Αν διαβάσεις το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου «Μια λοξή ματιά στην ιστορία – 200 χρόνια ελληνικού κλαυσίγελου» (εκδ. Τόπος, 2020) έχεις διπλό κέρδος. Αφενός το απολαμβάνεις σαν ένα ιστορικό ανάγνωσμα με πολλά «ανέκδοτα» από την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου στα διακόσια χρόνια από τη ίδρυση του ελληνικού κράτους, αφετέρου υπεισέρχεσαι βαθύτερα στη δομή της ελληνικής εξουσίας όπως αυτή διαμορφώθηκε στα πρώτα εκατό χρόνια και όπως συνεχίζει να υφίσταται σχεδόν ίδια και απαράλλαχτη μέχρι σήμερα.
Η ανάγνωση ιστορικών βιβλίων με χρονική ακολουθία είναι απαραίτητη για να έχει κανείς μια λογική σειρά της εξέλιξης ως γενική γνώση και ως βάση. Η παραπέρα εξειδίκευση με την ανάγνωση βιβλίων που επικεντρώνονται σε μεμονωμένα ιστορικά γεγονότα, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, ορισμένες περιόδους κ.λπ. αποτελεί το επόμενο βήμα στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης που επιλέγει ο αναγνώστης ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του.
Στο προηγούμενο βιβλίο του, «Λαμόγια στο χακί» (εκδ. Τόπος), ο Ελευθεράτος επικεντρώθηκε στα πεπραγμένα των καλών και τίμιων αξιωματικών που κράτησαν την Ελλάδα για μια επταετία σε κατάσταση στρατιωτικού νόμου και του σχετικού περιβάλλοντός τους που επωφελήθηκε από το «γύψο».
Τώρα, στο νέο του βιβλίο, δεν θέτει όρια ούτε περιορίζεται σε κάποια εποχή, κατάσταση ή πρόσωπα. Εκτός κι αν θεωρήσουμε όλα τα διακόσια χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους ως μία συγκεκριμένη περίοδο. Σ’ αυτή την περίπτωση, παίρνοντας υπόψη τον υπότιτλο του βιβλίου, θα μπορούσα να πω, στη λογική του κλαυσίγελου, ότι ο συγγραφέας κάνει βουτιές στο πέλαγο των δύο αιώνων και ψαρεύει από χάνους και λαυράκια μέχρι τσούχτρες και σκυλόψαρα, από την αφθονία που διαθέτει εξ αρχής αυτό το κράτος. Το υλικό έχει αντληθεί από 75 ελληνικά και ξένα έντυπα.
Συμμαχική χολέρα
Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού οι Βαυαροί φέρνουν και τη λαιμητόμο, την καρμανιόλα, στην Ελλάδα. Αλλά κι αυτή δεν έχει καλύτερη υποδοχή από την εκτέλεση με τουφεκισμό. Εάν δυσκολεύονταν να βρουν πρόθυμους να συγκροτήσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ακόμα πιο δύσκολα βρίσκουν πρόθυμους να γίνουν δήμιοι, γι’ αυτό καταφεύγουν σε θανατοποινίτες με αντάλλαγμα τη σωτηρία του δικούς τους κεφαλιού, τους οποίους, όμως, το παριστάμενο κοινό βομβαρδίζει με βρισιές, κατάρες, απειλές και πέτρες!
Ένα άλλο θέμα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όχι ιδιαίτερα γνωστό σε πολλούς ανθρώπους, είναι η διπλή συμφορά του 1854, αφενός με την κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά, δηλαδή της καρδιάς του μικρού ελληνικού κράτους, από τους Αγγλογάλλους και αφετέρου με τη διάδοση της χολέρας που έφεραν οι Γάλλοι ναύτες και η οποία στην κυριολεξία αποδεκάτισε τον επίσης μικρό πληθυσμό της Αττικής! Πάνω σ’ αυτή τη δεύτερη συμφορά, που είναι επακόλουθο της πρώτης, ο Ελευθεράτος ξεδιπλώνει όλη τη διπλή αθλιότητα που μαστίζει τον τόπο, ήτοι την ξένη κηδεμονία και αυθαιρεσία, που γελοιοποιεί κάθε έννοια ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας, και τη δουλοπρέπεια του πολιτικού προσωπικού και των εφημερίδων που όχι μόνο δεν εξανίστανται, αλλά εκθειάζουν κιόλας τους επιδρομείς και τους αθωώνουν για την εγκληματική αδιαφορία τους σε σχέση με τη μετάδοση της θανατηφόρας νόσου στον ανύποπτο εντόπιο πληθυσμό.
Περίπου 6.500 άντρες αποβιβάστηκαν από τα γαλλικά και αγγλικά πολεμικά σκάφη στον Πειραιά, τον Μάη του 1854, για να αναγκάσουν τον Όθωνα να μην συνταχθεί με τους Ρώσους κατά των Οθωμανών στον εν εξελίξει ευρισκόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο όπου οι Γάλλοι και οι Άγγλοι είχαν συμπαραταχθεί με τον Σουλτάνο κατά του Τσάρου. Οι Γάλλοι απέκρυψαν ότι ναύτες τους είχαν προσβληθεί από χολέρα με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Αθήνας και του Πειραιά να υποστούν υγειονομική πανωλεθρία. Πάνω από 3.000 άνθρωποι, σε σύνολο 30.000, πέθαναν αβοήθητοι στα σπίτια και τους δρόμους ενώ χιλιάδες άλλοι εγκατέλειψαν το λεκανοπέδιο αναζητώντας σωτηρία στα νησιά και την ενδοχώρα, ακόμα και στο εξωτερικό. Κατά την εφημερίδα «Αιών», την οποία οι κατ’ άλλους «σύμμαχοι» και «ευεργέτες» μας φρόντισαν να «περιποιηθούν» καταστρέφοντας τις εγκαταστάσεις της επειδή έβγαζε στη φόρα ό,τι αυτοί προσπαθούσαν να κρύψουν, στον Πειραιά, από τους 5.000 χιλιάδες κατοίκους είχαν απομείνει μόνο 600! Τρία ολόκληρα χρόνια κράτησε η κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους, κάνοντας σε όλους σαφές ποιοι ήταν τα αφεντικά.
