Κάποτε, στο μακρινό παρελθόν, ήταν μεγάλη τιμωρία για τον Σαββόπουλο να πηγαίνουν σε παράστασή του για να διασκεδάσουν μαζί του και να τον χειροκροτούν όλοι αυτοί που ο ίδιος απεχθανόταν. Είτε οι άσχετοι, τους οποίους θυμάμαι πώς τους απόπαιρνε και τους ακύρωνε στο Ροντέο όταν του ζητούσαν να τραγουδήσει το παγκόσμιο σουξέ του, το «Ντιρλαντά», καθώς ο ίδιος έστηνε το πρόγραμμά του σε πιο σύνθετες και στοχαστικές μουσικές και ποιητικές ατραπούς, από το «Φορτηγό» στο «Περιβόλι του Τρελού» καθ’ οδόν για τον «Μπάλλο» και το «Βρώμικο Ψωμί». Είτε, πολύ αργότερα, το 1989, οι μικροαστοί τους οποίους αποκάλεσε τόσο περιφρονητικά κωλοέλληνες, καθώς από τις αριστερόστροφες καμπύλες περνούσε στις δεξιόστροφες λούζοντας με τους πιο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς την πλέμπα των τσιφτετελλήνων.
Σήμερα, ο Σαββόπουλος έδειχνε θριαμβευτής κατακτώντας την αποδοχή αυτής της μάζας που ερχόταν κατευθείαν από τον καναπέ του σερβάιβορ. Μια μάζα που δελεάστηκε από τη συμμετοχή τόσων τραγουδιστών «μαζί» σε ένα υπερθέαμα, με οκτώ μόνο ευρώ. Αλλά που δεν είναι και καθόλου σίγουρο ότι μπήκε στην ουσία του έργου του Σαββόπουλου, της πρώτης ή, έστω, της δεύτερης περιόδου. Το πιθανότερο είναι ότι τα νοήματα από τους στίχους των πιο ψαγμένων τραγουδιών του Διονύση είχαν μείνει έξω από το Καλλιμάρμαρο εκείνο το βράδυ. Γι’ αυτό, ίσως, τόσο εύκολα βούιξαν τα «μέσα» από την «παραφωνία» του Ζουγανέλη και τη βιντεοσκοπημένη χειροδικία ενός θεατή πάνω στη σύντροφό του. Όσο κι αν ακούγεται ακραίο, ενδεχομένως ούτε ο Σαββόπουλος μέσα σ’ αυτό το άμορφο πλήθος να είχε καμία σχέση με τον πνεύμα του έργου του που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε. Αλλά αυτά συμβαίνουν και στα καλύτερα σπίτια όταν οι καιροί αλλάζουν…
Το θερμοκήπιο
Οι τραγουδοποιοί, είτε το παραδέχονται είτε όχι, συνδέονται με ένα χώρο (κυριολεκτικά και μεταφορικά), με μια κουλτούρα, με μια εποχή, με μια ομάδα, με ένα βίωμα, με ένα ρεύμα ή μια ιδέα. Από κει αντλούν κι εκεί μέσα επεξεργάζονται το υλικό τους, το θέμα, τη γλώσσα, το στυλ και το ύφος τους. Μπορεί να είναι και περισσότερες οι πρωτογενείς πηγές ή και να συμπληρώνονται από δευτερεύουσες διαφορετικής προέλευσης. Όπως και να είναι, ο τραγουδοποιός έχει, δημιουργεί ή εντάσσεται σε ένα θερμοκήπιο μέσα στο οποίο ζυμώνεται και παράγει, με εργαλείο το ταλέντο του, τις προδιαγραφές του και τις ανάγκες του.
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το φαινόμενο που συχνά παρατηρούμε με σπουδαίους καλλιτέχνες οι οποίοι από ένα σημείο και μετά παύουν να έχουν έμπνευση, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να δημιουργήσουν κάτι αντάξιο της φάσης που το θερμοκήπιό τους αεριζόταν και ποτιζόταν σωστά, ανανεωνόταν και εμπλουτιζόταν συνεχώς.
