Απ’ όπου και να το ξεκινήσω, από τότε που δημιουργήθηκε αυτό το ελαττωματικό κράτος, αυτοί που το κουμαντάρουν, Έλληνες και ξένοι, συστηματικά κακομεταχειρίζονται και διώχνουν τα παιδιά του. Κανένας ντόπιος δεν έφυγε ποτέ με τη θέλησή του για να ζήσει σ’ άλλο τόπο. Όλοι έφευγαν για να γλιτώσουν από την αδικία και την εγκατάλειψη, έφευγαν παραμελημένοι, αποκλεισμένοι ή κυνηγημένοι. Υποχρεώνονταν να ξεριζωθούν και κανένας κουμανταδόρος δεν νοιαζόταν για την τύχη τους. Τι βάσανα περνούσαν στην ξενιτιά, τι διάλυση έφερνε αυτό στις οικογένειες και τις κοινότητες που αποτελούσαν τον κορμό της Ελλάδας, πόσο αποδυνάμωνε τη χώρα από το πιο ακμαίο εργατικό δυναμικό της, δεν σκιαζόταν η ελίτ.
Απ’ αυτή τη μικρή χώρα, τη μια σταλίτσα, έφυγαν και διασκορπίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι. Μόνο οι κουμανταδόροι δεν έφευγαν γιατί γι’ αυτούς ο πλούτος του τόπου έφτανε και περίσσευε. Σπάραξαν οι μανάδες, στερήθηκε ο τόπος τους νέους, τους πιο παραγωγικούς. Ήταν τέτοια η απληστία, η αδιαφορία και η ανικανότητα των κουμανταδόρων που οι Έλληνες πήγαιναν για καλύτερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία! Κι όχι μόνο στην αρχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αλλά και εκατό χρόνια μετά! Εργάτες, αγρότες, έμποροι και διανοούμενοι προτιμούσαν την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια και την Οδησσό από την Ελλάδα. Κι ύστερα, από την αρχή του 20ου αιώνα, φύγανε κατά εκατοντάδες χιλιάδες στην Αμερική χωρίς να ξέρουν ότι θα τους φερθούν σαν σκλάβους στα ορυχεία και τους φούρνους που έλιωναν τα μέταλλα, χαμάληδες και εργάτες στην έρημο να στρώνουν ηλιοκαμένοι τις σιδηροδρομικές γραμμές. Τα Ελληνόπουλα δεν έχαναν μόνο την πατρίδα, την οικογένεια και το χωριό τους, έχαναν και την ανθρώπινη τους υπόσταση.
Και ενώ ο ξενιτεμός 500.000 Ελλήνων ήταν σε εξέλιξη, έστειλαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στη Ρωσία και τη Μικρά Ασία∙ κι άλλος πόνος κι άλλα δάκρυα. 10 χρόνια στα χαρακώματα τα παιδιά του λαουτζίκου και οι πρίγκιπες καμαρωτοί πάνω στα γυαλισμένα άλογα σε μια υπόθεση που εξυπηρετούσε τις μεγάλες δυνάμεις και ήταν χαμένη εκ προοιμίου. Αυτοί που μακελεύτηκαν κι εκείνοι που ξεριζώθηκαν από τη Μικρά Ασία, δυο εκατομμύρια άνθρωποι, και σύρθηκαν άθελά τους στο μικρό μας κράτος, θύματα των ίδιων κουμανταδόρων ήταν. Κανένας από τους υψηλά ιστάμενους δεν λογάριαζε ποτέ τον άνθρωπο, τον πολίτη, το λαό. Πόσα τέτοια κύματα, πόσοι ξεριζωμοί, πόσες λύπες για τους αγαπημένους και πόσες κατάρες για την ξενιτιά και το μακελειό. Και στα 200 χρόνια, τα ίδια, αποκλεισμοί και φευγιό.