Ελλάς φυλλοροούσα
Κάθε μερικά χρόνια προστίθετο στην ελληνική επικράτεια κι ένα επιπλέον κομμάτι κατοικημένου εδάφους, αλλά αυτό επιδείνωνε την κακή οικονομική κατάσταση εφόσον οι πολιτικές που ακολουθούνταν δεν έβγαζαν τη χώρα από το βραχνά των δανείων, των τόκων, των περικοπών και των χρεωκοπιών. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν και η δημιουργία ισχυρών μεταναστευτικών ρευμάτων προς το εξωτερικό. Το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό ξενιτευόταν και η χώρα ξέμενε από χέρια που θα την έβγαζαν από την υπανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό το κομμάτι της εφημερίδας «Εστία», το 1907, με τίτλο «Φεύγει η Ελλάς»:
«Φεύγει η Ελλάς όλη λοιπόν εις την Αμερικήν! […] Τι θα γίνει; Ως πού θα φτάσει αυτή η μανία; […] Εκτάσεις αγροτικών κτημάτων εγκαταλείπονται εις την τύχην των, το ημερομίσθιον ολοέν υψώνεται, χείρες εργατικοί δεν υπάρχουν πλέον επαρκείς, και το πνεύμα της μεταναστεύσεως εξαπλούται κατακτητικόν και επί τας γυναίκας, ερημώνον πόλεις, χωρία, εστίας, ως κεραυνός, ως δαίμων, συνεγείρον την Ελλάδαν όλην εις τα υπερωκεάνεια!»
Αλλά οι κυβερνήτες ήταν και ολίγον ευτυχείς που με την αποχώρηση τόσων πολλών χιλιάδων νέων ανθρώπων εκτονώνονταν οι πιέσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στο εσωτερικό. Εξάλλου, δεν είχαν και την καλύτερη γνώμη για το λαό τους, όπως φαίνεται και από την αναφορά που έκανε ο Έλληνας πρόξενος στη Νέα Υόρκη, ο οποίος μεταξύ άλλων «φιλελληνικών» κάνει και το εξής σχόλιο: «Οι πλείστοι των εν ταις ΗΠΑ μεταβαινόντων Ελλήνων, φύσει οκνηροί, αρέσκονται και αρκούνται εις το πώς ακόπως και ευκόλως να προσπορίζονται τα προς το ζην αναγκαία, ένεκα τούτου εκλέγουσι τας πλέον ευκόλους μεν αλλά και τας πλέον εξευτελιστικάς εργασίας, ως της του πωλητού οπωρών και τας του υποδηματοκαθαριστού.» Ως φύσει οκνηροί, λοιπόν, δεν μπορούσαν να γίνουν πάραυτα γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου και βιομήχανοι, αλλά ούτε εργάτες στη μεταλλοβιομηχανία εφόσον «ένεκα της κακής αυτών διαίτης δεν αντέχουσιν εις τας συμφύτους τη μεταλλευτική εργασία κακουχίας.»! Τι χαΐρι να δουν οι δύσμοιροι μετανάστες από ένα τέτοιο πρόξενο;
«Σπιναλόγκες»
Η οδηγία του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη «αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος» προς τον επικεφαλής της ελληνικής Αρμοστείας στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργειάδη, τον Αύγουστο του 1922, με τον ελληνικό στρατό σε πλήρη αποσύνθεση και τον ελληνικό πληθυσμό υπό διωγμό, είναι το επιστέγασμα του μίσους που έχουν εναντίον των προσφύγων αυτοί που τους δημιουργούν.
Ένα μίσος που συνεχίστηκε επί πολύ γνωρίζοντας μεγάλες εντάσεις σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Μερικά περιστατικά που αναφέρει ο Ελευθεράτος είναι πολύ χαρακτηριστικά. Από τις επιδρομές της αστυνομίας στις προσφυγογειτονιές για την αναζήτηση κομμουνιστών μέχρι τον εμπρησμό παραπηγμάτων και μαγαζιών στο Βόλο το 1936, τις συκοφαντίες και τις ύβρεις της πιο συντηρητικής δεξιάς, για «λέπρες», «λεφούσια» και «μη Έλληνες» που παίρνουν τις δουλειές, έχουν προνόμια, κατοικούν σε «μέγαρα» και γενικώς ζουν σε βάρος των γηγενών, των «παλαιοελλαδιτών»! Κι όλα αυτά γιατί οι πρόσφυγες ήταν αντιμοναρχικοί και ψήφιζαν Βενιζέλο ή ΚΚΕ!
Περί αυτών και περί άλλων πολλών που αποτελούν το υπόστρωμα της συνολικής πορείας του έθνους μέχρι σήμερα, γράφει με ωραίο και απλό ύφος ο Διονύσης Ελευθεράτος στο εκ 478 σελίδων βιβλίων του.