Όταν αυτό το θερμοκήπιο για κάποιο λόγο εγκαταλειφθεί, πολύ σπάνια μπορεί ο καλλιτέχνης στο νέο του περιβάλλον να λειτουργήσει με την ίδια δημιουργικότητα και ποιότητα που είχε στο προηγούμενο. Με βάση την ιστορική εμπειρία, φαίνεται ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο.
Γιατί το ταλέντο και η έμπνευση δεν είναι ανεξάρτητα από το βιότοπο που τα αιμοδοτεί. Όταν ο συγκεκριμένος βιότοπος πάψει να υπάρχει ή φτωχύνει από τα ουσιώδη συστατικά του στοιχεία, το ταλέντο και η έμπνευση στερεύουν ή αλλοιώνονται. Κι όταν ο τραγουδοποιός αλλάξει βιότοπο, σπάνια έχει την ίδια ανθοφορία.
Για παράδειγμα, έχουμε διαπιστώσει ότι όταν κάποιοι λαϊκοί δημιουργοί έκαναν πολλά λεφτά, έχτισαν βίλες, μετακόμισαν σε συνοικίες πλουσίων, άλλαξαν κοινωνικές συναναστροφές, συνήθειες και νοοτροπίες, ενίοτε και ιδέες, η φλέβα της δημιουργίας τους επηρεάστηκε αρνητικά. Αυτό συμβαίνει κι όταν αλλάζει ριζικά το περιβάλλον τους χωρίς δική τους επενέργεια. Συχνά, και μόνο η αλλαγή των όρων εργασίας, του επαγγελματικού χώρου, επιδρά καταλυτικά στην ικανότητά τους να δημιουργούν.
Άλμα σε… βάθος
Η απεύθυνση του Σαββόπουλου σε ένα μεγαλύτερο, άμορφο και ξένο στον πυρήνα τού έργου του ακροατήριο, δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς συνέπειες. Ήδη, από το 1983, με το περίφημο πολυθέαμά του στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου έκλεινε μια εικοσαετία εξαιρετικής δημιουργικότητας, εκδηλωνόταν πανηγυρικά η διολίσθησή του από τον βιότοπο που τον είχε εκθρέψει. Η απόσταση από το μικροσκοπικό υπόγειο Ροντέο της πλατείας Βικτωρίας, που σε άγγιζε η αναπνοή του καλλιτέχνη την ώρα που τραγουδούσε ως το αχανές στάδιο αισθητικής Καλατράβα όπου χρειάζονταν γιγαντοοθόνες για να δει κανείς το ηλεκτρονικό ομοίωμα του μουσικού, δεν θα μπορούσε να διανυθεί χωρίς φθορές.
Επί της ουσίας, βέβαια, ο Σαββόπουλος είχε αποχαιρετίσει τον παλιό του κόσμο/εαυτό με την εκδήλωση μνήμης για το 1-1-4, όταν από τη συναυλία στο ερειπωμένο αλλά ατμοσφαιρικό κτήριο της Ηλεκτρικής Εταιρίας του Βόλου ανέβηκε στο γηπεδικών διαστάσεων Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης την άνοιξη του 1983. Από το Αλεξάνδρειο Μέλαθρο δεν χρειαζόταν πλέον άλμα για το Ολυμπιακό Στάδιο. Με τα «Τραπεζάκια έξω» ανακεφαλαιωνόταν και έκλεινε αυτή η μεγάλη πορεία με κλαρίνα, ντέφια και τσάμικα. Από κει και μετά ο Σαββόπουλος αφήνει τα υπόγεια της Χέυδεν, της Ηπείρου και της Κεφαλληνίας οδεύοντας προς τα ουράνια με πολύχρωμα αερόστατα.
