Μέρος Β΄ (Διαβάστε το Μέρος Α΄)
Για όποιον ενδιαφέρεται για τη νεότερη ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα για το συγκλονιστικό έπος του αγώνα για ανεξαρτησία και δημοκρατία που πραγματοποιήθηκε με υπεράνθρωπες θυσίες από τους κομμουνιστές και τους άλλους πατριώτες και συνοδοιπόρους κόντρα σε Γερμανούς, Άγγλους, Αμερικάνους και ντόπιους συνεργάτες των αποικιοκρατών, η Κατίνα Λατίφη έχει γράψει τρία πολύ χρήσιμα για την κατανόηση του εγχειρήματος βιβλία («Πέτρος Σ. Κόκκαλης – βιωματική βιογραφία», εκδ. Εστία, «Τα απόπαιδα» και «Είναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» εκδ. Αλεξάνδρεια) και ετοιμάζει ένα τέταρτο με διηγήματα-μαρτυρίες.
Οι συζητήσεις μας, ένα μικρό μέρος των οποίων φιλοξενείται στο «Περίπτερο Ιδεών» μαζί με αποσπάσματα από τα βιβλία της, κατά κάποιον τρόπο προεκτείνουν με κάποιες πολύτιμες λεπτομέρειες τα καταγεγραμμένα βιώματά της και αναμοχλεύουν τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματά της.
Οι γυναίκες
«Το μεγαλύτερο άλμα το έκαναν τότε οι γυναίκες. Ήταν σαν επανάσταση μέσα στην επανάσταση. Βγαίνοντας έξω απ’ το σπίτι για τις ανάγκες του αγώνα, σάρωσαν όλα τα «μη», τα «όχι» και τα «δεν επιτρέπεται».
Στον Αλμυρό (Βόλου) το πιο απλησίαστο μέρος ήταν η πλατεία. Όπως ήταν γύρω της τα κτίρια όπου στεγάζονταν οι τράπεζες, ο κινηματογράφος, και στη μια της πλευρά το μεγαλύτερο καφενείο της πόλης, ο χώρος έπαιρνε μια βαρύτητα που δεν γινόταν να τον πλησιάσουν παρά μόνον οι πλούσιοι. Αυτοί έπιναν το καφεδάκι τους στα τραπεζάκια κι έλεγαν τα δικά τους. Τι έλεγαν; Κανένας δεν τους άκουγε. Ακόμη κι εμάς, που περνούσαμε αναγκαστικά από εκεί για να πάμε στο σχολείο, μας έλεγαν οι δικοί μας: «Να περνάτε γρήγορα και να μη στρίβετε το κεφάλι ούτε αριστερά ούτε δεξιά».
Αφότου όμως μπούκαρε μέσα η ομάδα του Καραντάου και οι αντάρτες του καπετάν-Περικλή, η πλατεία πατήθηκε απ’ όλους. Οι πόρτες της είχαν πια ανοίξει.
Ένα απόγευμα βλέπω τον πατέρα μου να μπαίνει θυμωμένος στο σπίτι.
«Πού είναι;», ρώτησε. […] Ξεφυσούσε. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Αργότερα εμφανίστηκε η μάνα μου κεφάτη με τη ρόκα στο ένα χέρι και το αδράχτι στο άλλο.
«Έρχομαι», μας ανακοίνωσε, «από την πλατεία. Εκεί να ήσασταν να δείτε. Πήραμε τις ρόκες, η Φάτσαινα, η Μαρούσαινα κι άλλες και πήγαμε επίτηδες να γνέσουμε στην πλατεία, έτσι για να την κάνουμε και δική μας. Πώς οι άλλοι πίνουν τον καφέ τους εκεί; Κι εμείς πήγαμε να γνέσουμε! Ήμασταν με τις παντόφλες, η Φάτσαινα φόρεσε τα τσόκαρα, να μας έβλεπες και να ‘σκαγες στα γέλια. Μας κοιτούσαν απ’ το καφενείο, μα τι να σου πω. Αλλά εμείς ήμασταν ωραία. Τώρα όποιος θέλει πηγαίνει και κάθεται στα παγκάκια, τώρα η πλατεία είναι για όλους!»
