Του Βασίλη Ξυδιά*
[Πολλά λείπουν και πολλά χρειάζονται. Και το ξέρουμε ήδη καλά πως η πραγματικότητα δεν έχει μονοδρόμους· πως η Iστορία ποτίζεται από πολλά και ασύμβατα μεταξύ τους ρυάκια. Όμως, ας μην κρυβόμαστε. Μια συντεταγμένη συζήτηση σαν αυτή που έχει ανοίξει ο Δρόμος της Αριστεράς δεν έχει νόημα, παρά μόνο για να τιθασεύσει την ασυμβατότητα και την πολυμορφία, φέρνοντάς τις στα όρια της ηθελημένης-στοχευμένης δικής μας πράξης. Να εντοπίσει δηλαδή το επιχειρησιακά καίριο, με την ελπίδα ότι παρ’ όλες τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις ελλείψεις (θεωρητικού και πολιτικού χαρακτήρα) είναι όντως δυνατόν να υπάρξει «εδώ και τώρα» ένας κοινός τόπος στον οποίο να μπορούν εμπράκτως να συγκλίνουν οι ιδέες, τα σχέδια και οι πράξεις πολλών από μας που τώρα σκεφτόμαστε, προγραμματίζουμε και δρούμε χώρια. Και είναι αυτό που θα κάνει τη διάφορα στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας.]
Ξεκινώ απ’ αυτό που στον Δρόμο της Αριστεράς θεωρούμε ως κεντρικό ζητούμενο. Ένα «πολιτικό κίνημα διεξόδου». Που δεν αυτοπροσδιορίζεται σε αναφορά με ό,τι ως σήμερα γνωρίσαμε ως «Αριστερά», περιλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε αναφορά με την ανάγκη να σωθεί και να βγει από την κρίση η χώρα. Αυτό σημαίνει δύο τινά: (α) μια εναλλακτική εθνική στρατηγική σε αντιπαράθεση προς αυτήν των μνημονίων – όπου η έμφαση δεν είναι πλέον στην αντίθεση στα μνημόνια, αλλά στη θετική χάραξη μιας εναλλακτικής πορείας· (β) το πολιτικό υποκείμενο που θα αποτελέσει τον φορέα χάραξης και εφαρμογής αυτής της στρατηγικής.
Έχω την εντύπωση ότι οι βασικοί άξονες της στρατηγικής πρέπει να θεωρούνται σε γενικές γραμμές δεδομένοι: ανατροπή του πολιτικού συστήματος, πραγματική δημοκρατία, κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση, όσον αφορά το εσωτερικό· διεθνής σεισάχθεια και γεωστρατηγικός αναπροσανατολισμός της χώρας όσον αφορά το εξωτερικό. Μέσα από το αντιμνημονιακό κίνημα των προηγουμένων ετών έχουν ήδη προκύψει βασικές ιδέες και πρωτοβουλίες που εξειδικεύουν τους άξονες αυτούς, όπως π.χ. η πρωτοβουλία της Ζ. Κωνσταντοπούλου για το χρέος, η πρωτοβουλία για ριζική συνταγματική αλλαγή, η ιδέα της ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης από την ομάδα που προέβη πρόσφατα στη σύσταση του ΙΝΕΠΑ, οι διάφορες προτάσεις εξόδου από την ευρωζώνη σε συνδυασμό όμως μ’ έναν γενικότερο εθνικό αναπροσανατολισμό όχι μόνο της οικονομίας, αλλά συνολικά της χώρας κ.λπ, κ.λπ. Όλα αυτά πρέπει να συζητηθούν σε βάθος, να εξειδικευθούν ακόμα περισσότερο, όχι για να καταλήξουμε υποχρεωτικά στη μία ή στην άλλη άποψη -αυτό δεν φαίνεται τούτη την ώρα εφικτό-αλλά για να οριστεί το βασικό πλαίσιο των παρατιθέμενων ιδεών από το οποίο θα μπορέσει τελικά να προκύψει μια συνεκτική στρατηγική όταν τα πράγματα θα ωριμάσουν.
Για να υπάρξει, όμως, μια τέτοια συζήτηση, και να μη μείνει υπόθεση κάποιων στρατευμένων ομάδων ή αποκομμένων διανοουμένων «από τα πάνω», είναι σημαντικό να μπολιάσει και να μπολιαστεί «από τα κάτω». Πρέπει δηλαδή να γίνει με όρους παράλληλης συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή. Γι’ αυτό και δεν έχει νόημα η αντιδιαστολή «μεγάλης» κεντρικής πολιτικής και «επιμέρους» κινημάτων. Από μια άποψη είναι αυτό ακριβώς που λείπει και που επιτακτικά χρειαζόμαστε. Ο συνδυασμός ενός οιονεί κυβερνητικού προγράμματος με την «εδώ και τώρα» θετική έκφρασή του από τα κινήματα (όχι στο σύνολό του, εννοείται, αλλά σε κάποιες καίριες πλευρές του). Είναι οι δύο όψεις (το software και το hardware) μιας ενιαίας ιστορικής κίνησης. Αλλιώς λογαριάζουμε χωρίς τον ξενοδόχο.
Μπορώ να φανταστώ δύο, κυρίως, πηγές αυτής της συγκρότησης: (α) τα σπαράγματα του καθημαγμένου αντιμνημονιακού κινήματος της προηγούμενης περιόδου – όσα απ’ αυτά είναι σε θέση να ανταποκριθούν στη μεγάλη πρόκληση ξεπερνώντας ιδεολογικές ή άλλες αγκυλώσεις· (β) τις νέες δυνάμεις που θα προκύπτουν διαρκώς μέσα από τις κοινωνικές αντιστάσεις και τις δράσεις αλληλεγγύης που προκαλεί η εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής – όσες απ’ αυτές τις δυνάμεις είναι σε θέση να ξεπεράσουν τον κρατικιστικό διεκδικητισμό και τον απολιτίκ εναλλακτισμό. Ίσως υπάρχουν και άλλα, αλλά έχω την εντύπωση πως το κρίσιμο πρόβλημα είναι η εκβολή των δύο αυτών πηγών σε μία κοινή πολιτική κοίτη.
Θα βοηθούσε ίσως σ’ αυτό η σύσταση ενός χαλαρού πολιτικο-οργανωτικού σχήματος που θα λειτουργούσε όχι σαν ενιαίος οργανισμός (μέτωπο, οργάνωση κ.τ.ό.) αλλά ως κοινή «πολιτική ομπρέλα» για να στεγάσει τη στρατηγική διαβούλευση από τη μια, και την ανάληψη κοινών ή παράλληλων κινηματικών δράσεων από την άλλη.
*Ο Βασίλης Ξυδιάς είναι εκπαιδευτικός