Από τότε πέρασαν πάνω από τρεις δεκαετίες. Με βάση την αγάπη μου για το «υλικό» της πρώτης εικοσαετίας, έχω την εντύπωση ότι ο «επόμενος» Σαββόπουλος δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει με την ίδια βαρύτητα τον Σαββόπουλο που προηγήθηκε. Ο καινούργιος βιότοπος μάλλον δεν βοηθούσε. Και αυτό δεν οφειλόταν μόνο στις προσωπικές του επιλογές που ήταν αισθητές και καθοριστικές. Οφειλόταν και στη γενικότερη κατάσταση που εκδηλωνόταν είτε μέσα από το νεοπλουτισμό και τη νέα φαυλοκρατία, είτε μέσα από τις στρεβλές προσλήψεις μια κοινωνίας που δεν ήταν προετοιμασμένη να διαχειριστεί τις κατακτήσεις και την ευημερία της. Η προσαρμογή του Σαββόπουλου στη νέα πραγματικότητα δεν ήταν αναίμακτη. Καλλιτεχνικά δεν μας συγκινούσε και ένα σημαντικό κομμάτι τού πιο ψαγμένου του ακροατηρίου έκτοτε αδιαφόρησε ή απομακρύνθηκε ενοχλημένο. Και, τελικά, η απόκτηση ενός νέου ακροατηρίου σε αντικατάσταση και όχι διεύρυνση του παλιού, αποδείχτηκε πολύ δύσκολη υπόθεση. Έμοιαζε περισσότερο με κατασκευή. Και τα εμπόδια δεν ήταν αμελητέα. Η αμείωτη αξία και δυναμική του παλιού του ρεπερτορίου πάντοτε καθόταν στο λαιμό των συντηρητικών και το μαζικό ακροατήριο των σταδίων το πιθανότερο είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει ο ποιητής. Επιπλέον, ούτε η γλώσσα ούτε η μουσική ούτε το περιεχόμενο ούτε οι πολιτικές επιλογές ούτε η ηλικία του καλλιτέχνη βοηθούσαν στο να έχει απήχηση στη νεολαία. Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά ροκ τραγούδια που τραγούδησε τον 1997 δεν ερέθισαν τα αφτιά των ροκάδων, σε αντίθεση με την μεγάλη επίδραση που είχαν τα στοιχεία ροκ από τα ελληνικά του τραγούδια στη νεολαία, στις δεκαετίες 1960 και 1970.
Ο Σαββόπουλος στράφηκε ευθέως εναντίον της καθεστωτικής Αριστεράς (όχι αδικαιολόγητα) και εναντίον ενός εκλαϊκευμένου εκφυλισμού (επίσης, όχι αδικαιολόγητα), αλλά με μειωμένη αξιοπιστία, καθώς φλερτάριζε και συγχρωτιζόταν με ό,τι πιο αναχρονιστικό και συντηρητικό υπήρχε στο μουχλιασμένο μπαούλο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».
Μέσα στους δέκα
Ο Σαββόπουλος δεν είναι ένας απλός τραγουδοποιός. Είναι πολλά σε ένα. Συνθέτης, ποιητής, μουσικός, τραγουδιστής, περφόρμερ και σκηνοθέτης. Εάν τον διαχωρίσεις στα εξ ων συνετέθη, θα τον βρεις αδύνατο μόνο στο παίξιμο των οργάνων. Παίζει τόσο όσο του χρειάζεται για να συναρμολογήσει τα επιμέρους στοιχεία και να υποστηρίξει τη σκηνική του παρουσία. Στα υπόλοιπα, όμως, δεν μπορείς εύκολα να τον βαθμολογήσεις κάτω από άριστα. Ο Φαληρέας ανέκαθεν έκανε πλάκα λέγοντάς του ότι είναι χάλια σαν τραγουδιστής, αλλά μεταξύ μας συμφωνούσαμε ότι –όπως και ο Ζαμπέτας- ανήκει στους δημιουργούς που οι ερμηνείες τους, όχι με κριτήρια ωδείου, είναι έντονα προσωπικές, εκφραστικά πλούσιες και ερμηνευτικά αξεπέραστες.
