του Διονύση Μαυρογένη*

Ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Φαρμακευτική, στην Μπολόνια. Εκεί άρχισα να αποκτώ τις πολιτικές μου βάσεις. Το 1970 ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχα κατά κάποιο τρόπο στην κατάληψη του εκεί Πανεπιστημίου. Οι φοιτητές είχαν βγει στην ταράτσα, φωνάζοντας συνθήματα και απειλώντας ότι θα πετάξουν κάτι μεσαιωνικές πολυθρόνες από την εποχή του Dante. Αυτό έκανε τους αστυνομικούς να μην επέμβουν και οι φοιτητές να πετύχουν τα αιτήματά τους. Στις 23 Απριλίου του 1970, την ημέρα του εορτασμού της Μπολόνιας, όταν εξεγέρθηκαν οι παρτιζάνοι και απελευθέρωσαν την πόλη τραγουδώντας το Bella Ciao, έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση στη Πιάτσα Ματζόρε. Χιλιάδες Ιταλοί φοιτητές, πολύ μεγάλη συμμετοχή από Έλληνες, Ισπανούς και Πορτογάλους φοιτητές, τρεις χώρες που είχαν δικτατορίες. Στην πλατεία που είναι το άγαλμα Νετούρνο είχαμε μαζευτεί εμείς οι Έλληνες, και γύρω μας όλος ο χώρος ασφυκτικά γεμάτος από το Partito Comunista (PCI). Εκεί είδα για πρώτη φορά κόκκινες σημαίες και σφυροδρέπανα. Φωνάζανε φασίστες ψοφίμια, γυρίστε στους υπονόμους. Όταν τέλειωσαν οι λόγοι, οι Ιταλοί μάζεψαν τα πανό και έφυγαν. Καθίσαμε μόνο εμείς, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι. Εγώ νόμιζα ότι θα γίνει επανάσταση εκείνη την ημέρα!

Ο γυρισμός στην Ελλάδα

Το 1971 παίρνω μεταγραφή κι έρχομαι Αθήνα. Τέλη του ’71 – αρχές ’72 συναντιέμαι με τον Γιώργο Γαβριήλ και τον Μάνο Τρανταλίδη. Άρχισε να βράζει το φοιτητικό κίνημα, με τις φοιτητικές εκλογές, τη βία και νοθεία. Άρχισαν να δημιουργούνται επιτροπές αγώνα. Πηγαίνοντας στα εργαστήρια, κάτω από τις ιατρικές ρόμπες βάζαμε προκηρύξεις, τις οποίες αφήναμε να πέσουν… Στη Φυσικομαθηματική Σχολή ήταν Κνίτες και Μαοϊκοί, στη Φιλοσοφική Ρηγάδες, στη Νομική και στην Ιατρική Κνίτες και Ρηγάδες.

Η εξέγερση της Νομικής

Γίνεται η πρώτη Νομική. Εκ μέρους της Φυσικομαθηματικής στην επιτροπή κατάληψης ήμουν εγώ, ο Λαφαζάνης, ο Κούλογλου, ο Λυγερός και ο Χριστόπουλος ο Γιάννης. Μας είχαν καπελώσει όμως οι της Νομικής και της Φιλοσοφικής: η Τρέμη, ο Μπίστης, ο Τζουμάκας και άλλοι. Εμείς ήμασταν παράρτημα… Ερχόμαστε στη δεύτερη Νομική στις 8 Μάη, βρισκόμουν στην ταράτσα. Κατεβαίνοντας στον τρίτο όροφο εγκλωβίζομαι απ’ αυτούς που ανέβαιναν και κατέβαιναν, κόντευα να σκάσω από την πίεση. Στην αναμπουμπούλα καταφέρνω να βγω και να κρυφτώ στο γραφείο του Νίκου Καραμανλή, που ήταν στην οδό Σόλωνος. Μετά από πολύ ώρα κατάφερα να φύγω και να πάω σπίτι μου.

Ο Λάμπρος ο Τσάνος, ένας μπρατσωμένος συμφοιτητής μας, βουτάει ένα νεράντζι και το πετάει απέναντι σε κάτι αστυνομικούς. Κόβουν κι αυτοί μερικά και ανταποδίδουν. Άρχισε να μαζεύεται κόσμος, κλείσαμε τις πόρτες, αυτό ήτανε….

Το βράδυ καμιά 15αριά είμαστε στην ταβέρνα του Κιτσίνη στην Καισαριανή. Ήπιαμε αρκετά, τραγουδήσαμε και μερικά αντάρτικα, και λόγω της κούρασης έφυγα να πάω στο σπίτι μου στα Ιλίσια να ξεκουραστώ. Στις 3 τη νύκτα κτυπάει το κουδούνι και ήταν ο Γιώργος ο Παριανός. Τον είχαν συλλάβει πολύ νωρίτερα, τον είχαν «περιποιηθεί» και τον έβαλαν ως δόλωμα, για να ανοίξει την πόρτα η αδελφή μου. Έτσι και έγινε, όρμησε μέσα ο Πεταλάς με 4 εσατζήδες και ενώ βρίσκομαι στο κρεβάτι, μου κολλάει το περίστροφο στο κεφάλι. Με κατεβάζουν στο τζιπ και με πηγαίνουν κατευθείαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Με βάζουν σ’ ένα γραφείο, διαβάζω την ταμπελίτσα, ταγματάρχης Χατζηζήσης. Σηκώνει το βλέμμα του και μου λέει, «Διονυσάκη εσύ είσαι» και γυρνώντας το κεφάλι προς την πόρτα, λέει σε κάτι εσατζήδες «πάρτε τον».

