Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή*
Τοποθετώντας στον πυρήνα της νέας της δραματικής ταινίας Πολυξένη μια υιοθετημένη γυναίκα, κληρονόμο μεγάλης περιουσίας που αναζητά τη θέση της στον κλειστό περίγυρο της ελληνικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη του ’70, η σκηνοθέτρια και σεναριογράφος Δώρα Μασκλαβάνου σμιλεύει δραματουργικά έναν συναρπαστικά γοητευτικό γυναικείο χαρακτήρα, σπάνιο πλέον στο ελληνικό σινεμά, που συνθλίβεται από το συντηρητικό κατεστημένο μιας παλιότερης εποχής. Συναντηθήκαμε από κοντά στα Εξάρχεια, για να συζητήσουμε για την ταινία.
Η συγκεκριμένη ιστορία βασίζεται σε αληθινή; Γιατί στην αφίσα χωρίζονται με κενό τα δύο συνθετικά του ονόματος της ηρωίδας;
Εμπνεύστηκα από αληθινή ιστορία που μου ακούστηκε σαν ένα βαρύ, τελεσίδικο λιμπρέτο. Κράτησα το πραγματικό όνομα και διαμόρφωσα έναν χαρακτήρα μόνιμα αναστατωμένο, που δυσκολεύεται να βρει τη θέση του. Αισθάνεται ξένη και καλείται να ζήσει κάτι ξένο, που δεν έχει τρόπο να το αφομοιώσει, αυτό τονίζει το κενό στο όνομα.
Πώς χτίσατε σεναριακά τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας;
Η ταινία ρέει μέσα από την καρδιά και την αντίληψη της ηρωίδας. Ο θεατής μαθαίνει ό,τι εκείνη βλέπει. Αυτό ήταν σωτήριος περιορισμός για όλη τη φόρμα της ταινίας. Δεν στόχευα σε μια ηθογραφία εποχής. Εστιάζοντας στην ψυχολογική διάσταση ενός χαρακτήρα που φωτίζεται και σκοτεινιάζει, η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά. Στο παρόν εισέρχονται φλασμπάκ, με ανακατεμένα στιγμιότυπα του παρελθόντος της πρωταγωνίστριας, όπως φαντάζομαι ότι θα ξεδίπλωνε τις αναμνήσεις της.
Στοιχεία όπως η απεγνωσμένη αναζήτηση του αδερφού, τα γράμματα που του στέλνει, καθώς και ο εγκλεισμός σε άσυλο, θυμίζουν την τραγική περίπτωση της Καμίλ Κλωντέλ. Σας ενδιέφερε να αναδείξετε τη δυσχερή θέση της γυναίκας σε παλιότερες εποχές;
Η Πολυξένη συγκεντρώνει ένα μικτό μοντέλο που έχει υπάρξει στη ζωή χιλιάδων περιπτώσεων γυναικών. Πολλές υιοθετημένες κοπέλες είχαν αντίστοιχη τύχη σε μια οικογένεια, με προοπτική να καλοπαντρευτούν, αλλά διένυσαν πικρή ζωή.
Η Πολυξένη είναι υπό αίρεση προστατευόμενη και πρέπει να αποδεικνύει την αξία της. Η ζωή της αλλάζει σε ηλικία που ανθίζουν ζωντανές επιθυμίες, μνήμες και πληγές. Υπάρχει μια λανθάνουσα αγάπη στον ψυχισμό της, σαν τρύπα ηφαιστείου έτοιμου να εκραγεί.
Ζητήματα όπως κληρονομιές, προξενιά, αλλά και η θέση της γυναίκας, που παραπέμπουν στην Τιμή της Αγάπης, της Τώνιας Μαρκετάκη, δεν θίγονται πια.
