Τα αμερικανικά ΜΜΕ σνόμπαραν το γεγονός και ο Μαρκ Τόνερ, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προέβη σε μια εμπιστευτική δήλωση με την οποία τόνιζε ότι ο «εξέχων εκπρόσωπος του ημισφαιρίου παραμένει ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών» (με έδρα την Ουάσιγκτον). Πόσο αντικειμενική είναι η δήλωση του Αμερικανού αξιωματούχου; Προφανώς καθόλου.
Διότι η σύγκλιση τόσων κρατών φανερώνει, όσο κι αν δεν θέλει να το αναγνωρίσει η αμερικανική διπλωματία, δύο τουλάχιστον πράγματα: Πρώτον, ότι έ χει καταρρεύσει η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και δεύτερον ότι οι γεωπολιτικές αλλαγές που έχουν συμβεί την τελευταία δεκαετία στο δυτικό ημισφαίριο ή «πίσω αυλή», το πάλαι ποτέ, των ΗΠΑ τείνουν να σταθεροποιηθούν. Και είναι κοινή ομολογία ότι βασικό ρόλο παίζουν οι πιο ριζοσπαστικές κυβερνήσεις της Λ. Αμερικής, κυρίως της Βενεζουέλας.
Τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στη Λ. Αμερική, που αντανακλάται στη δημιουργία της CELAC, μπορούν να συνοψιστούν: στην απόρριψη της πολιτικής των ασύδοτων αγορών, της απορρύθμισης, των ιδιωτικοποιήσεων και της ελαχιστοποίησης του δημόσιου τομέα. στην εκδίωξη του ΔΝΤ, που ήταν ο φορέας αυτής της πολιτικής, από ορισμένες χώρες και στη στάση πληρωμών προς τους δανειστές, στη διαγραφή χρεών.στη στροφή των κυβερνήσεων, ιδίως του πιο ριζοσπαστικού προσανατολισμού, προς τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας με την αναίρεση των βασικών δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Η καινούργια κατάσταση που δημιουργήθηκε οδήγησε σε «αλλαγή παραδείγματος» που επηρέασε όλες τις χώρες της περιοχής, ακόμη και αυτές με αυταρχικές δεξιές κυβερνήσεις και σε τάσεις ανεξαρτητοποίησης από τις ΗΠΑ. Έτσι έφυγε άπρακτος ο Τζ. Μπους το 2005, όταν προσπάθησε να προωθήσει τη Συμφωνία για το Ελεύθερο Εμπόριο στη Β. και Ν. Αμερική (επέκταση της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου), ενώ περιορίστηκε σημαντικά η πολιτική παρέμβαση των ΗΠΑ.
Ο «τρίτος δακτύλιος»
Οι 33 χώρες που αποφάσισαν να συνεργαστούν έχουν πληθυσμό 600 εκατομμυρίων κατοίκων και το τρίτο μεγαλύτερο ΑΕΠ του κόσμου. Η περιοχή διαθέτει μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και είναι η πρώτη και η τρίτη στον κόσμο σε παραγωγή τροφίμων και ενέργειας αντιστοίχως.
Η δημιουργία της CELAC βασίστηκε σε διαπεριφερειακά σώματα που δημιουργήθηκαν την τελευταία 20ετία, όπως το εμπορικό μπλοκ των χωρών του νότιου κώνου (Mercosur), το Σύμφωνο των Άνδεων (εμπορικού χαρακτήρα), η Μπολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της Αμερικής (ALBA – 2005) και η Ένωση Κρατών της Ν. Αμερικής (UNASUR-2008). Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν, στο πλαίσιό της η ALBA και η UNASUR, ως νέα και διακριτά σχέδια προς τη συγκρότηση μετα-ηγεμονικών και μετα-εμπορικών περιφερειακών τάξεων πραγμάτων, δημιουργώντας ένα πλαίσιο συνεργασίας μέσα στο οποίο αναπτύσσεται μια «οριζόντιου είδους» ολοκλήρωση, στην οποία δεν φαλκιδεύεται η εθνική κυριαρχία.