Χωρίς ιθαγένεια
Ένα απ’ αυτά τα μεγάλα κύματα παρέσυρε και την Κατίνα στην ξενιτιά. Γιατί; Τι κακό έκανε και σε ποιον αυτό το νεαρό κορίτσι από ένα χωριό της Μαγνησίας στα 15 της χρόνια; Την πατρίδα της αγαπούσε. Τους φασίστες κατακτητές αψηφούσε. Γιατί και ποιοι πέσανε πάνω της να τη μαγαρίσουν όταν έφυγαν ηττημένοι οι ναζί κατακτητές; Γιατί οι εγκάθετοι προύχοντες δεν στεφάνωσαν αυτό το κορίτσι με τα μυρωδικά που διαθέτει το όμορφο χωριό της; Γιατί την έστειλαν, ανήλικη ακόμα, εξορία, και γιατί την ανάγκασαν να καταφύγει στα βουνά για να γλιτώσει από τα ανθρωπόμορφα τέρατα που ξαμόλησαν στο κατόπιν της;
Κι όμως, έτσι αρχίζει η ενηλικίωση της Κατίνας. Να προσπαθεί πάνω στις γκρεμίλες, ανάμεσα σε άλλα κορίτσια και αγόρια, το ίδιο απορημένα, να καταλάβει γιατί ήθελαν να τη σκοτώσουν ή να την εξευτελίσουν αφού το μόνο που είχε κάνει ήταν να βοηθήσει με τις μικρές της δυνάμεις να φύγει ο κατακτητής μια ώρα αρχύτερα. Και πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσει, ανάμεσα στους τυχερούς και τις τυχερές που επιζήσανε στα κατσάβραχα, τα δάση και τις σπηλιές, βρέθηκε σε μια άλλη χώρα, άγνωστη, μακριά από την πατρική γη, μακριά από τη μάνα και το πατέρα της, μακριά από τους συγγενείς και τους φίλους της. Χωρίς να μπορεί να στείλει έστω ένα γράμμα στην οικογένειά της. Χωρίς υπηκοότητα, αυτή που μόνο την πατρίδα είχε κατά νου όταν τόλμησε να ανακατευτεί στον ιερό αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Μία από τις μικρές Μπουμπουλίνες, τις «μπουμπουλινίτσες» όπως χαϊδευτικά τις αποκαλούσαν οι μεγαλύτεροι.
Κι έκανε 28 χρόνια για να ξαναδεί τον Παγασητικό! Τρία χρόνια εξορία και βουνό με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και 25 στο εξωτερικό. Χωρίς το χάδι της μάνας της και την καλή κουβέντα του πατέρα της. Εξόριστη. Εξόριστη και διαγραμμένη από τα μητρώα, ως ανθελληνικό στοιχείο, ως συμμορίτισσα και προδότισσα. Μαζί με άλλους πενήντα χιλιάδες στην ξενιτιά και άλλους εκατό χιλιάδες στη Μακρόνησο, στα απόμερα νησιά και τις φυλακές.
Όλοι αυτοί που δεν δίστασαν ούτε για μια στιγμή να διακινδυνεύσουν πολεμώντας για την πατρίδα, καταδικάστηκαν σε θάνατο ή εξορία απ’ αυτούς που είτε δεν ίδρωσαν καθόλου για την απελευθέρωση είτε συνεργάστηκαν με τους διαδοχικούς κατακτητές.
