Και να που φτάσαμε αισίως στο 500ό φύλλο της εφημερίδας μας, με δυναμικό παρόν σε όλες τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που έχουμε βιώσει την τελευταία δεκαετία.
Στο φύλλο αυτό, στη θεματική ενότητα ταινιών δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας, που ανακαλέσαμε εν μέσω πανδημίας και καραντίνας, με κλειστά τα σινεμά, επιλέγουμε την ταινία «Τα παιδιά των ανθρώπων» (2006), του Οσκαρικού Μεξικανού Αλφόνσο Κουαρόν.
Χαρακτηρίζοντας ο ίδιος ο σκηνοθέτης την ταινία αυτή «αντί-Μπλέιντ Ρανερ», δηλώνει πως επέλεξε την αισθητική μιας ντοκιμαντερίστικης μυθοπλασίας τύπου «Η Μάχη του Αλγεριού» (1966/Τζίλο Ποντεκόρβο), επιχειρώντας να αποδώσει με ρεαλισμό μια ταινία δράσης τοποθετημένη στο μέλλον, μακριά από εφετζίδικους τεχνολογικούς εντυπωσιασμούς και φουτουριστικά εφέ.
Το αποτέλεσμα είναι μια αριστουργηματικά επεξεργασμένη αντιπολεμική ταινία, με την εμπειρία των πολεμικών ανταποκρίσεων από τη Μέση Ανατολή τότε, που καταγράφει μια κοινωνική διάσταση της εποχής που σκηνοθετήθηκε, σε μια όμως προφητική μελλοντολογική συνθήκη, γεμάτη θρησκευτικές αλληγορίες, ώστε να εμβαθύνει σε έναν εσώτερο πνευματικό αναστοχασμό, εξελίσσοντας ουσιαστικά τις βασικές αρχές του σινεμά βεριτέ, στο πεδίο του μυθοπλαστικού κινηματογράφου δράσης.
Κρατώντας τη βασική ιδέα της στειρότητας, από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Φίλις-Ντόροθυ Τζέιμς (1992), ο Λονδρέζος πλέον Κουαρόν αποτόλμησε, με τη σεναριακή ομάδα του, σημαντικές επεκτάσεις στην τότε επικαιρότητα, όπως οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο, το 2005, ενάντια στην εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ, η εγκαθίδρυση αστυνομοκρατίας και η αύξηση της μεταναστευτικής ροής αραβόφωνων πληθυσμών προς την Ευρώπη.
Με την αναγγελία θανάτου του 18χρονου «νεαρότερου ανθρώπου στον πλανήτη», η διάρκεια ζωής του 2009-2027 στα τηλεοπτικά δελτία τοποθετεί την ταινία στο Λονδίνο του 2027, αποσαφηνίζοντας πως η ανθρωπότητα έχει χάσει τη δυνατότητα αναπαραγωγής, μετά και από θανατηφόρα επιδημία γρίπης, το 2008. Το ανθρώπινο είδος αντιμετωπίζει φυσικό αφανισμό, ο πολιτισμός καταρρέει, ενώ η Αγγλία είναι γεμάτη εξαθλιωμένους μετανάστες και τρομοκρατικές επιθέσεις. Μοναδική ελπίδα η «επιχείρηση Άνθρωπος», μια υποτιθέμενη ομάδα ανεξάρτητων επιστημόνων, για την αντιμετώπιση της στειρότητας.
Ο καταρρακωμένος συναισθηματικά πρώην αριστεριστής Θίο (Κλάιβ Όουεν), κλονισμένος από την έκρηξη βόμβας, καθώς πήγαινε στη δουλειά, παίρνει άδεια και επισκέπτεται στα περίχωρα τον γηραιό φίλο του Τζάσπερ (Μάικλ Κέιν), πρώην πολιτικό γελοιογράφο και ακτιβιστή, που καλλιεργεί μαριχουάνα.
