχή, πράγμα που εμπίπτει στην γενικότερη αποπολιτικοποίηση των μαζών και στο κενό εκπροσώπησης που παρατηρείται σε επίπεδο ηγετικών φυσιογνωμιών και σε πολιτικές συσσωματώσεις. Κάπου εδώ, εμπίπτει και η αποτυχία του «ενδιάμεσου χώρου» να συσπειρώσει τις δυνάμεις του γύρω από έναν καθολικά αποδεκτό υποψήφιο. Το τραύμα της κατοχής δεν παρεμβαίνει μόνο στην αντίληψη για τον εαυτό μας, αλλά και στη σφαίρα της οικονομικής συμπεριφοράς του τόπου. Το ζητούμενο είναι η υπέρβαση κάποιων ιστορικών, δομικά καθορισμένων, παθογενειών της κυπριακής μεταπολίτευσης.
Μετά τις πολλαπλές αποτυχίες της «ενδοτικής» πολιτικής να φέρει κάποιο βιώσιμο αποτέλεσμα στο Κυπριακό, η οικονομία, για ακόμη μια εκλογική διαμάχη, έχει την τιμητική της. Το εθνικό ζήτημα έχει κουράσει, έχει καταστεί στη συνείδηση των Κυπρίων «μη επιλύσιμο», τουλάχιστον με τρόπο δίκαιο και βιώσιμο. Έτσι, παρατηρούνται δύο τάσεις, εάν εξαιρέσουμε την μειοψηφική –αλλά εκλογικά επιτυχούσα– υποχωρητική πολιτική. Η μία που νομιμοποιεί όλο και περισσότερο το διχοτομικό ενδεχόμενο του «τζείνοι ποτζεί, εμείς ποδά» και η άλλη που κλείνει τα μάτια στο πρόβλημα, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα σβήσει και την πραγματικότητα της κατοχής. Αυτοί που σκέφτονται το Κυπριακό και την οικονομία ενιαία, είναι δυστυχώς μία πενιχρή μειοψηφία.
Προεκλογική… παραφροσύνη
Φυσικά, ως αναμένετο, το επίπεδο της προεκλογικής αντιπαράθεσης είναι νηπιακό. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας δημιουργικός διάλογος που θα δώσει στον ψηφοφόρο την δυνατότητα να τοποθετηθεί πολιτικά στο πλευρό κάποιου. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μετατοπίζουν το βάρος της συζήτησης σε παιχνιδίσματα, γιατί έχουν ταυτόσημες πολιτικές σε όλα. Εξάλλου, το ΑΚΕΛ αποτελεί και επίσημα ένα αστικό κόμμα διαχείρισης του συστήματος.
Αυτό που διαφοροποιεί αυτή την εκλογική διαδικασία από τις υπόλοιπες, είναι το ότι δεν υπάρχει πλέον αυτή η αντιπαράθεση ως κυρίαρχη. Η πόλωση χάνει την παρελθοντική της αίγλη, γιατί χάθηκε και το προνομιακό πεδίο στο οποίο επιτελείτο, η ιστορική –αν και παράδοξη– αντιπαράθεση των «δεξιών-Ελλήνων» και των «αριστερών-Κυπρίων». Είναι όμως ικανός ο συνενωτικός, ενδιάμεσος χώρος να μπει δυναμικά στον ρου της ιστορίας, νοουμένου ότι έχει λύσει αυτά τα «υπαρξιακά» προβλήματα;
Η εκλογική συμπεριφορά
Ομολογουμένως, η προσπάθεια πολλών να υπάρξει ένας κοινός υποψήφιος όλων των πολιτικών χώρων, πλην ΔΗΣΑΚΕΛ, έχει αποτύχει. Σε αυτό έχει συντείνει ο αναξιόπιστος πλέον Λιλλήκας. Με διάφορα τερτίπια, όπως και εκπτώσεις σε θέσεις αρχών, κυρίως στο Κυπριακό, για να προσεγγίσει μάλλον το ΑΚΕΛ, έχει θέσει εαυτόν εκτός συναγωνισμού, παρά τις εικασίες του για είσοδο στην Β’ φάση των εκλογών. Παράλληλα, τον ενδιάμεσο χώρο διεμβολίζει και η ακροδεξιά. Το ΕΛΑΜ, ακολουθεί πιστά πολλές επικοινωνιακές τακτικές της Χρυσής Αυγής, τείνοντας να συσπειρώσει ψήφους αντίδρασης και όχι τόσο ιδεολογικής ταύτισης. Η συσσωρευμένη οργή, τόσο ως προς το αίσθημα εθνικής καταπίεσης όσο και στην γενικότερη αναξιοκρατία, στρέφει μία μερίδα της «παραδοσιακής δεξιάς» και των φτωχοποιημένων στρωμάτων προς αυτό το μόρφωμα.