Η ALBA συνιστά ένα αντιιμπεριαλιστικό, εν γένει αντικαπιταλιστικό μπλοκ εννέα χωρών, με κοινό νόμισμα, το σούκρε, και δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Κούβας και της Βενεζουέλας. Αντιπροσωπεύει, δε, μια συνεργασία μέσω διακυβερνητικών συμφωνιών και όχι υπερεθνικών θεσμών που υποστηρίζει έργα κοινωνικής πρόνοιας στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας και της στέγης, με συμμετοχή λαϊκών οργανώσεων και με κρατικά προγράμματα, ενώ προωθεί τις ανταλλαγές προϊόντων (αντιπραγματισμό) και όχι το εμπόριο.
Η UNASUR, μια ένωση με φιλοδοξίες τύπου Ε.Ε., όταν άρχισαν οι διαδικασίες δημιουργίας της με βραζιλιάνικη πρωτοβουλία, στράφηκε λιγότερο προς το εμπόριο και περισσότερο προς τις περιφερειακές υποδομές, και κυρίως προς τον περιορισμό της παρέμβασης των ΗΠΑ στην περιοχή. Αποτελεί μια ετερόκλητη ομαδοποίηση κρατών στην οποία συμμετέχουν πλέον και οι πιο πιστοί φίλοι των ΗΠΑ, όπως η Κολομβία. Σύμφωνα με τον Βενεζουελάνο Λ. Μπιλμπάο, του κόμματος του Τσάβες, η συμμετοχή τους εκφράζει τις ανάγκες και τμημάτων της εγχώριας αστικής τάξης να αντισταθούν στην οικονομική λεηλασία που προκαλεί και σ’ αυτές η καπιταλιστική κρίση. Εξ ου και η αρχικά απρόθυμη Βραζιλία, με δήλωση της προέδρου της, ζητά την επιτάχυνση της δημιουργίας Τράπεζας του Νότου, ώστε να περιοριστεί η εξάρτηση των παραγωγικών κλάδων της περιοχής από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα (19/12).
Σε πολιτικό -διπλωματικό επίπεδο η UNASUR -σε αντίθεση με τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ) που κηδεμονεύεται από την Ουάσιγκτον- έπαιξε βασικό ρόλο στην επίλυση στρατιωτικών κρίσεων μεταξύ του Εκουαδόρ και της Κολομβίας, καθώς και της Βενεζουέλας και της Κολομβίας. Επίσης, υπερασπίστηκε την κυβέρνηση του Βολιβιανού Ε. Μοράλες, όταν επιχειρήθηκε η αποσταθεροποίησή της το 2008, κράτησε σταθερή στάση στην καταδίκη του πραξικοπήματος στην Ονδούρα και αντιστάθηκε στο σχέδιο επέκτασης των αμερικανικών βάσεων στην Κολομβία. Δεν έχουν, ίσως, άδικο πολλοί σχολιαστές που θεωρούν πως η CELAC θα αποτελέσει το οριστικό πλήγμα στον αμερικανοκρατούμενο και ανυπόληπτο ΟΑΚ.
Η CELAC θεωρείται από πολλούς ο «τρίτος δακτύλιος» της περιφερειακής ολοκλήρωσης στη Λ. Αμερική. Όπως είναι προφανές, περικλείει διαφορετικών ιδεολογικο-πολιτικών προσανατολισμών σχέδια που συμπίπτουν, όμως, στη βάση της περιφερειακής αυτονομίας από τις ΗΠΑ και της περιφερειακής κυριαρχίας, αλλά και στην αντιμετώπιση των αλλαγών που συμβαίνουν στον κόσμο, κυρίως των επιπτώσεων που συνδέονται με την κρίση των ΗΠΑ και της Ε.Ε.