Στιχουργικά, τα τραγούδια του διαβάζονται σαν ποιήματα με εξαίσια γλώσσα, φρέσκες ιδέες, πολυεπίπεδα νοήματα, αλληγορίες, κινούμενες εικόνες, αιχμηρό σχολιασμό, μυθολογικά στοιχεία, ιστορικές αναφορές και πολλά υπονοούμενα, όχι πάντα εύληπτα. Οι μουσικές του συνθέσεις, όποια βοήθεια κι αν είχε από έμπειρους ενορχηστρωτές και όποιες επιρροές και δάνεια κι αν περιέχουν, μορφοποιούνταν με βάση τις δικές του συλλήψεις και αντιλήψεις σε κάτι νέο, πρωτότυπο, αρμονικά συνδυασμένο με τον στίχο. Εάν ο κλασικός τρόπος δημόσιας ερμηνείας ήταν η λιτή παρουσία των οργανοπαιχτών και των τραγουδιστών στον τεκέ, το πάλκο, την μπουάτ και την πίστα και ο νεώτερος η θεατρικότητα των ντιζέζ του ελαφρού τραγουδιού μέχρι την πληθωρική διεύθυνση των μπουζουκιών από τους έντεχνους μαέστρους, η σκηνική παρουσία του Σαββόπουλου ήταν ο τρίτος, ο εναλλακτικός τρόπος στο ελληνικό τραγούδι. Και όλα αυτά, εμπλουτισμένα με στοιχεία από το σινεμά, τον Καραγκιόζη κ.λπ., σκηνοθετημένα από τον ίδιο με πολύ επιμέλεια και φαντασία.
Γι’ αυτό, όσο κι αν τεμαχίσει κανείς το Σαββόπουλο, όσο κι αν βρίσκει κανείς αξίες και αδυναμίες στα επιμέρους, αυτό που καθιστά τον καλλιτέχνη μοναδικό και ασυναγώνιστο είναι το τελικό αποτέλεσμα, το κράμα. Κι επειδή ο κάθε καλλιτέχνης πάντοτε κρίνεται από τις κορυφαίες του στιγμές, κατά τη γνώμη μου, ο Σαββόπουλος είναι μέσα στη δεκάδα των σημαντικότερων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, σε ένα σύνολο αρκετών εκατοντάδων.
Για τα «δάνεια»
Δεν είναι όλα τα επιμέρους στοιχεία του προϊόντα παρθενογένεσης, αλλά αυτό ποτέ δεν αποτέλεσε όρο απαράβατο στην τέχνη. Μάλλον το αντίθετο ισχύει. Γιατί ο κάθε καλλιτέχνης λειτουργεί σαν σφουγγάρι. Εισπνέει ό,τι περιφέρεται γύρω του, παλιό ή νέο, κοντινό ή μακρινό. Και ανάλογα με το ταλέντο, τις αντιλήψεις, τις επιδιώξεις και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, συλλέγει, επεξεργάζεται, μεταλλάσσει, εμπλουτίζει, ανασυνθέτει, ανασυγκροτεί, διασκευάζει και αναδιαμορφώνει το υλικό που παράγει εσωτερικά και το υλικό που αντλεί ανά πάσα στιγμή από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει.
Σ’ αυτή την αδιάκοπη διαδικασία, συμβαίνει συχνά, ο καλλιτέχνης ενσωματώνει στο έργο του «ξένα» στοιχεία –απ’ αυτά που έχει προσλάβει- με λίγη ή καθόλου επεξεργασία, ελαφρώς τροποποιημένα ή αυτούσια. Η αξία και ο ρόλος τους στο τελικό δημιούργημα κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ο Σαββόπουλος είχε μια αναπτυγμένη ικανότητα να εντοπίζει, να αναδομεί και να αφομοιώνει στοιχεία, από άλλες μουσικές, από άλλα ποιήματα και από ιδέες άλλων. Δεν είναι ο μοναδικός. Στη μεγάλη παράδοση του τραγουδιού, ειδικά της προφορικής παράδοσης, κάθε τραγούδι αποκτάει την τελική μορφή του στο διάβα πολλών αιώνων, έχοντας κρατήσει λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία από την πρώτη του σύλληψη. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο τραγούδι όλων των λαών του κόσμου. Συμβαίνει στη γλώσσα, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική κ.λπ. Πολλές βυζαντινές εκκλησίες χτίστηκαν πάνω στα θεμέλια αρχαίων ναών ενσωματώνοντας αρχιτεκτονικά μέλη στη δομή τους ή μεταβάλλοντάς τα σε διακοσμητικά στοιχεία. Όπως και πολλά σπουδαία τζαμιά βασίζονται σε πρότυπα βυζαντινών εκκλησιών. Ως γνωστόν, πολλοί από τους καλύτερους ζωγράφους της Δύσης έχουν αντλήσει την έμπνευση, τη θεματολογία, ακόμα και τις τεχνικές που χρησιμοποίησαν στο έργο τους από την τέχνη των ιθαγενών της Αφρικής, της Αμερικής κ.λπ. Το ίδιο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να συμβαίνει με τις μουσικές και όχι μόνο.
