του Γιώργου Λιερού
Ο σύγχρονος, (νέο)φιλελεύθερης έμπνευσης, αντικομμουνισμός ταυτίζει τον κομμουνισμό με τον φασισμό σκοπεύοντας έτσι να θέσει ουσιαστικά –συχνά και τυπικά– εκτός νόμου το οποιοδήποτε πρακτικό και θεωρητικό εγχείρημα αλλαγής της κοινωνίας. Ο (νέο)φιλελευθερισμός αυτοπροσδιορίζεται πολεμικά μέσω μιας ασυμφιλίωτης (υποτίθεται) αντίθεσης στον ολοκληρωτισμό. Κάθε σχέδιο ολιστικής αλλαγής της κοινωνίας είναι το Κακό (οδηγεί στον ολοκληρωτισμό). Πρόκειται για μια άποψη την οποία συμμερίζονται επίσης και οι μετα-αναρχικοί, όπως και όλος ο υπόλοιπος φιλελεύθερος εσμός.
Η πρώτη λαθροχειρία των (νέο)φιλελεύθερων είναι φυσικά η ταύτιση με τον λεγόμενο σταλινισμό του κομμουνισμού, ενός φαντασιακού, ενός συλλογικού ασυνείδητου που εμπνέει τα αλλεπάλληλα κινήματα και ξεσηκωμούς των από κάτω και το οποίο στη δική μας περιοχή του κόσμου έχει τις αφετηρίες του τουλάχιστον στην ύστερη αρχαιότητα. Εμείς θα συζητήσουμε τη σχέση του λεγόμενου σταλινισμού με τον φασισμό εστιάζοντας σε αυτό που είναι, κατά την γνώμη μας, το κύριο, την βαθιά σχέση που έχει ο καθένας από αυτούς τους δύο με τον φιλελευθερισμό. Εν παρόδω θα αναφερθούμε στην θέση του «σταλινισμού» στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.
Λέμε ο «λεγόμενος σταλινισμός» γιατί στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία της ηγεσίας των μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένου του Τρότσκι, τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Λένιν συμφωνούσε στα βασικά – δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν συνέχιζε να ζει ο Λένιν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε προ πολλού πνιγεί στο λίκνο της η εργατική αντιεξουσία και είχαν εξαλειφθεί οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής που είχαν γεννηθεί μέσα στη φωτιά της επανάστασης. Η εκβιομηχάνιση ήταν μια υπόθεση που βρισκόταν στα χέρια του κόμματος και της τεχνογραφειοκρατίας και η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας για την μπολσεβίκικη ηγεσία, ήταν αναγκαία για την εκβιομηχάνιση, για να τεθεί η γεωργία στην υπηρεσία της βιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτή η κατ’ όνομα «κολεκτιβοποίηση» δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την εισαγωγή σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το ακριβώς αντίθετο. Επρόκειτο για την μεγαλύτερης κλίμακας αρπαγή των κοινωνικών γαιών, σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ό,τι στην Αγγλία έγινε σε τρεις, τέσσερις αιώνες, στην ΕΣΣΔ χρειάστηκε μια πενταετία.
Όπως έλεγε ο Νικολάι Μπερδιάγιεφ στον Ρώσο χωρικό «η δυική αντίληψη της ιδιοκτησίας… του ήταν ολότελα ξένη: η γη ανήκει στον Θεό και την απολαμβάνει όποιος την δουλεύει. Μέσα του είναι βαθιά ριζωμένος ένας απλοϊκός αγροτικός σοσιαλισμός». Οι Ρώσοι επαναστάτες του 19ου αιώνα (ο Τσερνιτσέφσκι κ.α.) θεωρούσαν την αγροτική κοινότητα ως τον βασικό μοχλό του κοινωνικού μετασχηματισμού και μιας ρώσικης εναλλακτικής στη βαρβαρότητα της δυτικοευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης. Τα ίδια πρέσβευαν και οι σοσιαλεπαναστάτες, οι κληρονόμοι τους στον 20ο αιώνα. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ρώσων αγροτών ήταν ελεύθεροι τον 15ο αιώνα, αλλά μέχρι τα μέσα του 17ου το 75% των χωρικών πέρασε σε καθεστώς δουλοπαροικίας. Σημειώθηκαν μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις τις οποίες το τσαρικό κράτος κατέστειλε με ακραία βία. Όταν το 1861 καταργήθηκε η δουλοπαροικία, ο τσάρος Αλέξανδρος Β’ επέστρεψε ένα μέρος της γης στις αγροτικές κοινότητες. Δεν μοιράστηκαν ατομικοί (οικογενειακοί) κλήροι. Οι περισσότεροι χωρικοί υποδέχθηκαν με μεγάλη εχθρότητα το σχέδιο του πρωθυπουργού Στολίπιν, το 1907, για τη δημιουργία ανεξάρτητων αγροτών έξω από τις αγροτικές κοινότητες. Οι αγρότες διεκδίκησαν την γη των ευγενών προκειμένου να γίνουν οι κοινότητες πραγματικά βιώσιμες και ανεξάρτητες και την κέρδισαν με το όπλο στο χέρι, με την συμμετοχή τους στον εμφύλιο, πολεμώντας τους Λευκούς – χωρίς αυτούς ποτέ δεν θα είχε νικήσει ο Κόκκινος Στρατός.
