Τις τελευταίες ημέρες, σχεδόν μονοπωλεί και πάλι το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας το φαινόμενο της «έκρηξης» της βίαιης συμπεριφοράς των ανηλίκων. Δραματοποιημένες εικόνες και διάλογοι με μουσικά background τρόμου και απειλής κατακλύζουν τους τηλεοπτικούς μας δέκτες και μια νέα γιγάντια κοινωνική απειλή ενδοβάλλεται τόσο στο ατομικό, όσο και στο συλλογικό μας ασυνείδητο: το παιδί του Άλλου. Το παιδί του Άλλου είναι απειλή.

Στο πλαίσιο αυτό το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, που χρόνια τώρα και ειδικά μετά την μνημονιακή κρίση πουλάει «ασφάλεια» για να εξασφαλίσει την επιβίωση και την αχαλίνωτη «ελευθερία» του, βρίσκει την καλύτερη ευκαιρία του. Ο μηχανισμός είναι γνωστός και σχεδόν αρχετυπικός στην κοινωνική κυριαρχία. Καλλιεργούμε τον φόβο και μετά πουλάμε ασφάλεια, δηλαδή αυξάνουμε την καταστολή και την επιτήρηση, διαιωνίζοντας έτσι την κυριαρχία μας. Αλλά, τα δελτία ειδήσεων δεν μπορεί να είναι Νετφλιξ.

Μπορεί να μας αιφνιδιάζει αυτό, αλλά αν εξετάσει κανείς με ψυχραιμία τους αντικειμενικούς δείκτες για τη νεανική παραβατικότητα θα διαπιστώσει ότι η μιντιακή αποτύπωση της πραγματικότητας, για μια ακόμη φορά, έχει μόνο κάποια μικρή σχέση με την πραγματική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ και όπως δήλωσε ο Γιώργος Νικολαϊδης, ψυχίατρος και διευθυντής του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, την τελευταία 15ετία υπήρξε όντως μια αυξηση των κρουσμάτων νεανικής βίαιης παραβατικότητας, η οποία συντελεστηκε στα χρόνια της Μνημονιακής Κρίσης από το 2009 έως το 2012. Αμέσως μετά έχουμε μια σταθεροποίηση των κρουσμάτων, ενώ στην περίοδο της πανδημίας εύλογα εμφανίζεται μείωση –όλα τα εγκλήματα μειώνονται στην περίοδο της πανδημίας, καθώς δεν υπάρχει πλέον δημόσιος χώρος– και το 2022, 2023 παρουσιάζεται και πάλι μια ανάκαμψη των κρουσμάτων, που επιστρέφουν όμως στα επίπεδα του 2018, 2019. Την ίδια εικόνα έχουμε και απο την πιο συστηματική μέτρηση του φαινομένου, που διεξάγει το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, με βάση επιλεγμένα δείγματα μαθητών που μιλάνε για τις εμπειρίες τους εμπλοκης σε βίαια συμβάντα μέσα από ανωνυμα ερωτηματολόγια.

Τι μας δείχνουν λοιπόν τα αντικειμενικά ποσοτικά δεδομένα; Ότι το φαινόμενα δεν έχει τέτοια έκταση όπως εμφανίζεται στα Μέσα.

Οπότε το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί τα Μέσα επιμένουν να προβάλλουν μια εικόνα ότι ξαφνικά τα παιδιά μας έχουν γίνει, τόσο άγρια, τόσο επιθετικά και τόσο βίαια; Γιατί μας προβάλλουν την ιδέα ότι τα παιδιά μας είναι τέρατα;

Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται, εν μέρει, στον αρχετυπικό μηχανισμό καλλιέργειας του φόβου στην αρχή και ανακούφισης του στη συνέχεια με διάφορες τεχνολογίες ασφάλειας / κυριαρχίας / καταστολής / επιτήρησης.

Ίσως δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος τρόπος επίλυσης του προβλήματος της νεανικής παραβατικότητας, δηλαδή με αύξηση της καταστολής, του νομικού οπλοστασίου, της αυστηροποίησης ποινών ή / και ενοχοποίηση των γονιών ή / και του σχολείου, ακριβώς επειδή δεν ενδιαφέρεται πραγματικά να λύσει το πρόβλημα, αλλά να το αναπαράγει, όπου εφαρμόστηκε –οι ΗΠΑ είναι και πάλι οι πρώτες διδάξασες– είχε ολέθρια αποτελέσματα. Ας φανταστούμε μόνο, όσοι έχουμε ακόμη το μυαλό στο κεφάλι μας και την καρδιά μας στη θέση της, την αποτελεσματικότητα της ιδέας ότι 13χρονα –ή για μερικούς ακόμη και 10χρονα παιδιά– θα πρέπει να εγκλείονται σε σωφρονιστικά ιδρύματα, να φυλακίζονται δηλαδή, για να σωφρονιστούν. Οι ΗΠΑ –που εφάρμοσαν τέτοιες κατασταλτικές «θεραπείες»– κατέχουν σήμερα μια από τις πρώτες θέσεις, ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, στα κρούσματα νεανικής παραβατικότητας.