25 χρόνια μακριά απ’ την πατρίδα, αποκλεισμένη, διωγμένη. Δεν είχε κανένα παράπονο από τη φιλοξενία στις σοσιαλιστικές χώρες. Το αντίθετο. Ευγνώμων ήταν. Αλλά 25 χρόνια αντίκριζε ένα φράκτη πίσω από τον οποίο ήταν όλες οι αγάπες της, η γη, η θάλασσα, τα σπίτια, τα ξωκλήσια, οι τάφοι των προγόνων, οι συγγενείς, οι φίλοι, η ιστορία, τα τραγούδια, οι χοροί, τα ζώα και τα λουλούδια, η πατρίδα, ο Αλμυρός. 18 χρόνια έκανε για να ξανασυναντήσει τη μάνα της που μπόρεσε να τους επισκεφτεί στο Βουκουρέστι το 1965, αλλά όχι και τον πατέρα της που είχε εντωμεταξύ πεθάνει χωρίς να ξαναδεί την κόρη του! Δύσκολα καταλαβαίνει όποιος δεν το έχει ζήσει, γιατί σε κάθε γιορτή και σε κάθε ευκαιρία, στα γενέθλια και τα γλέντια, στα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα, η κυρίαρχη ευχή, σαν το Χριστός Ανέστη, ήταν «και του χρόνου στην πατρίδα»!
Ονειροπόλοι
«Το μεγαλύτερο άλμα το έκαναν τότε οι γυναίκες. Ήταν σαν επανάσταση μέσα στην επανάσταση. Βγαίνοντας έξω από το σπίτι για τις ανάγκες του αγώνα, σάρωσαν όλα τα «μη», τα «όχι» και τα «δεν επιτρέπεται». (Κ. Λατίφη «Τα απόπαιδα», εκδ. Αλεξάνδρεια)
Άργησα να τη γνωρίσω. Αλλά είμαι πολύ τυχερός που δέθηκα μαζί της! Είχε τόση φλόγα που συχνά με έκανε να αναρωτιέμαι, αφού είναι τόσο ζωηρή, μαχητική και εύστροφη σε τόσο μεγάλη ηλικία, πώς ήτανε στα νιάτα της; Μήπως είχαν δίκιο να τη φοβούνται από παιδαρέλι; Μήπως από ένστικτο οι διώκτες της ένιωθαν ότι αυτή η παιδούλα κρύβει μέσα της ένα εκρηκτικό φυτίλι που θα είναι για πάντα άσβεστο; Και μήπως όλοι οι συνομήλικοί της που μαζί έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, μαζί κρεμούσαν πανό, μαζί μοίραζαν αυτοσχέδιες προκηρύξεις και μαζί ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις, είχαν μέσα τους την ίδια φλόγα, τον ίδιο πυροκροτητή, για την πατρίδα και τη δικαιοσύνη, που τους έκανε επικίνδυνους για τους κατακτητές, όλους τους κατακτητές, αλλά και για τους συνεργάτες των κατακτητών που ποτέ δεν λογοδότησαν για τα κακουργήματά τους;
Και μήπως γι’ αυτό τον άδολο πατριωτισμό που είχαν οι αγωνιστές, τους παρέδιδαν οι ντόπιοι φασίστες στον κατακτητή για εκτέλεση ή για τα στρατόπεδα θανάτου στη Γερμανία; Με κατατρεγμούς που συνεχίστηκαν και εντάθηκαν από τους δωσίλογους και χίτες που ξεπλύθηκαν και στρατολογήθηκαν από τα νέα αφεντικά, τους Άγγλους και τους Αμερικάνους, για να εξοντώσουν τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και να στηρίξουν τις εγκάθετες «δημοκρατικές» μαριονέτες που σαν ζόμπι επανήλθαν με ξένες πλάτες στο προσκήνιο;
Γιατί αυτοί οι αντάρτες είχαν την πίστη, τη θέληση και την ανιδιοτέλεια να αλλάξουν την Ελλάδα, να την απελευθερώσουν επιτέλους από τους αλλεπάλληλους κατακτητές και προστάτες, να παραγκωνίσουν τους διεφθαρμένους δημαγωγούς που απομυζούν τον τόπο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, κρατώντας πάντα στο περιθώριο ή στέλνοντας στα σκλαβοπάζαρα των μεγάλων δυνάμεων, τους πολίτες που αγαπούν αληθινά την πατρίδα και πάντα αυτοί θυσιάζονται γι’ αυτήν.