Ορμάνε οι εσατζήδες μαζί με τον περιβόητο Παπά και με το δικό τους «φιλικό» τρόπο με συνοδεύουν στο κελί Νο 2 αριστερά. Στο απέναντι κελί ήταν η Βιργινία Τσουδερού και στο ακριβώς διπλανό μου ο αξιωματικός της αεροπορίας Τάσος Μήνης. Εμένα με ανέλαβε προσωπικά, σε καθημερινή βάση, ο Πέτρου… Βγήκα στις 24 Αυγούστου 1973, ημέρα Παρασκευή, με την αμνηστία. Όταν έφτασα στο σπίτι μου, η μάνα μου δεν με αναγνώρισε, κι όταν κατάλαβε ποιος είμαι, λιποθύμησε!

Το Πολυτεχνείο

Στις 14 Νοέμβρη του 1973, ημέρα Τετάρτη, γίνεται συνέλευση στη Νομική. Μίλησαν αρκετοί, τέλειωσε την ομιλία της και η Ιωάννα Καρυστιάνη, εγώ ήμουν στα σκαλοπατάκια κρατώντας την ντουντούκα, και δίπλα μου ήτανε ο Λυγερός. Τότε έρχεται ο Γαβριήλ, ο οποίος είχε περάσει πριν από το Πολυτεχνείο, όπου γινότανε μια συνάντηση τοπογράφων, τίποτα ιδιαίτερο, και κλείνοντάς μας το μάτι λέει, «Σφάζουν τ’ αδέλφια μας στο Πολυτεχνείο». Τότε σταματάμε τη συνέλευση και βγήκαμε στους δρόμους. 350 άτομα κατεβαίνουμε την Σόλωνος, μπροστά είναι ο Νίκος ο Λιβέριος και ο Κουμάνταρος. Φτάνουμε στο Πολυτεχνείο και μπαίνουμε μέσα. Ο Λάμπρος ο Τσάνος, ένας μπρατσωμένος συμφοιτητής μας, βουτάει ένα νεράντζι και το πετάει απέναντι σε κάτι αστυνομικούς. Κόβουν κι αυτοί μερικά και ανταποδίδουν. Άρχισε να μαζεύεται κόσμος, κλείσαμε τις πόρτες, αυτό ήτανε….

Μετά ξεκίνησε το μέσα, δραστηριοποιήθηκαν οι επιτροπές αγώνα, μπήκαμε μπροστά αυτοί που είχαμε βγει από τις φυλακές. Εκεί έγινε μια άτυπη επιτροπή, γιατί έπρεπε να γίνουν εκλογές σ’ όλες τις σχολές. Την Πέμπτη είχε φτιαχτεί ο σταθμός, είχαν μπει μικρόφωνα. Προς το βράδυ όλες οι σχολές είχαν βγάλει αντιπροσώπους και έτσι έγινε η σύγκληση της Συντονιστικής. Έξω από την αίθουσα υπήρχε φρουρά. Ο Στέλιος Παππάς ανέλαβε τα γραφειοκρατικά. Έγινε μια σύσκεψη πίσω από την Αρχιτεκτονική. Εγώ, ο Θανάσης Τσούρας με τον Νίκο Μιχαλόπουλο, και ο Αλαβάνος με τον Παριανό.

Ψηφίζω εγώ υπέρ της κατάληψης και ο Αλαβάνος με τον Παριανό κατά. Ο Θανάσης με τον Νίκο ζητάνε χρόνο μέχρι να έρθουν σε επαφή με την οργάνωση τους. Πήγαν αυτοί και βρήκαν τον Χαραλαμπόπουλο και τον Λιβάνη και αποφασίζουν υπέρ της κατάληψης, κι έτσι διαμορφώθηκε το τελικό 3-2. Αυτό ήταν το περίφημο κουκί! Πήγα στη συντονιστική και είπα στον Λυγερό ότι πάρθηκε η απόφαση να μείνουμε, και τότε ο Λυγερός είπε ότι όποιος τολμήσει να πει φεύγουμε, θα τον καταγγείλουμε ότι είναι χαφιές. Μετά ο βασανιστής Σπανός είχε λυσσάξει να μάθει από τους συλληφθέντες ποιοι ήταν στο κουκί. Τον φουκαρά τον Τσούρα τον τσακίσανε στο ξύλο για να τους πει, αλλά δεν μίλησε, όπως και τον Λαλιώτη.

