Συνεχίζουμε για τρίτη εβδομάδα την παρουσίαση της συζήτησης μεταξύ του αντιπροέδρου της Βολιβίας Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα και Ευρωπαίων διανοούμενων, που πραγματοποιήθηκε πριν λίγους μήνες στο Παρίσι. Σήμερα παρουσιάζουμε μεγάλο μέρος της παρέμβασης του Ελβετού κοινωνιολόγου Ράζμιγκ Κεουσεγιάν, που πήρε τη σκυτάλη από τον Ετιέν Μπαλιμπάρ. Ο Ράζμιγκ Κεουσεγιάν διδάσκει στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Έχει γράψει μεταξύ άλλων το δοκίμιο για την πολιτική οικολογία «Η φύση είναι ένα πεδίο μάχης» και το «Αριστερό ημισφαίριο. Μια χαρτογράφηση της νέας κριτικής σκέψης». Η παρουσίαση αυτής της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας διεθνούς συζήτησης θα συνεχιστεί και στα επόμενα φύλλα του Δρόμου.
Ο Κεουσεγιάν ξεκινά εξετάζοντας για ποιους λόγους η κρίση της εποχής μας, που σε πολλά σημεία μοιάζει με την κρίση του 1930, δεν επέτρεψε στην ιδέα του κοινωνικού μετασχηματισμού –που βρίσκεται σε ρήξη με τον καπιταλισμό– να κερδίσει την κοινή γνώμη και τις εκλογικές διαδικασίες. Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι μέχρι στιγμής η κρίση φαίνεται να ευνοεί μάλλον την άνοδο αντιδραστικών δυνάμεων, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, παρά την Αριστερά. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζει, οι πολιτικές των κληρονόμων της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας γίνονται όλο και πιο δύσκολα διακριτές από τις πολιτικές της Δεξιάς.
Ενάντια σε κάθε προσδοκία, λέει ο Κεουσεγιάν, η κρίση δεν σήμανε τον κώδωνα του κινδύνου για τον νεοφιλελευθερισμό. Ακόμη χειρότερα, η Αριστερά του κοινωνικού μετασχηματισμού, η λεγόμενη ριζοσπαστική, δεν καταφέρνει να ενισχυθεί σημαντικά μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, διότι δυσκολεύεται να πείσει για το αυτονόητο: ότι δηλαδή ο καπιταλισμός σπέρνει ανεργία και φτώχεια, που γεννούν με τη σειρά τους ρατσισμό και συγκρούσεις. Ας του δώσουμε απευθείας το λόγο για να εκθέσει τις δύο βασικές, κατά τη γνώμη του, αιτίες των δυσκολιών που αντιμετωπίζει σήμερα η ευρωπαϊκή Αριστερά:
Προς τον απο-εκδημοκρατισμό
Πρώτη υπόθεση. Το 1917, στο Κράτος και Επανάσταση ο Λένιν υποστηρίζει ότι η δημοκρατία είναι η καλύτερη μορφή, ή το καλύτερο δυνατό πολιτικό «περιτύλιγμα», για τον καπιταλισμό. Μόλις ο καπιταλισμός ρίζωσε, αυτό το καθεστώς αναδείχθηκε σε ό,τι πιο σταθερό μπορούσε να προκύψει. Πράγματι, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα ο καπιταλισμός και η δημοκρατία προχωρούσαν μαζί. Το 19ο αιώνα, λίγοι ήταν αυτοί που έβλεπαν δυνατή την ένωσή τους σε μοντέλο «δημοκρατικού καπιταλισμού».
Μου φαίνεται ότι ο Λένιν δεν είχε διακρίνει ένα καίριο σημείο: Ότι δηλαδή, για να λειτουργήσει αυτή η συμμαχία μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, ο καπιταλισμός πρέπει να είναι αρκετά δυναμικός στο οικονομικό πεδίο. Η δημοκρατία επιτρέπει στον πληθυσμό να διαμορφώνει τις διεκδικήσεις του για την υγεία, την εκπαίδευση, τη σύνταξη, τις υποδομές… Αν ο καπιταλισμός δεν παράγει αρκετό πλούτο, αν παραμένει στάσιμος ή βρίσκεται σε κρίση, όπως συμβαίνει σήμερα, δεν μπορεί πλέον να ικανοποιεί αυτές τις προσδοκίες.