Ναι, απ’ αυτούς ήταν η Κατίνα. Από τους απερίσκεπτους, τους ονειροπόλους. Αυτούς που για άλλη μια φορά, όπως έγινε με όλους τους ανιδιοτελείς αγωνιστές, τους εμπόδισαν δια πυρός και σιδήρου να δουλέψουν και να παλέψουν για μια Ελλάδα αντάξια του ονόματός της και όχι ξέφραγο αμπέλι για επιτήδειους.
Σε εγρήγορση
Η Κατίνα ήταν πολίτης της ανθρωπότητας έχοντας ζήσει πάρα πολλά από τα εφηβικά της χρόνια, με μεγάλη εμπειρία από αγώνες, κυνηγητά, πόλεμο, θανάτους και εξορίες, με σπουδές στη Ρωσία και τη Ρουμανία, με επαγγελματική απασχόληση σε διαφορετικούς κλάδους στη Γαλλία και την Ελλάδα και με πολλές γνωριμίες, με τους απλούς ανθρώπους του χωριού της, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, αλλά και Ρώσους, Ρουμάνους, Γάλλους και άλλους με τους οποίους σπούδασε, εργάστηκε, συμβίωσε ή σχετίστηκε, όπως τον αστροφυσικό Θανάση Οικονόμου και την Geneviève Roushette-Danchin που μετέφρασε «Τα απόπαιδα» για τη γαλλική έκδοση του βιβλίου.
Με βιώματα από τις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ και την κεντρική Ευρώπη, μελετηρή και διαβασμένη, με συστηματική έρευνα σε αρχειακό υλικό, με τέσσερα βιβλία στο ενεργητικό της και με ένα ευρύ κύκλο κοινωνικών σχέσεων, απέκτησε σπάνια ωριμότητα και μεγάλη ικανότητα να διαχειρίζεται δύσκολες καταστάσεις.
Μέχρι την υστάτη ώρα ήταν διαυγής και ενεργή. Από το φορείο, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, μας έδινε οδηγίες ξέροντας ότι δεν θα έβγαινε ζωντανή από το Σισμανόγλειο. Το τελευταίο διάστημα, δυσκολευόταν να μετακινηθεί, αλλά με μυαλό ξυράφι παρακολουθούσε τα πάντα και έκανε παρεμβάσεις προς κάθε κατεύθυνση. Για την κατακρεούργηση της σύνταξής της και τους φουσκωμένους λογαριασμούς της ΔΕΗ έγραφε επιστολές στους αρμόδιους υπουργούς και στον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά έστειλε γράμματα για το προσφυγικό και στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Σαρλ Μισέλ!
Και πάντα έγραφε απόψεις και απομνημονεύματα πίσω από φωτοτυπίες αποκομμάτων παλιών εφημερίδων που δεν ήταν χρήσιμα πια. Έδωσε και μερικά πολύ ωραία αφηγήματα για το «Δρόμο της Αριστεράς». Και πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο της «Οι αγάπες του πολέμου» που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2022, είχε βάλει μπρος το επόμενο, ένα βιβλίο για τη γυναίκα. Στα 95 της χρόνια! Καθισμένη ολημερίς στην πολυθρόνα συντροφιά με την ολόλευκη γάτα της που βολευόταν στα πόδια της. Όταν την έχασε ύστερα από 19 χρόνια, έκλαιγε επί μέρες.
Τις ώρες που τα λέγαμε στο σπίτι της ή τηλεφωνικά, προσπαθούσα να εκμαιεύσω όσα δεν είχαν συμπεριληφθεί στα βιβλία της για το μεγάλο έπος των αγώνων της Αριστεράς, αλλά και για πολλά θέματα που την απασχολούσαν. Και η ίδια έψαχνε να βρει στοιχεία σαν να ήθελε να καλύψει τα κενά που της είχε αφήσει η πολύχρονη ξενιτιά. Ποτέ δεν ξεπέρασε τον βίαιο αποχωρισμό από τον Αλμυρό και ποτέ δεν αρνήθηκε τη λαϊκή της καταγωγή.