***
Οι αγρότες, έχοντας μάλιστα την αυτοπεποίθηση των νικητών, σε καμία περίπτωση δεν θα άφηναν να τους πάρουν πίσω τη γη. Όποιος κι αν ήταν στο τιμόνι του σοβιετικού κράτους, η αρπαγή της γης δεν θα μπορούσε να γίνει παρά με απειράριθμα θύματα, με μια πρωτοφανή βία, μια βία που στρεφόταν εναντίον της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Πράγματι, μόνο τα θύματα του λιμού 1931-1932, που εν πολλοίς οφείλονταν στην κολεκτιβοποίηση, υπολογίζονται σε εκατομμύρια. Ένας τέτοιος παροξυσμός βίας, όμως, – λαμβανομένων υπόψη των παραδόσεων και της ρώσικης γραφειοκρατίας, αλλά και της ιντελιγκένσιας – αργά ή γρήγορα θα έφτανε στις πόλεις. Οι εκκαθαρίσεις του 1936-38 ήταν κατά κάποιο τρόπο η μοιραία συνέχεια. Ίσως θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν ένα είδος νέμεσης της ιστορίας. Τα κύρια εγκλήματα ήταν εκείνα που διαπράχθηκαν εναντίον των αγροτών (και νωρίτερα εναντίον των εργατών) και δυστυχώς πολλά από τα μετέπειτα θύματα των εκκαθαρίσεων υπήρξαν συνένοχοι με τη σταλινική ηγεσία.
Ο Στάλιν, ο άνθρωπος που έφερε σε πέρας κατά το μεγαλύτερό του μέρος το εγχείρημα της πρωταρχικής συσσώρευσης στη Ρωσία, δεν ήταν φυσικά ένας Χίτλερ ή Μουσολίνι. Ήταν μαζί ο Ερρίκος ο 8ος, ο Τορκεμάδα, ο Φίλιππος ο Β’, ο Κρόμβελ, ο Ναπολέοντας και ο Μπίσμαρκ. Η πρωταρχική συσσώρευση είναι η σκοτεινή προϊστορία, ή καλύτερα, η παράλληλη ιστορία των φιλελεύθερων δημοκρατιών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ανοιχτών κοινωνιών, της ελεύθερης αγοράς. Οι φιλελεύθεροι συγκρίνουν τα εγκλήματα που έγιναν στην ΕΣΣΔ με εκείνα των φασιστικών καθεστώτων. Μια άλλη σύγκριση έχει όμως πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον: δεν υπάρχει έγκλημα το οποίο καταλογίζουν στον Στάλιν που να μην μπορεί να βρει το ανάλογό του στις ιστορικές διαδικασίες που οδήγησαν στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Και δεν είναι μόνο η αρπαγή της γης των χωρικών, η χρήση της εργασίας των δούλων δίπλα στη μισθωτή εργασία (τα γκούλαγκ ήταν στρατόπεδα εργασίας όχι στρατόπεδα θανάτου), η πλήρης αδιαφορία για την κατάσταση του περιβάλλοντος. Εν τέλει, το κύριο είναι η πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κράτος, το βιοπολιτικό κράτος, η συστηματική καταστροφή των κοινοτικών σχέσεων και των προϋποθέσεων του πολιτικού βίου, η πιο ακραία εξατομίκευση η οποία συνάδει, αναγκαστικά, με το κράτος Λεβιάθαν. Και όλα αυτά είναι γνωρίσματα του νεωτερικού κράτους γενικά, σοσιαλιστικού, φασιστικού, και προπάντων του φιλελεύθερου, γιατί ακριβώς το τελευταίο είναι η θεμελιώδης, η ολοκληρωμένη μορφή του νεωτερικού κράτους. Οι σημερινές ελίτ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης απλώς ολοκληρώνουν την κίνηση που ξεκίνησε με την καταστολή των εργοστασιακών επιτροπών και την βίαιη κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, τη δεκαετία του 1920. Άλλωστε, αυτές οι φιλελεύθερες ελίτ, δεν προέκυψαν μέσα από κάποια ελεύθερη επιχειρηματικότητα – η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα βρισκόταν υπό διωγμό στο καθεστώς του Γιέλτσιν – αλλά επωάστηκαν μέσα στους κόλπους του κόμματος.