Έτσι, δεν έχει σημασία εάν μία «λύση» του Κυπριακού θα εμπεριέχει και όλες τις τουρκικές αξιώσεις, αρκεί μόνο να βαφτίζεται ως τέτοια. Με το ίδιο σκεπτικό, κανέναν δεν αφορά εάν η οικονομία «επανεκκινείται» με αποδεδειγμένη την υφαρπαγή του πλούτου.
Από την άλλη, στο στρατόπεδο του ΔΗΣΑΚΕΛ, τα πράγματα φαίνονται εξίσου χαοτικά. Ο Νίκος Αναστασιάδης αρχίζει να χάνει τα ερείσματα του στην λεγόμενη «παραδοσιακή δεξιά» και στις αγροτικές επαρχίες, που φαίνεται ότι εισχωρούν σποραδικά τόσο στον υποψήφιο του ενδιάμεσου χώρου Νικόλα Παπαδόπουλο, όσο και στο ΕΛΑΜ. Έχει όμως διευρύνει την αποδοχή του στην μερίδα αυτή της αστικής τάξης που βολεύεται με μία «όποια λύση», καθώς αυτό ταυτίζεται με τα επιχειρηματικά της συμφέροντα και την εξαρτημένη ενεργειακή πολιτική που θέλει να ακολουθήσει. Εξάλλου, το Κυπριακό προσεγγίζεται ως ένα πρόβλημα που αποτρέπει την οικονομική αναγέννηση του τόπου, όπου αυτή συγχρονίζεται με την πλήρη υποταγή και εξάρτηση στον Δυτικό άξονα.
Παράλληλα, το ΑΚΕΛ με τον Σταύρο Μαλά, εστιάζει στον πρότερο έντιμο βίο του υποψήφιού του. Χωρίς να μπορούν να διαφοροποιηθούν ιδεολογικά από τον ΔΗΣΥ, προσπαθούν επίσης να αντλήσουν ψήφους, από μερίδα του επιχειρηματικού κόσμου. Χαρακτηριστική είναι και η αρχική επιλογή υποψηφίου, τραπεζίτη και επιχειρηματία, που ναυάγησε λόγο των ενστάσεων από τους απλούς ψηφοφόρους που όμως αδυνατούν να κατανοήσουν τη δεξιά στροφή του κόμματος. Συγχρόνως, η προσπάθεια για επαναλειτουργία των άλλοτε δυνατών κομματικών του μηχανισμών, εντείνεται περισσότερο, μέσα από τις πολλές κομματικές/τοπικές ομάδες βάσης. Οι εκλεκτικές συγγένειες ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, διαφαίνονται και στην παράλληλη στήριξη των δύο υποψηφίων από ομάδες οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ακραία φιλελεύθερη, μεταμοντέρνα, φιλοευρωπαϊκή πολιτική, διαφόρων ΜΚΟ, δικοινοτικών πρωτοβουλιών με χρηματοδοτήσεις από Ε.Ε., όπως και από το κόμμα των ΕΔΗ, από όπου και προέρχεται ο Σταύρος Μαλάς.