Στη μνήμη
Πέρσι, επί δύο μέρες έψαχνε να εντοπίσει ποιος ερμήνευε ένα δημώδες τραγούδι που άκουσε στο ραδιόφωνο. Με βάση τους στίχους έπρεπε να εντοπίσουμε τον ερμηνευτή. Κι αφού βρήκαμε το όνομά του, μέσω του κοινοτάρχη του χωριού που μάθαμε ότι ζούσε ο τραγουδιστής, πήρε το τηλέφωνό του και τον συνεχάρη για τον ωραίο τρόπο που ερμήνευε το τραγούδι! Κι όταν άκουγε κάποιο παλιό λαϊκό που το θυμόταν από τα χρόνια της εξορίας, μου το τραγουδούσε τηλεφωνικά! Έλεγε ότι τον πρώτο καιρό στην εξορία, σε φιλικές μαζώξεις με τον Μπελογιάννη παρόντα, ένας αντάρτης θα χόρευε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο που τραγουδούσε η ομήγυρης, χαμηλόφωνα, γιατί οι άνθρωποι γύρω ήταν φορτισμένοι από τον πόνο των απωλειών και της συντριβής.
Η Κατίνα οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ στα 16 χρόνια της, εξορίστηκε στα 18 και στα 20 ήταν αντάρτισσα στο Δημοκρατικό Στρατό! Αλλά στα πιο αξιοθαύμαστά της είναι η κρυφή επιστροφή της σε ηλικία 25 ετών στην Ελλάδα, εκπαιδευμένη στη σχολή Μπελογιάννη, για να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση των οργανώσεων του παράνομου ΚΚΕ, ένα εγχείρημα που είχε ήδη στοιχίσει τη ζωή του Νίκου και άλλων κομμουνιστών.
Επίσης, μέσα από τα βιβλία της, η Κατίνα τιμάει τους συντρόφους στο ΚΚΕ, τα στελέχη και τους απλούς αγωνιστές που με το όραμα της απελευθέρωσης της Ελλάδας και ενός δικαιότερου κόσμου απογειώθηκαν και έγιναν αετοί. Με πολλούς απ’ αυτούς που είχαν επιζήσει των διωγμών και των εκτελέσεων, κράτησε μακρόχρονες φιλίες, κατέγραψε μαρτυρίες και ανέδειξε την προσφορά γνωστών και άγνωστων αγωνιστών στον κοινό σκοπό. Εξάλλου, όπως είχε δηλώσει πολλές φορές, έγραψε τα βιβλία για να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη των ανθρώπων που ήταν σύντροφοί της σ’ αυτό το πελώριο έπος της Εθνικής Αντίστασης.
Για την αντάρτισσά μας…
Ευτυχισμένη Κατίνα, γύρισες δικαιωμένη στη γη απ’ όπου έφυγες κυνηγημένη. Ευτυχισμένη και πλήρης, αφού στη μακρόχρονη ζωή σου τα έζησες όλα στον υπερθετικό βαθμό. Τίμησες την πατρίδα χωρίς ποτέ να κάνεις έκπτωση στην υπεράσπισή της, τίμησες και τη γενέτειρά σου που ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τη θύμησή σου. Με τεράστιο οικογενειακό και προσωπικό κόστος έμεινες συνεπής στις ευγενέστερες ιδέες που πίστεψες από παιδί, για τις οποίες αξίζει κανείς να ζει και να πεθαίνει.