Η πρώην σύντροφος του Θίο ακτιβίστρια Τζούλιαν (Τζούλιαν Μουρ), επικεφαλής των «Ψαριών», αντιστασιακής ομάδας με όνομα χριστιανικού συμβολισμού, που μάχεται για τα δικαιώματα των μεταναστών, τον προσεγγίζει για την έκδοση βίζας μιας νεαρής μετανάστριας. Πρόκειται για την αφρικανικής καταγωγής Κη, που είναι έγκυος στο πρώτο παιδί στον πλανήτη, μετά από 18 χρόνια και πρέπει να μεταφερθεί στο πλοίο «Αύριο», της «Επιχείρησης Άνθρωπος», μέσω του στρατοπέδου προσφύγων Μπέξχιλ, στο οποίο ο Θίο αναλαμβάνει να την συνοδεύσει.
Βγαλμένη από την εικονογραφία της Γέννησης, σε μια πολυεθνική εκδοχή της, το βασική θέμα της ταινίας αφορά μια Μαύρη Παναγιά και έναν Μεσσία γένους θηλυκού, με τον Θίο, ως Ιωσήφ. Με όνομα από σύντμηση του Θελόνιους, που ίσως παραπέμπει και στο θεϊκός, ο Θίο αποδέχεται μοιραία να θυσιαστεί, για το μέλλον της ανθρωπότητας. Έπειτα από καταιγιστικά πλήγματα, απεικονίζεται σταδιακά ως ταλαίπωρος μετανάστης, ενώ η θρησκευτική υπόσταση του αγνού χαρακτήρα του υποδηλώνεται από τα τετράποδα που τον περιτριγυρίζουν, όπως στον πρωτοχριστιανικό μύθο του «Ανδροκλη με το λιοντάρι».
Τα κυρίαρχα δυτικά μέσα ενημέρωσης προώθησαν τη μισαλλοδοξία καλλιεργώντας συστηματικά μια χαοτική εικόνα για τον αραβικό πληθυσμό που συλλήβδην ταυτίστηκε με φονταμενταλιστές, άποψη που αναπαράχθηκε από το αμερικανικό σινεμά, ακόμη και στην πασιφιστική εκδοχή αυτής της ταινίας, που βαδίζει στη μέση οδό. Μπορεί η βία της κρατικής καταστολής μιας αστυνομοκρατούμενης Αγγλίας του μέλλοντος, με βάναυσους αστυνομικούς να παρουσιάζεται ρατσιστική, παραπέμποντας ευθέως στα ναζιστικά πογκρόμ, με έντονες αιχμές και στα βασανιστήρια του Γκουαντάναμο, αντισταθμίζεται όμως με τους ριζοσπαστικοποιημένους αριστεριστές, τα «Ψάρια» της ταινίας, που προκειμένου να διαφυλάξουν τον δίκαιο σκοπό τους, και επειδή δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βία, ταυτίζονται με δογματικούς εξτρεμιστές.
Αυτή η συστηματικά καλλιεργημένη θεωρία των δύο άκρων επικρατεί και σ’ αυτήν την κατά τα άλλα αριστουργηματικά επεξεργασμένη ταινία, με πολιτική διάσταση που στρέφεται γύρω από δυο φιλοσοφικής και πνευματικής φύσεως βασικούς άξονες.
Πρώτος άξονας ο πασιφισμός, μέσα από τα ιδεώδη της φιγούρας του Τζάσπέρ, που ενσαρκώνει το πνεύμα του Τζον Λένον, στον οποίο σκόπιμα ο Μάικλ Κέιν βάσισε ερμηνεία και ιδεολογικό στίγμα, εκφράζοντας και το τότε διαδεδομένο αντιπολεμικό κίνημα του 2003, με τις πορείες κατά του πολέμου στο Ιράκ.