Είναι γνωστό το αρνητικό σπιράλ που αναπτύσσεται όταν η «θεραπεία» ενός προβλήματος αρρωσταίνει περισσότερο απ’ ότι το πρόβλημα και πως η διαρκής αύξηση της «θεραπευτικής» δόσης, απλά μεγεθύνει το πρόβλημα.

Σ΄ ένα βαθύτερο επίπεδο ανάλυσης αυτό που εξυπηρετείται από την μεγέθυνση του φαινομένου είναι η ενσωμάτωση και εδραίωση της κυρίαρχης κοινωνικής αναπαράστασης – δηλαδή του εσωτερικευμένου, εν πολλοίς ασυνείδητου, Οδηγού με τον οποίο οι άνθρωποι πορεύονται στη ζωή τους.

Ο Οδηγός αυτός διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, από την οικογένεια και το σχολειό έως τα πολιτικά και κοινωνικά μέγα-συστήματα και «μολύνει» τον ανθρώπινο ψυχισμό. Τι ορίζει αυτός ο Οδηγός; Και σε τι, με άλλα λόγια, η οικογένεια, το σχολείο αλλά και όλα τα άλλα Συστήματα εκπαιδεύουν τα παιδιά;

  1. Ότι μόνο ο ισχυρός, όχι μόνο επιβιώνει, αλλά και ανταμείβεται για την ισχύ του. Ας κοιτάξουμε μόνο ποιους ισχυρούς κατ’ επανάληψιν εκλέγουμε και επιβραβεύουμε για την επιτυχία της ισχύος τους. Άλλωστε, το κοινό χαρακτηριστικό των περιστατικών νεανικής βίας είναι το να δείχνω στην κοινότητα πόσο «μάγκας» είμαι και πόσο δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν.
  2. Ότι ο αδύναμος είναι ατομικά υπεύθυνος για την αδυναμία του και ότι είναι δίκαιο να πληρώσει το εύλογο τίμημα γι’ αυτήν. Ας σκεφτούμε πως συμπεριφέρθηκε η ελληνική κοινωνία ή μάλλον οι θεσμοί της στους αδύναμους της μνημονιακής λεηλασίας.
  3. Ότι η κοινωνία μας είναι εκ φύσεως ακραία ανταγωνιστική, αφού αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό τα παιδιά μας χρειάζεται να αισθάνονται διαρκώς απειλούμενα από τους ανταγωνιστές άλλους. Κάπως έτσι μετατρέψαμε τα σχολειά μας σε «στίβους για άλογα κούρσας» προς τον τερματισμό των Πανελλήνιων εξετάσεων.
  4. Ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της πιθανής απειλής είναι το «πρώτο χτύπημα», με μια «λογική» που λέει «πόνεσε τους πριν σε πονέσουν», «πλήγωσέ τους πριν σε πληγώσουν», «εγκατέλειψε πριν σ’ εγκαταλείψουν», «νίκησε πριν σε νικήσουν» ή «έλεγξε πριν σε ελέγξουν». Αυτό δεν διδάσκει η περιρρέουσα πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα; Ιδιαίτερα μάλιστα, η αυτή η τελευταία στις μέρες αυτές.

Πρόκειται για έναν Οδηγό οργανωμένης παρανοειδούς ή παραληρηματικής ψυχοπαθολογίας, που επειδή έχει ευρύτατο επιπολασμό διαθέτει και ακατάβλητη κοινωνική νομιμοποίηση και κανονικότητα. «Έγινε η παράνοια συνήθεια μας», που θα έλεγε και ο ποιητής.

Συνεπώς, η μόνη λύση μας, δεν είναι η τηλεοπτική μεγέθυνση του φαινομένου, ούτε η αύξηση της ποινικής ή άλλης καταστολής και της κυριαρχίας. Η μόνη λύση είναι να εκπαιδεύσουμε ξανά τα παιδιά μας στην εμπιστοσύνη, να εκπαιδεύσουμε εκ νέου τον εαυτό μας και τα παιδιά μας στην Αγάπη. Έστω στην μικρή μας κλίμακα.

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι MSc. Αναπτυξιακός και Κοινωνικός Ψυχολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!