Νικόλας Παπαδόπουλος – Το αντίπαλο δέος του ΔΗΣΑΚΕΛ
Καλώς ή κακώς, ο Νικόλας Παπαδόπουλος είναι ο υποψήφιος που μπορεί να νικήσει το ΔΗΣΑΚΕΛ. Το μειονέκτημά του είναι ότι οι ευρύτερες σημασιοδοτήσεις των οικογενειακών του καταβολών –χαρακτηριστικό είναι το προσωνύμιο «Πρίγκιπας»–, η διαχρονική συμμετοχή του ΔΗΚΟ σε παρελθοντικούς κυβερνητικούς σχηματισμούς και η έλλειψη ουσιαστικής γεωπολιτικής διαφοροποίησης από τον «Δυτικό άξονα», τον εμποδίζουν από το να εμφανιστεί ως το «καινούργιο» και το «άφθαρτο», ιδίως στα μεσαία και χαμηλά στρώματα της κοινωνίας, είτε αυτά διέπονται από τη μεταμοντέρνα, απολίτικη και νεολαιίστικη, φιλοευρωπαϊκή ματιά, είτε από τα πιο ριζοσπαστικοποιημένα, εργατικά στρώματα που δε βλέπουν χώρο έκφρασης στο ΑΚΕΛ και στις υπόλοιπες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Παράλληλα, η μη καθολική άρνησή του για μία λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας αποδιοργανώνει ένα εκλογικό κοινό που αντιτάσσεται πλήρως σε μία τέτοια μορφή. Παρόλα αυτά, είναι ο μόνος υποψήφιος που μπορεί να αντλήσει ψήφους από παντού. Το γεγονός ότι κεντροδεξιές δυνάμεις πλέον διαφοροποιούνται τελείως από το ΔΗΚΟ (βλ. Κάρογιαν), όπως και το ενδεχόμενο πριμοδότησης του Μαλά –ως πιο αδύναμου ανθυποψηφίου σε έναν Β΄ γύρο– από δυνάμεις που πρόσκεινται στον ΔΗΣΥ, καθιστά το έργο του δυσκολότερο και ως εκ τούτου, τη στήριξή όλων των υγιών δυνάμεων αναγκαία.
Η ευρύτερη πολιτική συμμαχία που στηρίζει την υποψηφιότητα του Νικόλα Παπαδόπουλου, μπορεί να δημιουργήσει μία νέα δυναμική και να απομονώσει τυχόν παρασπονδίες που πιθανόν να προκύψουν, ιδίως στο πεδίο της οικονομίας. Εξάλλου, ΕΔΕΚ και Οικολόγοι είναι κόμματα τα οποία διαχρονικά έχουν αξιόλογη κοινωνική και οικονομική πολιτική. Το σημαντικότερο όμως, είναι το ότι θα αποτραπούν νέες οδυνηρές παραχωρήσεις στο εθνικό θέμα, μη δημιουργώντας παράλληλα νέα τετελεσμένα και δίδοντας χρόνο στο κίνημα να διεκδικήσει προνομιακή θέση στο πολιτικό σκηνικό.
Ανεξαρτήτως της όποιας στήριξης όμως, της εκλογής Νικόλα Παπαδόπουλου ή όχι, ένα είναι το μόνο σίγουρο. Ο κίνδυνος να «συριζοποιηθεί» ο «ενδιάμεσος χώρος» είναι πιθανός. Οποιαδήποτε αποτυχία για την «Αλλαγή» που προβάλλεται προεκλογικά, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε έναν γενικευμένο κοινωνικό μαρασμό, με εξαιρετικά δύσκολη την ανατροπή του. Χρειάζεται εγρήγορση, παρεμβάσεις, παραμονή στις επάλξεις και συνέχεια των διεργασιών για δημιουργία ενός πραγματικά ριζοσπαστικού οράματος. Από την επόμενη των εκλογών.