Σε περίπτωση μακράς οικονομικής κρίσης, ο δημοκρατικός καπιταλισμός έχει δύο εναλλακτικές. Η πρώτη είναι να χρεώνεται όλο και περισσότερο για να διατηρήσει ένα επίπεδο δημόσιων δαπανών το οποίο να του επιτρέπει να ικανοποιεί, τουλάχιστον σ’ ένα βαθμό, τις προσδοκίες του πληθυσμού. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διατήρηση ενός προσωπείου νομιμότητας του κράτους εξαρτάται από το αυξανόμενο χρέος του. Η δεύτερη πιθανή λύση για το κράτος είναι να πάψει σταδιακά να είναι δημοκρατικό, και να κωφεύει στα αιτήματα του πληθυσμού.
Αυτές οι δύο εναλλακτικές είναι ακριβώς η εξέλιξη στα ευρωπαϊκά κράτη αυτή τη στιγμή: μαζική συσσώρευση χρέους και απο-εκδημοκρατισμός. Πρέπει να δούμε λοιπόν ότι αυτά τα δύο φαινόμενα έχουν κοινή αφετηρία. Σε συγκυρία στασιμότητας ή κρίσης του καπιταλισμού διαφαίνεται η ανικανότητα των κρατών να ικανοποιήσουν το επίπεδο των δημόσιων δαπανών που ο πληθυσμός έχει συνηθίσει μεταπολεμικά.
Η συσσώρευση χρέους, αναμενόμενα, ρίχνει τα κράτη στο έλεος των αγορών, οι οποίες θέτουν τους όρους των δανείων, και ακολούθως τα υποχρεώνουν να εφαρμόσουν λιτότητα, δηλαδή να καταστρέψουν τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας. Ο απο-εκδημοκρατισμός, με τη σειρά του, προϋποθέτει οι δημοκρατικοί θεσμοί να χάνουν σε ζωτικότητα και οι λιγότερο δημοκρατικοί να κερδίζουν ισχύ. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στις «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες ή σε θεσμούς απαλλαγμένους κάθε δημοκρατικής πίεσης, όπως τα συνταγματικά δικαστήρια ή τα ελεγκτικά συνέδρια, των οποίων η σπουδαιότητα διαρκώς αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες.
Συμπέρασμα: Διαρρηγνύεται η συμμαχία μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας στην οποία αναφερόταν ο Λένιν. Σήμερα, η δημοκρατία γίνεται όλο και πιο μεγάλο πρόβλημα για τον καπιταλισμό, διότι ο τελευταίος, μην μπορώντας πια να είναι δυναμικός από οικονομική σκοπιά, είναι ανίκανος να ικανοποιήσει τα επίπεδα των δημόσιων δαπανών από τα οποία ωφελήθηκαν οι πληθυσμοί σε μια περίοδο ευημερίας που πλέον αποτελεί παρελθόν.
Τι επίδραση έχει αυτό στην Αριστερά; Η Αριστερά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού και ταυτόχρονα επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτόν τον εκδημοκρατισμό. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο, διότι η κατάκτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ιστορικά ήταν ακριβώς ο καρπός των αγώνων πολλών γενεών αγωνιστών. Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός θα έκλινε «φυσικά» προς τη δημοκρατία δεν είναι παρά ένα χονδροειδές αστείο. Χρειάστηκε να εξαναγκάσουμε τις άρχουσες τάξεις να παραχωρήσουν δημοκρατικά δικαιώματα. Αλλά, από την άλλη πλευρά, κι η Αριστερά επωφελήθηκε από τον εκδημοκρατισμό, που της επέτρεψε να βγει από την παρανομία και να ασκήσει πολιτική ανοιχτά και δημόσια.