Ασφαλώς και υπάρχουν ζητήματα ηθικής τάξεως, δικαιωμάτων νομικής υφής, ακόμα και πολύ σοβαρότερα ζητήματα που απορρέουν από την ασκούμενη εδώ και αιώνες ιμπεριαλιστική πολιτική της λεηλασίας και της υφαρπαγής, που στον σύγχρονο κόσμο πρέπει να μην αγνοούνται και να καταγγέλλονται. Και ο κάθε καλλιτέχνης, κατά «Καίσαρος Καίσαρι», οφείλει να κοινοποιεί τις εντοπισμένες επιρροές του. Αλλά, η παραγωγή του καλλιτεχνικού έργου δεν μπορεί να λειτουργεί σε συνθήκες αυστηρής απομόνωσης από το υλικό του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος. Έχει, βέβαια, σημασία η θέση και ο ρόλος του «δανείου» στο νέο έργο, ο τρόπος αξιοποίησής του κ.λπ. Πώς, πόσο, πότε, πού και γιατί. Και βασικά, από το ποια είναι η «προστιθέμενη αξία» του καλλιτέχνη. Κανόνες, όμως, δεν υπάρχουν. Κάθε τι κρίνεται καλλιτεχνικά κατά περίπτωση. Και δεν ταυτίζεται απαραιτήτως η νομική διάσταση με την καλλιτεχνική. Ούτε η πολιτική, όσο κι αν αυτό μας στεναχωρεί. Ακόμα κι ένα έργο που είναι νομικά ή πολιτικά τρωτό, μπορεί καλλιτεχνικά να είναι αριστούργημα. Και, βέβαια, εάν αρχίζουμε να απορρίπτουμε τα σημαντικά καλλιτεχνικά έργα (στα οποία δεν περιλαμβάνω αυτά που προπαγανδίζουν το ρατσισμό, το φασισμό και οτιδήποτε προάγει τη βαρβαρότητα), εφορμώντας από τον χαρακτήρα του κάθε καλλιτέχνη που τα δημιουργεί, το πιθανότερο είναι ότι σχεδόν τίποτα δεν θα έμενε όρθιο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος, από τον πιο απλό μέχρι τον πιο πολύπλοκο, δεν διατηρεί το δικαίωμά του να απεχθάνεται το έργο ενός καλλιτέχνη που του την σπάει χοντρά με το χαρακτήρα, τις επιλογές, τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις του.
Με αυτά τα δεδομένα, η προσπάθεια να μειωθεί η καλλιτεχνική αξία του συνολικού έργου του Σαββόπουλου στη βάση της ύπαρξης θεμιτών ή αθέμιτων «δανείων» ή λόγω της «αποστασίας» του, είναι μάλλον άστοχη. Ακόμα κι αν ο Σαββόπουλος ήταν ο χειρότερος χαρακτήρας στον κόσμο, που νομίζω ότι δεν είναι, ένα πολύ σημαντικό μέρος από το έργο του αποτελείται από εξαιρετικά τραγούδια. Κι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει ούτε με τις διακυμάνσεις των αντιλήψεων, ούτε με τους νέους καιρούς.