***
Ιστορικά – από τον καιρό των πρώτων κρατών της Μεσοποταμίας – σύμφωνα με τον Μάικλ Μαν, η ιδιωτική ιδιοκτησία και το κράτος «αναδύθηκαν μαζί και προωθήθηκαν από τις ίδιες διαδικασίες». Όπως λέει ο ίδιος, η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν είναι καθόλου φυσική και πρωταρχική, παρά τους ισχυρισμούς της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Γεννιέται με το πέρασμα των κρατικών πόρων στα χέρια μιας ολιγαρχίας ιδιοκτητών, που σχετίζεται στενά ή και ταυτίζεται με την κρατική ελίτ. Τον 20ο αιώνα, επίσης, σε καθεστώτα αμιγώς αντικομμουνιστικά, όπως π.χ. σ’ εκείνο της Ινδονησίας, αλλά και σε πολλά άλλα, το κράτος ερχόταν με τον στρατό και την αστυνομία του να εθνικοποιήσει τις κοινές γαίες –δάση, βοσκοτόπια, νερά– για να τις διανείμει στη συνέχεια στις πολυεθνικές κ.α.. Η ρώσικη εμπειρία δεν είναι καθόλου μοναδική. Η κρατικοποίηση της κοινοτικής κτήσης –σχεδόν πάντα με τη χρήση ακραίας κρατικής βίας– είναι η βασιλική οδός για την ιδιωτικοποίηση. Και γενικότερα –όπως λέει ο Μακφέρσον– το θέμα δεν είναι, όσο περισσότερος ο ατομικισμός τόσο λιγότερος κολεκτιβισμός. Μάλλον, όσο περισσότερο ακραίος είναι ατομικισμός, τόσο πληρέστερος είναι ο κρατικός κολεκτιβισμός.
Σήμερα υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον, μια επαναξιολόγηση και ανατίμηση της περιόδου του Στάλιν σ’ έναν πολιτικό χώρο που αναδύεται και διευρύνεται ανάμεσα στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ – έναν χώρο που αναπαράγει τις αδυναμίες της ελληνικής αριστεράς που την κατάντησαν εδώ που βρίσκεται σήμερα (κρατισμός, η ουτοπία ενός κράτους όπου όλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι). Επείγει λοιπόν –και αυτό είναι το κρίσιμο διακύβευμα της συζήτησης για τα κοινά– να ξεκαθαρίσουμε, ή να ξαναθυμίσουμε, ότι η κοινοκτημοσύνη, η κοινή κτήση δεν έχει καμία σχέση με την κρατική ιδιοκτησία, ότι η αγορά είναι και αυτή ένας κρατικός θεσμός και ο αντικρατισμός των φιλελεύθερων είναι κίβδηλος. Ότι η ρίζα της λέξης κομμουνισμός είναι η κομμούνα, η κοινότητα, ότι η κομμουνιστική προοπτική είναι η κατάργηση του κράτους, όχι η υπερτροφία του. Ο λεγόμενος σταλινισμός, συγκαταλέγεται στις παιδικές «αρρώστιες» του φιλελευθερισμού. Ζούμε πλέον όμως σε (υπερ)ώριμες φιλελεύθερες κοινωνίες, κοινωνίες σε κρίση, και ο φασισμός συγκαταλέγεται στις γεροντικές αρρώστιες του φιλελευθερισμού.