Το εν εξελίξει διαζύγιο του καπιταλισμού με τη δημοκρατία συνεπάγεται ότι ο δημόσιος δημοκρατικός χώρος μάλλον θα περιοριστεί τα επόμενα χρόνια. Δεν θα επιστρέψουμε βέβαια σε συνθήκες παρανομίας, μέσα στις οποίες ο Λένιν ασκούσε πολιτική. Αλλά θα στοιχημάτιζα σε μια ενδιάμεση κατάσταση: ούτε παρανομία, ούτε όμως και τα δημοκρατικά πολιτεύματα που γνωρίσαμε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Σε κάθε περίπτωση, το εξωθεσμικό τμήμα της πολιτικής θα αποκτά όλο και μεγαλύτερο βάρος στα χρόνια που έρχονται. Αν θέλουμε να έχουμε ειδικό βάρος στο σύστημα, θα μπορούμε να το επιδιώκουμε μόνο μέσω του δρόμου ή των χώρων ελευθερίας που θα οικοδομούμε στο περιθώριο των όλο και λιγότερο δημοκρατικών θεσμών. Αυτό δεν εμποδίζει, βέβαια, να διεξάγουμε μάχες και στο εσωτερικό αυτών των θεσμών. Όμως, λόγω των αιτιών που προαναφέρθηκαν, αυτό θα είναι μάλλον πιο δύσκολο από πριν. Αν υπάρχει μια οντότητα που ενσαρκώνει το αυταρχικό γίγνεσθαι των σύγχρονων πολιτικών καθεστώτων, αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Αριστερά και το ευρωπαϊκό ζήτημα
Θέλω να σας υποβάλω και μια δεύτερη υπόθεση για να εξηγήσουμε τη δυσκολία της Αριστεράς να ακουστεί μέσα στο πλαίσιο της κρίσης που αφορά ακριβώς την Ευρώπη, και πιο συγκεκριμένα τη συλλογική αμηχανία μας απέναντι στο ευρωπαϊκό ζήτημα.
Οι δεκαετίες του 1960 και 1970 σηματοδοτήθηκαν, όπως ξέρουμε, από ισχυρά κινήματα διεθνούς αλληλεγγύης. Το φαντασιακό της σύγχρονης Αριστεράς διαμορφώθηκε σε μεγάλο μέρος μέσα από εκείνους τους αντιιμπεριαλιστικούς και διεθνιστικούς αγώνες που διεξάγονταν στη Λατινική Αμερική, στην Ασία ή ακόμα και στην Αφρική. Αυτό που η Αριστερά δεν είχε δει τότε, κι αυτό που ακόμα και σήμερα με δυσκολία παραδέχεται, είναι ότι την ίδια σχεδόν περίοδο ισχυροποιούνταν ένας άλλος διεθνισμός: ο διεθνισμός του κεφαλαίου, ο διεθνισμός των κυρίαρχων τάξεων.
Πολλοί μαρξιστές, όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο Μαρξ, έχουν αποδείξει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα σε διαρκή κίνηση. Αν για κάποιο λόγο οι συγκυρίες γίνουν δυσμενείς για τη συσσώρευση κεφαλαίου, μπορεί να πάει να ψάξει για ευνοϊκές συνθήκες αλλού, σε κάποια άλλη χωρική κλίμακα. Το κεφάλαιο μπορεί ακόμα και να βάλει σε ανταγωνισμό τους χώρους έτσι ώστε, στηριζόμενος στον έναν να υποχρεώνει τον άλλο να υποταχθεί στη λογική του.