Το δικαίωμα στην κριτική
Από την πρώτη νότα μέχρι την τελευταία του «Φορτηγού» η πολιτική ήταν στην καρότσα του. Ακόμα και η πρόσφατη απόσυρση της αθώας «Συννεφούλας» από τα σχολικά βιβλία, το επιβεβαιώνει. Γι’ αυτό, στην περίπτωση του Σαββόπουλου, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το περιεχόμενο των τραγουδιών του και τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν μέσα στο ακροατήριο και τη συλλογική μνήμη, αλλά και τη στάση του ίδιου του τραγουδοποιού, είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις τον καλλιτέχνη και το έργο του από την πολιτική. Ανεξάρτητα, όμως, απ’ αυτό, κανένα δημόσιο πρόσωπο, και επαυξημένα γι’ αυτά που βρίσκονται σε ένα συνεχή ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία, δεν εξαιρείται από την κριτική. Σε ένα κοινωνικό σύστημα που η ελευθερία της κριτικής είναι πολύ προβληματική, έως εικονική, οι φωνές για εξαίρεση από την κριτική κάποιων διακεκριμένων συμπολιτών μας δεν μπορεί να δικαιολογηθούν ούτε από υπερβολική αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Διαφωνώντας με την καλλιτεχνική εκμηδένιση του τραγουδοποιού που επιχειρεί με ορισμένα συγκεκριμένα στοιχεία ο δημοσιογράφος και ακτιβιστής Γιάννης Ανδρουλιδάκης στο άρθρο του «Ο Σαββόπουλος είναι ένας άρρωστος κλέφτης», επειδή νομίζω ότι βλέπει δέντρα αλλά χάνει το δάσος, είμαι αντίθετος στην άποψη της Ναταλίας Χατζηαντωνίου, που επίσης επικαλούμενη ορισμένα λογικά επιχειρήματα με το άρθρο της «Κάτω τα χέρια από τον Σαββόπουλο!», καταλήγει στην απαίτηση να μην ασκείται καν κριτική στους σημαντικούς καλλιτέχνες! Η καλή δημοσιογράφος φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη της ότι στην εποχή μας ο Σαββόπουλος είναι από τους πρώτους που δίδαξαν την άσκηση κριτικής, και δη με τη μορφή του λίβελου, εναντίον καλλιτεχνών, θυμίζοντας την επιστολή που μου έστειλε προσωπικά, το 1982, για να δημοσιευτεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «ντέφι», με την οποία κατεδαφίζει τον Θάνο Μικρούτσικο ως «αντάξιο του ονόματός του»!
Στέλιος Ελληνιάδης
Το κόλλημα
Θεωρώ ότι ο Σαββόπουλος αδίκησε τον εαυτό του, αλλά δεν είναι ο πρώτος ούτε θα είναι ο τελευταίος. Η ζωή είναι δική του και την διαχειρίζεται όπως θέλει. Αλλά, προσωπικά, τον κρίνω όχι μόνο επειδή είναι δημόσιος παράγοντας, αλλά και γιατί ένα σημαντικό μέρος του έργου του, είναι εμφυτευμένο στην έλικα της ύπαρξής μου. Έχει εξατομικευτεί και δεν διαχωρίζεται από το είναι μου, σε σημείο που δεν μπορεί ούτε ο Σαββόπουλος να μου το πάρει πίσω. Είναι μέρος του soundtrack της ζωής μου. Θα το ακούω μέσα μου μέχρι να αποδημήσω. Συνδέεται με μερικά από τα καλύτερά μας χρόνια, τα πιο περιπετειώδη, τα πιο δυναμικά, τα πιο δημιουργικά, τα πιο αισιόδοξα.
Τελικά, ο Σαββόπουλος απομακρύνθηκε από μας κι όχι εμείς από τον Σαββόπουλο. Γιατί εγώ έμεινα κολλημένος στη Συννεφούλα, το Βιετνάμ, τους μάγους, τη Ζωζώ, τη θεία Μάρω, το Κιλελέρ, τον πολιτευτή, την παράγκα, τον Καραγκιόζη, το μακρύ ζεϊμπέκικο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα αεροπλάνα και τα βαπόρια, τον Καραϊσκάκη, τον Αριστοφάνη… Κι αυτό το κόλλημα δεν μου επιτρέπει να νιώσω «μαζί», ούτε για ένα δευτερόλεπτο ούτε για χάρη κανενός, με τον Αλαφούζο, τον Προτοσάλτε και τον Γεωργιάδη. Η σχέση μου με τον ορίτζιναλ Σαββόπουλο είναι πάρα πολύ πολύτιμη για να τη μαγαρίσω.