Εκ πρώτης όψεως ο όρος «κοινωνική οικονομία» ηχεί ως ταυτολογία. Η οικονομία είναι εξ ορισμού κοινωνική. Οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούν τον πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων και εν πολλοίς τις καθορίζουν.

Ωστόσο, ο σύγχρονος όρος κοινωνική οικονομία, κράμα σοσιαλδημοκρατικών προσεγγίσεων περί τρίτου δρόμου και «κοινωνίας των πολιτών» (βλέπε Άντονι Γκίντενς) αλλά και φιλελεύθερων διακηρύξεων ενάντια στον «κρατικισμό», περιγράφει έναν τρίτο τομέα οικονομικής δραστηριότητας, πέρα από τους ιδιώτες μικρούς ή μεγάλους καπιταλιστές και το «συλλογικό καπιταλιστή», το κράτος. Θεωρητικά, το στοιχείο που διαφοροποιεί τον «τρίτο τομέα» είναι ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας του και ο κοινωνικός σκοπός των υπηρεσιών ή των αγαθών που παρέχει. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το ασαφές πεδίο συνυπάρχουν δραστηριότητες που κυμαίνονται από την καθαρή κερδοσκοπία μέχρι την εθελοντική, φιλανθρωπική και πάντως άμισθη εργασία.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, από τους πιο πρωτόγονους μέχρι τον καπιταλισμό, υπήρχαν πεδία και μορφές «αλληλέγγυας» οικονομίας, οργανωμένης άλλοτε με βάση το μικρό κέρδος και άλλοτε στο πλαίσιο μιας «οικονομίας του δώρου». Πολύ πριν την δημιουργία των θεσμών του κοινωνικού κράτους, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις ήσαν οι μόνες δομές πρόνοιας για τα «απορρίμματα» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης π.χ. στη βικτωριανή Αγγλία. Και πολύ πριν τη διαμόρφωση των σύγχρονων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, συνεταιρισμοί παραγωγών διένειμαν ισότιμα ή κατ’ αναλογία στα μέλη τους το προϊόν της παραγωγής.
Συνεταιρισμοί αλληλέγγυας, εναλλακτικής οικονομίας, όπως οι καταναλωτικοί, δημιουργούνται ακόμη και από δομές του εργατικού κινήματος και μια ιδιαίτερη κατηγορία τους –τα ταμεία αλληλεγγύης– αποτέλεσε τον πυρήνα του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος.
Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για την «κοινωνική οικονομία» κομίζουν γλαύκαν εις Αθήνας. Η οργάνωση και χρηματοδότηση του λεγόμενου «τρίτου τομέα» της οικονομίας αποτελεί κατεύθυνση του ΟΟΣΑ και πολιτική της Ε.Ε. εδώ και μια εικοσαετία και υπακούουν στη φιλοσοφία της αποδέσμευσης του κράτους από τις υποχρεώσεις μιας στοιχειώδους προνοιακής πολιτικής. Υπολογίζεται ότι στην Ε.Ε. «κοινωνικές» θεωρούνται ήδη το 10% των επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι μέχρι το 2013 θα διατεθούν πάνω από 200 εκατ. από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους σε δραστηριότητες του «τρίτου τομέα», ενώ η υπουργός Εργασίας ανακοίνωσε τη δημιουργία «Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας» με πόρους 100 εκατ. για τη χρηματοδότηση αντίστοιχων επιχειρήσεων. Η κατεύθυνση που δίνεται είναι σαφής: αντικείμενα της εναλλακτικής επιχειρηματικότητας μπορεί να είναι η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, η άθληση, η παροχή βοήθειας σε ηλικιωμένους και άτομα με ειδικές ανάγκες, η στήριξη και διακίνηση παραδοσιακών προϊόντων. Δηλαδή, κοινωφελείς δραστηριότητες που αναπτύσσονται ήδη ή θα έπρεπε να αναπτύσσονται από κρατικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα των δήμων.
Έτσι, μορφές μιας εναλλακτικής οικονομικής κουλτούρας που θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στο «μοντέλο της απληστίας», έστω και για παιδαγωγικούς λόγους, χρησιμοποιούνται ως μοχλοί συρρίκνωσης του κράτους και των κοινωνικών δαπανών του, ως μέσα απόκρυψης της πραγματικής ανεργίας αλλά και ως εργαλεία εκμαυλισμού ατόμων αλλά και συλλογικών φορέων, όπως πολλές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που από συμπαραστάτες αναξιοπαθούντων μετατρέπονται σε μικρομάγαζα ενθυλάκωσης κρατικών πόρων και ιδιωτικών προσφορών.

Σάιλοκ

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!