Η φρέσκια γενιά διαθέτει άλλο εύρος θεμάτων, με όσα βιώνει. Τα ίδια βιώνω κι εγώ, αλλά καταφεύγω και σε παλιότερες ιστορίες. Την Μαρκετάκη την αγαπάμε, αλλά την Πολυξένη δεν την αντιμετωπίσαμε σαν ταινία εποχής, έχουμε συμπεριλάβει και άχρονα στοιχεία. Προσωπικά, με έχουν επηρεάσει περισσότερο οι ήρωες του Κεν Λόουτς. Σε ταινίες όπως Ladybird, Ladybird, Το όνομά μου είναι Τζο, ή Γλυκά Δεκάξι, υπάρχει πάντα ο αφανής, ταπεινός άνθρωπος που μεταμορφώνεται στο κουκούτσι όλης της ζωής. Μπορεί να τα έχει κάνει μαντάρα, αλλά λαχταράει. Ο Λόουτς φωτίζει αυτή τη λαχτάρα και το βάσανο ενός ανθρώπου, κάτι που με συγκινεί αφάνταστα. Τοποθετείτε στο επίκεντρο το τραγικό πεπρωμένο μιας γυναίκας, ανάμεσα στο δράμα εποχής και στο τηλεοπτικό μελόδραμα. Πώς χαρακτηρίζετε την ταινία σας;
Ως ένα γυναικείο δράμα με στοιχεία μελοδράματος ή καλύτερα ως εξέλιξη ενός λιμπρέτου, καθώς η όπερα συμπυκνώνει δύναμη που μπορεί να σε συμπαρασύρει. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις μεγάλου μήκους ταινίες μου είναι εντελώς προσωποκεντρικές, με κοινό πυρήνα μια γυναίκα σε κλειστό περίγυρο, που αναζητώντας εμπιστοσύνη καταλήγει σε κάτι αταίριαστο. Εδώ, η Πολυξένη επέλεξε τον Τούρκο όχι γιατί τον ερωτεύτηκε, αλλά γιατί πρόκειται για δύο ανθρώπους που καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του στον άλλον και συναντιούνται μέσω των λυμάτων τους. Ο Τούρκος δεν είναι ούτε της τάξης της, ούτε ανάλογης μόρφωσης, αλλά είναι ο μόνος που εμπιστεύεται μέσα σ’ αυτό το χάος, όπου προσπαθεί να βρει τη θέση της.
Πώς δουλέψατε με την πρωταγωνίστρια Κάτια Γκουλιώνη;
Η εξαιρετική παρουσία της Κάτιας αναδύει μια πολυπλοκότητα που ταιριάζει στον χαρακτήρα της Πολυξένης. Πέρα από το ταλέντο, η Κάτια είναι και εξαιρετικά εργατική και αφοσιώθηκε πλήρως στην ταινία. Δουλέψαμε το ρόλο σχεδόν ένα χρόνο, γιατί η Κάτια επισκέφτηκε ψυχιατρεία, ενώ έπρεπε να μάθει να μιλάει και να εκφράζεται τούρκικα.
Στην Κωνσταντινούπολη γυρίσαμε τις λιγοστές βόλτες της Πολυξένης. Οι εσωτερικοί χώροι του πανέμορφου αρχοντικού ανήκουν στο τεράστιο νεοκλασικό Πατησίων και Ιουλιανού, στον τελευταίο όροφο, πάνω από τη Σχολή Σταυράκου, ενώ διαμορφώσαμε σύμφωνα με την εποχή και έναν περιορισμένο χώρο στην Πλάκα, μπροστά από το κτίριο του μουσείου Φρυσίρα, για να ταιριάζει με το αρχοντικό.
Ο φακός εστιάζει στην πρωταγωνίστρια, υπάρχουν όμως και μεγάλης διάρκειας λήψεις, κυρίως στο αρχοντικό. Πώς λειτούργησε το παιχνίδι της κάμερας;
Με διευθυντή φωτογραφίας τον Κλαούντιο Μπολιβάρ, επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τρεις άξονες. Αυτόν που είναι πάνω της, την αμόρσα της τη μπουκωμένη, συγκριτικά με τους άλλους, το καθαρό υποκειμενικό της, που σ’ αυτή την περίπτωση τα βλέμματα όλων στρέφονται στην κάμερα, και το καθαρό των άλλων, συνήθως κοντά της. Τίποτα δεν υπάρχει πιο κοντά στην κάμερα από ό,τι η πρωταγωνίστρια. Οι στριφογυριστές λήψεις διαρκείας στο αρχοντικό είναι τα υποκειμενικά της πλάνα, ό,τι αυτή βλέπει. Παρότι δεν κάναμε περιγραφικά πλάνα, δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάσουμε το χώρο του αρχοντικού στις διάφορες φάσεις, μέχρι που αδειάζει.
Πώς συνεργαστήκατε με τον Νίκο Κυπουργό, που έγραψε την πρωτότυπη μουσική της ταινίας; Ποια είναι τα κριτήρια της ενορχήστρωσης και τι σηματοδοτεί το παιδικό τραγουδάκι;
Στην προκαταρτική φάση, είχε το σενάριο και δοκίμαζε θραύσματα που τα συζητούσαμε. Κατά το γύρισμα, έγινε χρονομέτρηση και ηχογράφηση, ώστε να συγχρονιστούν στην τελική εικόνα. Έτσι, δεν υπάρχει ούτε ένα φέιντ άουτ στην ταινία. Το κανονάκι, ανατολίτικο όργανο, δένει στην ατμόσφαιρα του τόπου. Όμως, η μουσική που χαρακτηρίζει την ηρωίδα απαιτούσε αποδομημένη κατάσταση δυτικού ύφους, με βιολιά, τσέλο, βιόλα, μπάσο και πιάνο. Το παιδικό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου το μάθαιναν αυτές οι γενιές στο σχολείο. Οι στίχοι του βοηθάνε σε συνειρμούς, όπως η καταγωγή και δένουν με την ηρωίδα και τη δράση της. Ο Κυπουργός το χρησιμοποίησε ως το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας που εξελίσσεται σε παραλλαγές, ενώ στο τέλος, στη σκηνή με το φλασμπάκ στο ορφανοτροφείο, όπου μαθαίνουμε και τη μελλοντική μοίρα της κόρης της, ακούγεται και σε χορωδιακό, από την παιδική χορωδία Ροζάρτε.
Ξεκινήσατε ως ηθοποιός στη Γλυκιά συμμορία του Νίκου Νικολαϊδη, έχετε γράψει σενάρια του Φίλιππου Τσίτου, ενώ στην Πολυξένη υπογράφετε σκηνοθεσία, σενάριο και μοντάζ, κάτι σπάνιο για γυναίκα σκηνοθέτρια. Αυτά τα στάδια έχουν επηρεάσει την πορεία σας;
Πράγματι, ξεκίνησα με τον Νικολαϊδη, στα 22 μου, όμως ακόμα ψάχνομαι. Όλα ξεκινάνε από μια πραγματική ή μυθοπλαστική ιστορία που με έχει συγκινήσει βαθύτατα, οπότε βυθίζομαι μέσα. Μόλις αρχίσω ταινία, «πυρετώνομαι»! Ωστόσο, το σινεμά δεν γίνεται χωρίς μια ομάδα ανθρώπων, που θα επωμιστούν το όραμα του σκηνοθέτη. Στην Πολυξένη, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι ηλεκτρολόγοι στη δημιουργία της ατμόσφαιρας που αναζητούσαμε με τον διευθυντή φωτογραφίας, για το απαγορευμένο φως που τρυπώνει από χαραμάδες, όταν η ηρωίδα τα έχει όλα κλειστά. Στο σινεμά η συνεργασία είναι σημαντική. Αυτό που φέρνουνε οι άλλοι μπορεί να έχει μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι είχες αρχικά σκεφτεί.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]