Αυτό ακριβώς συνέβη με την κρίση του 1970, τότε που η «χρυσή τριακονταετία» έφτασε στο τέλος της. Αναζητώντας διέξοδο από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει στο κεφάλαιο το εργατικό κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες, υποχρεώνοντάς το να μοιράζεται την προστιθέμενη αξία, και σε ένα πλαίσιο πτώσης του ποσοστού κέρδους, το κεφάλαιο διεθνοποιήθηκε – ανοίγοντας το δρόμο γι’ αυτό που ονομάσαμε αργότερα νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αυτό λοιπόν που επιβλήθηκε από τότε στην παγκόσμια σκηνή είναι αυτή η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αυτός ο διεθνισμός του κεφαλαίου, και σε καμία περίπτωση, δυστυχώς, ο διεθνισμός που έφερναν τα κινήματα διεθνούς αλληλεγγύης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ενσάρκωση αυτού του διεθνισμού του κεφαλαίου. Είναι ένα ταξικό σχέδιο, αυτό των κυρίαρχων τάξεων, που έχει οικοδομηθεί λιθαράκι-λιθαράκι για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Είναι ένας πολιτικός χώρος που σχεδόν εξ ορισμού έχει αποκλείσει τα λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, από την αρχή της κρίσης του 2008, οι λιγότερο δημοκρατικοί ευρωπαϊκοί θεσμοί, με πρωτοστάτη την Κεντρική Τράπεζα η οποία είναι εκτός οποιουδήποτε δημοκρατικού ελέγχου, δεν έπαψαν να δυναμώνουν εις βάρος των θεσμών που καμώνονται ακόμα ότι είναι δημοκρατικοί, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το να πιστεύουμε ότι αυτό το σύστημα μπορεί να μεταρρυθμιστεί εκ των έσω, ή ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια ευελιξίας, σημαίνει κατά τη γνώμη μου άγνοια της ιστορίας και του λόγου ύπαρξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δεν πρόκειται, προφανώς, απέναντι στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου να αντιτάξουμε έναν αδύνατο «εθνικισμό της Αριστεράς». Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και πολύ μαρξιστικό, ούτε πολύ διαλεκτικό. Για να αποφύγουμε όμως τον αφηρημένο διεθνισμό και για να ακουστεί επιτέλους η Αριστερά μέσα στην κρίση, πρέπει να προσδιορίσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις μαζί με τις οποίες θα παρέμβουμε σ’ αυτή τη συγκυρία.
Αλλά, θέλουμε δεν θέλουμε, αυτές οι δυνάμεις είναι σήμερα οργανωμένες βασικά σε εθνική κλίμακα. Μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά έτσι είναι. Συνεπώς, προκειμένου ακριβώς να καταφέρουμε να επανιδρύσουμε έναν αυθεντικό διεθνισμό, φαίνεται αναπόφευκτη μια προσωρινή παράκαμψη σε εθνικό επίπεδο. Ακριβέστερα, είναι αναγκαίος ο ορισμός μιας νέας σχέσης ή μιας νέας διαλεκτικής ανάμεσα στο εθνικό και το διεθνές, που θα ξεφεύγει από αυτόν του κεφαλαίου.
Η Ευρώπη δεν είναι μια συνεκτική οντότητα σε οικονομικό επίπεδο (η κρίση άλλωστε το απέδειξε), κι ακόμα λιγότερο ένας χώρος πολιτισμικής ομοιογένειας. Ο μόνος λόγος να οικοδομήσουμε την Ευρώπη είναι για να την προικίσουμε με ένα πολιτικό σχέδιο βελτίωσης της ζωής των κατοίκων της. Στην πραγματικότητα, ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει κανένα λόγο να σταματήσει στα γεωγραφικά σύνορα της Ευρώπης. Χώρες έξω από αυτά τα σύνορα θα μπορούσαν να συμμετέχουν και άλλες, που ανήκουν στην ήπειρο, να αντιταχθούν σ’ αυτό το σχέδιο. Ρήξη με την Ευρώπη για να ξεφύγουμε από το νεοφιλελεύθερο εφιάλτη: ίσως αυτός να είναι ο αυθεντικός διεθνισμός.
Μετάφραση-Επιμέλεια:
Σοφία Χατζηλάμπρου, Ερρίκος Φινάλης