Δεύτερος άξονας, η αναζήτηση της χαμένης πίστης, μέσα από αλληγορικές εικόνες της χριστιανικής εικονογραφίας και με καθοριστική την πνευματική προσέγγιση στην αναγέννηση της χαμένης ελπίδας, την πρωτότυπη μουσική που συνέθεσε ειδικά για την ταινία ο Βρετανός συνθέτης Τζον Τάβενερ (1944-2013), βαθιά επηρεασμένος απ’ την ορθόδοξη θεολογία και τις λειτουργικές της παραδόσεις. Η πρωτότυπη θρησκευτική μουσική του «Fragments of a Prayer», για μετζοσοπράνο και ορχήστρα, διατρέχει την ταινία ως βασικό μουσικό μοτίβο και ακούγεται τόσο στην εξαιρετική σκηνή στον αχυρώνα, όπου η Κη, ανάμεσα σε αγελάδες, αποκαλύπτει στον Θίο πως είναι έγκυος, όσο και στη σκηνή της Γέννησης, όπου το σκοτεινό δωμάτιο με το βρώμικο στρώμα στο Μπέξχιλ αποτελεί τη φάτνη, όπου ο Θίο-Ιωσήφ βοηθά την Κη-Παναγιά να φέρει στον κόσμο τον θηλυκό Μεσσία. Η ίδια μουσική ακούγεται στο τέλος, όταν καταμεσής του πελάγους, με πυκνή ομίχλη, στη βάρκα με την Μαύρη Παναγιά και το βρέφος, η Κη δηλώνει στον ετοιμοθάνατο Θίο, πως το μωρό της θα έχει το όνομα του χαμένου γιου του, υπογραμμίζοντας διπλά την ελπίδα ενός αέναου κύκλου ζωής. Ίσως γι’ αυτό, η ταινία κλείνει με τους ήχους παιδικών γέλιων, γεμίζοντας το κενό που άφησε η συγκλονιστική μαρτυρία της μαίας Μίριαμ, στο αδειανό σχολείο, για την απελπισία των απανωτών αποβολών, «καθώς έσβηνε ο ήχος από τις παιδικές χαρές».
Προτάσσοντας την πνευματικότητα, σε ένα κόσμο βυθισμένο στην παρακμή, ο Κουαρόν επιλέγει τον Τάβενερ ως βρετανικό αντίβαρο στον εκστατικό ηχητικό κόσμο του Εσθονού Άρβο Περτ. Το «Eternity’s sunrise» (1997) του Τάβενερ, σε στίχους Ουίλλιαμ Μπλέηκ, το χρησιμοποιεί επίσης στην ταινία ως πένθιμο ρέκβιεμ στο θάνατο του Τζάσπερ, στο συνταρακτικό τράβελινγκ μέσα από το λεωφορείο, με εφιαλτικές εικόνες βαναυσότητας των ειδικών δυνάμεων, καθώς και στην αριστουργηματική 7λεπτη πολεμική σεκάνς στο Μπέξχιλ, γυρισμένη σαν ενιαίο μονοπλάνο, με αόρατα κοψίματα, με τον Θίο, εν μέσω εκρήξεων και ανταλλαγής πυρών, να βγάζει σώα από το κτίριο την Κη με το μωρό, σε μια αποθέωση λατρευτικού δέους, όπου όλοι τρέχουν να αγγίξουν το «θείο» βρέφος.
Στην αρχή αυτής της σκηνής, συνεχίζοντας την παράδοση ατονικής μουσικής στο σινεμά μετά τον Κιούμπρικ, ο Κουαρόν χρησιμοποιεί εύστοχα ατονικά αποσπάσματα της «Θρηνωδίας για τα θύματα της Χιροσίμα» (1956-61), για 52 έγχορδα, του Πολωνού Κριζστοφ Πεντερέτσκι (1933-2020).
Στο σπίτι του Τζάσπερ, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι πρωταγωνιστές, ο Τζάσπερ αναφέρεται στη «κοσμική μάχη μεταξύ πίστης και τύχης», παρατηρώντας πως Τζούλιαν και Θίο γνωρίστηκαν από τύχη σε μια πορεία, ανάμεσα σε χιλιάδες διαδηλωτές, λόγω της πίστης πως μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Ο γιος τους γεννήθηκε κατά τύχη, εκπροσωπώντας την πίστη τους στην πράξη, και χάθηκε εξίσου τυχαία, στην πανδημία του 2008, σκηνή με μουσική υπόκρουση το λίντερ του Γκούσταβ Μάλερ «Nun will die sonn’ so hell aufgeh’n, (1901), από τον κύκλο τραγουδιών Kindertotenlieder, παιδικών νεκρικών ποιημάτων του Φρίντριχ Ρίκερτ, που έγραψε θρηνώντας τα δυο νεκρά παιδιά του. Μακάβρια πινελιά που εκφράζει την απώλεια του πρωταγωνιστή, μεταφέροντας το πολιτικοκοινωνικό σημαινόμενο της ταινίας, στη σφαίρα μιας εσώτερης πνευματικής αναζήτησης της χαμένης πίστης.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com