Ενώ ο Διονύσης Μαυρογένης είχε διαφύγει τη σύλληψη μετά τις 17 Νοέμβρη 1973, και κρυβόταν στα βουνά της Κρήτης (απ’ όπου και η φωτογραφία), καταγγέλθηκε ονομαστικά από την Αντι-ΕΦΕΕ, δηλαδή την ΚΝΕ, ως προβοκάτορας και πράκτορας της Ασφάλειας… Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, δεκάδες συνάδελφοί του, στελέχη τότε του φοιτητικού κινήματος, καταδίκασαν με κοινή δήλωσή τους «τη βρώμικη αυτή ενέργεια».

Την Πέμπτη ήταν ένα πανηγύρι, κάποια στιγμή κατά τις 6-7 η ώρα το απόγευμα, γίνεται μια πορεία πιτσιρικάδων από τη σχολή Ήφαιστος προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί μπήκα μπροστά με ανοικτά τα χέρια να τους σταματήσω, γιατί μπροστά τους ήταν παρατεταγμένες αύρες και θα τους τσακίζανε. Την Παρασκευή κατά τις 8 άρχισαν οι πυροβολισμοί, από το Ακροπόλ και από κάποια υπηρεσία που ήταν στη Στουρνάρη. Έφεραν τον Γιώργο τον Οικονόμου, ο οποίος ήταν περιφρούρηση στην Τοσίτσα, τραυματισμένο στον ώμο, γεμάτο αίματα. Τον πάνε στο Ιατρείο, όπου τον παραλαμβάνει ο Γιώργος ο Παυλάκης και με τα πρόχειρα μέσα που διέθετε κατάφερε να σταματήσει την αιμορραγία. Τον κατεβάσαμε στο ασθενοφόρο για να πάει στο Ρυθμιστικό.

Κατά τις 11 το βράδυ έρχεται η αδελφή μου η Αυγερινή με τον Τάσο τον Σταματογιαννόπουλο. Στην πύλη φρουρά ήταν ο Ηλιόπουλος, όπου του ζητάει να με δει. Μετά από κάποια ώρα συναντιόμαστε, μου λέει ότι έχουν παρκάρει το αυτοκίνητο του Τάσου σ’ έναν δρόμο κάθετο της Στουρνάρη. Κατεβαίνουμε, κι εκεί που έχει παρκάρει απέναντι υπάρχει το σπίτι ενός φίλου τους οικοδόμου. Μπαίνουμε μέσα εγώ, η Μέλπω Λεκατσά, η Γώγα Κατωπόδη, ο Λουκάς Ζαράχης, ο Σπύρος Γεωργάτος και ο Αρτέμης Ροζάκης. Κάποια στιγμή αργότερα κατεβαίνουμε και μπαίνουμε στο αμάξι και ανεβαίνουμε τη Λ. Αλεξάνδρας. Στο ύψος της Σόνιας είδαμε να κατεβαίνουν τα τανκς. Φτάσαμε Ζωγράφου, στο σπίτι του Σταματογιαννόπουλου. Ακούγαμε τον σταθμό μέχρι που σταμάτησε. Το πρωί ένας-ένας άρχισε να φεύγει, εμένα με πήρε η δικηγόρος Φιλάνθη Ψυρρή και με πήγε στην κλινική Άγιος Παντελεήμονας στην Ασκληπιού και Ναυαρίνου γωνία. Πριν είχε πάει στον Πειραιά και μου είχε βγάλει εισιτήριο για Κρήτη.

Οι μήνες της παρανομίας

Την Κυριακή 18 Νοέμβρη με πάνε στο Πειραιά και μπαίνω στο καράβι με προορισμό το Ηράκλειο, όπου έμενε ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν δικαστικός. Έμεινα μόνο ένα βράδυ και την επόμενη μέρα με πήγαν στο οδοντιατρείο του Φίλιππα Λαμπρινού. Εκεί κάθισα ένα μήνα. Ήρθα σε επαφή με τον Επιτροπάκη και τον Χριστοδουλάκη και αποφασίστηκε να πάω στο Μιτάτο Ρίζικας, πάνω από την Αγία Γαλήνη. Με πήγαν και με άφησαν στο δρόμο για Τυμπάκι. Εκεί με παρέλαβε ο Μάνος, που ήταν αντάρτης του Πετρακογιώργη, και από ’κεί αρχίζει η εποχή της παρανομίας.

Στις 10 Φλεβάρη του 1974, στις 2 το μεσημέρι, ανοίγω το ραδιόφωνο ν’ ακούσω τη «Φωνή της Αλήθειας» και μένω άναυδος ακούγοντας να με αποκαλούν πράκτορα! Κατά τον Μάη του 1974 έρχεται ο Επιτροπάκης και με πάει προς το Λιβυκό, στο χωριό Βαχός, κοντά στη Βιάννου. Από εκεί μετά από λίγες μέρες κατέληξα στην Άρβη, σε μια έρημη παραλία, το Κερατόκαμπο, σε μια καλύβα, κι ένας ψαράς μου έφερνε ψάρια για να μπορώ να επιβιώσω. Εκεί με βρήκαν τα γεγονότα της Κύπρου και μπόρεσα να γυρίσω Αθήνα.

* Ο Διονύσης Μαυρογένης είναι φαρμακοποιός. Είχε εκλεγεί μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!