Η CELAC δίνει τη δυνατότητα μιας μεγάλης αγοράς, διαπραγματευτική ισχύ στους διεθνείς οργανισμούς, δημιουργεί μια μεγάλη δεξαμενή επενδύσεων που μπορεί να αντιμετωπίσει τη δύναμη των υπερεθνικών επενδυτών και θεωρείται ότι θα ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις από μια πιθανή ευρωπαϊκή κατάρρευση. Είναι φανερό, λοιπόν, πως παρέχει μεγάλα πλεονεκτήματα στις αστικές τάξεις της περιοχής εν μέσω κρίσης. Ταυτόχρονα, η ισχυρή θέση της Βενεζουέλας και το μπλοκ της ALBA περιορίζουν τις πιθανότητες να εξελιχθεί σε μια ολοκλήρωση τύπου Ε.Ε. και δίνουν τη δυνατότητα στις χώρες να αποτινάξουν την εξάρτησή τους από τις εξαγωγές πρωτογενών προϊόντων, όπως το πετρέλαιο, τα τρόφιμα και τα ορυκτά, εξάρτηση που τις καθιστά ευάλωτες.
Τροφή για σκέψη…
Οι εξελίξεις στην περιφερειακή ολοκλήρωση στη Λ. Αμερική είναι περίπλοκες, έχουν μακρά ιστορία και η έκβαση δεν είναι ακόμη βέβαιη, μπορούν όμως να αποτελέσουν τροφή για σκέψη στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες της ένταξης στο ευρώ και στο αντιδημοκρατικό θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε. Μια βαθιά πολιτική μεταβολή σε μία χώρα (το παράδειγμα της Βενεζουέλας), η στάση πληρωμών προς τους δανειστές και η εκδίωξη του ΔΝΤ από μια άλλη (το παράδειγμα της Αργεντινής) πυροδότησαν πολιτικές και οικονομικές αλλαγές σε μια ολόκληρη περιοχή, η οποία αποδεσμεύεται από την πολιτική και οικονομική επικυριαρχία των ΗΠΑ.
Το παράδειγμα της Λ. Αμερικής δίνει, επίσης, απάντηση σε όσους καταστροφολογούν στην Ελλάδα για τη στάση πληρωμών προς τους δανειστές και την έξοδο από την Ευρωζώνη, ακόμη και σε όσους επικαλούνται την αύξηση των «εθνικών κινδύνων» ως απόρροια μιας τέτοιας εξόδου. Μέσα σε μια δεκαετία και κάτι πολλές χώρες της Λ. Αμερικής, αποδεσμευόμενες από τις ΗΠΑ, μπόρεσαν να αναστρέψουν καταστροφικές συνέπειες πολλών δεκαετιών. Καμία από αυτές δεν απομονώθηκε, ούτε έγινε «Αλβανία» ή «Β. Κορέα». Αντιθέτως, όσες έμειναν υπό αμερικανική κυριαρχία, όπως το Μεξικό, υφίστανται κοινωνική και οικονομική διάλυση, πολέμους στρατού και ναρκοσυμμοριών με χιλιάδες δολοφονίες αθώων, εκμετάλλευση μέχρι θανάτου στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες σαν αυτές που η Ε.Ε. σχεδιάζει και για την Ελλάδα. Ενώ, τα περιφερειακά σώματα της Λ. Αμερικής κατάφεραν να επιλύσουν κρίσεις και συνοριακές διενέξεις που η ΕΟΚ/Ε.Ε. στα πενήντα και πλέον χρόνια της ύπαρξής της όχι μόνο δεν έλυσε, αλλά οδήγησε σε πολέμους, όπως στη Γιουγκοσλαβία.
Είναι κοινότοπο να πούμε ότι οι λαοί των χωρών της Λ. Αμερικής δεν έχουν απαλλαγεί από την εκμετάλλευση. Επίσης, είναι κοινότοπο να πούμε ότι οι συνθήκες καλύτερης ζωής για τους εργαζόμενους σε αρκετές χώρες δεν είναι κάτι οριστικό και παγιωμένο. Κατέκτησαν όμως σχετικά πιο ευνοϊκό συσχετισμό δύναμης για να αγωνιστούν εναντίον των κοινωνικών αντιπάλων τους και των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τόσο σε τοπικό/περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο.