Ελένη εσύ,
εξιλαστήριο θύμα πατριαρχίας…
…Στο πρόσωπό σου βρίσκουν μια παρηγοριά
όλες εκείνες που τις κατηγόρησαν
κι έπειτα τις δολοφόνησαν
για να καλύψουν εαυτόν και τα δικά τους λάθη,
Δικαίωση είναι κι αυτό
κι ας μη σου δίνει πίσω τα νιάτα που σου στέρησαν
με θάνατο.
Τσαμπίκα Χατζηνικόλα, Ελένη χωρίς δικαίωση
Μέρες Πασχαλινές και διαβάζω τη νέα ποιητική συλλογή της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, «Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Κι αντί να σας γράψω σήμερα κάποια δικά μου βαθυστόχαστα ή να μιλήσω για ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις που μπορεί να συμβαίνουν γύρω μας, διαλέγω να αφουγκραστώ στίχους.
Που δείχνουν πως (κάποιοι) ποιητές καθόλου δεν σωπαίνουν για όσα συμβαίνουν γύρω μας κι ας χρησιμοποιούμε συχνά τη ρήση του Μπρεχτ: «Mα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί. / Θα λένε: Γιατί σωπαίναν… οι Ποιητές τους;»
Οι καιροί είναι σκοτεινοί και τώρα. Με διαφορετικό σκότος. Συχνά αόρατο. Ένα σκότος που αποκρύβει πως έχουμε μια ψεύτικη ελευθερία.
Οι ποιητές, όταν είναι αληθινοί, βλέπουν το αόρατο. Και μας το μεταφέρουν με τους στίχους τους. Γι’ αυτό πάντα στίχοι συνοδεύουν και τις επαναστάσεις. Κι ας τους ονομάζουμε τότε «συνθήματα».
Έχει ενδιαφέρον –αν παρακολουθήσει κανείς τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή– που δεν διαβάζεται όσο θα έπρεπε και όσο της αξίζει, πως οι γυναίκες έχουν τον πρώτο λόγο.
Και το διαπιστώνω ακόμη μια φορά διαβάζοντας τους στίχους της Χατζηνικόλα, που είναι και μάχιμη εκπαιδευτικός στη Ρόδο.
«Τη νύχτα οι γυναίκες κουβαλούν στην πλάτη τους / τη θλίψη όλου του κόσμου. / Κάθονται στον καναπέ και αφουγκράζονται τη σιωπή. / Κλείνουν τα μάτια και δεν ονειρεύονται»
«Αφού η Άνοιξη / το ξέρεις / αιώνια μοιάζει / κι όμως κρατάει τόσο λίγο»
«Κάποτε προσποιούμαστε για άλλους πως δεν τους αναγνωρίζουμε / κυριευμένοι από τον φόβο των κοινών μας αναμνήσεων / και του παρόντος / με ρίζες που αγκιστρώνονται στο παρελθόν / που / –πόσο θα θέλαμε να– / καθορίζει μόνο το αύριο / όχι το μέλλον. / Κι έπειτα μετανιώνουμε γι’ αυτό»
Και τι να πεις γι’ αυτούς τους στίχους μετά τα Τέμπη;
«Τα τρένα θα γίνουνε ξανά / τα σύμβολα του φόβου. / Θεσσαλονίκη –Άουσβιτς / Θεσσαλονίκη – Αθήνα. / Ίσως και άγνωστος προορισμός. / Κι εμείς δε θα μπορούμε πια να ονειρευόμαστε / σταθμούς σιδηροδρομικούς / και συναντήσεις εραστών. / Καμιά ψευδαίσθηση φυγής / στον ήχο τους καμιά αδημονία / μόνο απελπισία μαύρη.» (Ο Φόβος)
Διαβάζω σε αυτή τη μουδιασμένη άνοιξη και πέφτω πάνω στα Όνειρα:
«Τα όνειρα / είναι η μόνη μας ελπίδα / επιβίωσης / ακόμα κι αν γνωρίζαμε πως/ ό,τι ονειρευτήκαμε / με μάτια ορθάνοικτα γεμάτα φως / θα παραμείνει πάντα μακρινό και άπιαστο. / Και όταν ο απολογισμός / γίνει κοντά στο τέλος / θα πρέπει να μετρήσουμε / αν τα όνειρά μας / έμειναν τέτοια / ή μετατράπηκαν σ’ εφιάλτες.»
Η πολιτική χωρίς ποίηση είναι στεγνή, συντηρητική. Φαγητό χωρίς αλάτι. Αριστερά χωρίς αριστερούς.
Οι στίχοι μπορεί να μην ανατρέπουν καθεστώτα, αλλά και χωρίς τους στίχους τα καθεστώτα δεν ανατρέπονται.
Οι ποιητές μας δίνουν το υλικό. Βγάζουν σπαράγματα από τη ψυχή και το μυαλό τους. Τα μοιράζονται. Δεν σωπαίνουν. «Από τη κραυγή και τη σιωπή προτιμούμε τον λόγο», έλεγε κάποτε ένα φεμινιστικό σύνθημα.
Ο λόγος υπάρχει. Τον ακούμε;