Και δεν σταμάτησες να επαινείς όλους εκείνους που -όπως κι εσύ- αγωνίστηκαν ενάντια σε υπέρτερες δυνάμεις για μια ελεύθερη από κάθε ξένη εξάρτηση Ελλάδα. Είσαστε οι συνεχιστές της αγωνιστικής παράδοσης των Ελλήνων, για να επιτευχθούν οι ανεκπλήρωτοι στόχοι της Επανάστασης του ’21. Γιατί αυτό το αίτημα, αυτή η εθνική ανάγκη, της ελεύθερης και ανεξάρτητης Ελλάδας, είναι μέσα στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να προκόψει ολόπλευρα, να αξιοποιηθεί ο πολιτισμός της, ο φυσικός της πλούτος και το ανθρώπινο δυναμικό της, όταν υποβαθμίζεται σε αποικία ή σε τουριστικό προορισμό. Όχι! η Ελλάδα δεν είναι κάτι τόσο λίγο, δεν είναι ούτε λεία ούτε λάφυρο. Εσύ, με τις πράξεις και το σθένος σου, έδειξες ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το όραμα του Ελληνισμού για μια Ελλάδα αντάξια της ιστορίας της και της προσφοράς της στην ανθρωπότητα.
Κι ο Αλμυρός δεν είναι ένας τυχαίος τόπος. Είναι ένας τόπος φορτισμένος από τα βιώματα, τις μνήμες και τον ιδρώτα των κατοίκων, από τα βάσανα και το μόχθο των προσφύγων που βρήκαν στην περιοχή καταφύγιο, από τους καημούς των μανάδων και την αφόρητη νοσταλγία των παιδιών του που έγιναν μετανάστες. Είναι ένας τόπος που σφυρηλατήθηκε με χαρές και λύπες. Ξέρουμε ότι δεν είσαι η μοναδική που αξίζεις τους επαίνους με τους οποίους συντετριμμένοι σε αποχαιρετούμε, αλλά είσαι τόσο Αλμυριώτισσα και τόσο ολοκληρωμένη προσωπικότητα που δικαιολογημένα σε βλέπουμε σαν εκπρόσωπο των συμπολιτών σου που έβαλαν το κοινό συμφέρον πάνω από το προσωπικό.
Σπούδασες και δούλεψες, έκανες οικογένεια με τον λατρευτό σου συναγωνιστή Ντίνο Λατίφη, γέννησες την Εύδη, υπηρέτησες τα γράμματα και τα υψηλότερα ιδανικά, πάλεψες για τη δικαιοσύνη και την ισότητα, σεβάστηκες τις ωραίες παραδόσεις, θυσίασες τη νιότη σου και αφιέρωσες τη σκέψη σου στην πατρίδα. Τι άλλο ανώτερο μπορεί να επιθυμεί ένας γονιός και μια κοινωνία για τα παιδιά της;
Γι’ αυτό, θα μπορούσε ο Δήμος, η Εκκλησία, οι φορείς του τόπου, να δώσουν το όνομα σου σε ένα σχολείο του Αλμυρού, σαν ένα θετικό μήνυμα προς τους νέους ανθρώπους.
Ελπίζω, Κατίνα, η αγάπη και η εκτίμηση των συμπατριωτών σου, των συναγωνιστών στην ΕΠΟΝ, το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον Δημοκρατικό Στρατό και όλων των μεταγενέστερων φίλων σου, από τη Ζενεβιέβ που ήρθε από το Παρίσι μέχρι τον Κωνσταντινουπολίτη φίλο σου που απουσιάζει λόγω κορονοϊού, όλη αυτή η μεγάλη αγκαλιά να σε αποζημίωσε κάπως για τα 28 χρόνια εξορίας από την μητέρα σου, τον πατέρα σου και τον Αλμυρό σου.
Την Πρωτοχρονιά, στο Σισμανόγλειο, είδαμε με τη Μαρία, την ανιψιά σου, ότι ούτε ο χάρος μπορούσε να λυγίσει το θάρρος σου. Αγαπημένη μας Κατίνα, σε κρατάμε μέσα μας, ολόθερμη και αστραφτερή.
(Εκφωνήθηκε στην Ευαγγελίστρια του Αλμυρού από την Μαρία Ούτα, την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023)