Η κυβέρνηση του βουνού με νόμο έδωσε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Να ψηφίσουν και να ψηφίζονται. Για πρώτη φορά γινόταν αυτό, ως τότε μόνον οι άντρες πήγαιναν στις κάλπες, και τώρα, να και οι γυναίκες! Αλλά ένα δικαίωμα δεν σου το δίνει κανένας αν δεν το έχεις διεκδικήσει, αν δεν έχεις αποδείξει στη ζωή πως το αξίζεις και πως μπορείς να το χειριστείς. Κι η γυναίκα το είχε κιόλας από μόνη της κατακτήσει. Ήρθε δηλαδή σαν επίσημη επιβεβαίωση αυτού που είχε γίνει απ’ τον πόλεμο ακόμη της Αλβανίας, όταν οι γυναίκες της Πίνδου και παντού οι Ελληνίδες πάλευαν δίπλα στους άντρες. Και τώρα στον αγώνα της Κατοχής, τι να λέμε; Σ’ όλες τις πτυχές του μέσα ήταν.
Ευχαριστημένες οι γυναίκες μαζεύονταν ξεχωριστά για να μάθουν ποια δικαιώματα είχαν, αλλά και ποιες ήταν οι υποχρεώσεις που απέρρεαν απ’ αυτά. Χαράς ευαγγέλια οι γυναίκες, πειράγματα οι άντρες, «Άντε, τώρα θα πάρουν τα μυαλά σας αέρα και ποιος θα σας συμμαζεύει για μαγείρεμα», και πολλά άλλα απ’ αυτά που λέγονται και κρύβουν μέσα τους περηφάνια.
Εγώ θυμάμαι πάντα την Κατίνα Κατσαμάγια που είχε εκλεγεί λαϊκός δικαστής. Ήταν αγρότισσα και είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο, αλλά διαόλου κάλτσα. Η δίκη γινόταν στην αυλή ενός σχολείου και ασχολούνταν με δύο που τσακώνονταν για κτηματικές διαφορές. […] Στο τέλος, βγήκε η απόφαση και με δικής τους έγκριση μάλιστα, έτσι που έδωσαν τα χέρια κι έφυγαν συμφιλιωμένοι κι εμείς τους χειροκροτήσαμε. Ήταν να μην το κάνουμε; Σε δίκη πήγαμε και κήρυγμα δικαιοσύνης και ανθρώπινων σχέσεων παρακολουθήσαμε. Τέτοια ζούσαμε τότε.» (απόσπασμα από το βιβλίο «Τα απόπαιδα»)
Το μέγιστο για έναν άνθρωπο
Σ.Ε.: Καταφέρατε να συναναστρέφεστε με νεαρούς, να συζητάτε, να διαβάζετε, να χορεύετε, να τραγουδάτε και να ανοίγετε τους ορίζοντές σας ξεπερνώντας τα οικογενειακά και κοινωνικά εμπόδια. Ήταν τόσο καταλυτική η συμμετοχή σας στην ΕΠΟΝ;
Κ.Λ.: Δεν ξέρω τι θα ήτανε η Ελλάδα αν δεν είχαμε περάσει από το ΕΑΜ. Την αναγέννηση αυτή. Παλιά, καλά εμείς ήμασταν μικρά, πηγαίναμε σχολείο, οι γυναίκες να βγούνε έξω; Τι λες τώρα; Να πάνε σε καφέ οι γυναίκες; Αυτά τα ανασκάλεψε το ΕΑΜ. Επανάσταση ολόκληρη. Εδώ, πήγαινες σ’ ένα σπίτι για να της πεις να οργανωθεί, πεταγόταν η μάνα και σου έλεγε πού θα την πάρεις; Θα βγει και θα μιλήσει με άντρες μαζί; Ποιος θα την παντρευτεί μετά; Δεν τις άφηναν καθόλου τις κοπέλες. Αγράμματες, αμόρφωτες, αναλφάβητες. Τον αναλφαβητισμό τον χτύπησε η ΕΠΟΝ. Είχαμε αναλάβει άτομα και πηγαίναμε και τους μαθαίναμε. Αυτή η ΕΠΟΝ δεν θα ξαναγίνει ποτέ.
Εμείς απαγγέλαμε ποιήματα, δεν κάναμε γλέντια χωρίς ποιήματα. Ήμασταν σε ανάταση. Ποιήματα, τραγούδια, τραγουδούσαμε ντουέτο, άμα μαζευόμασταν και δέκα άτομα έπρεπε να έχουμε πρόγραμμα. Κυρίως ποίηση, ποίηση! Διηγήματα διαβάζαμε. Και χορεύαμε, κυρίως σλόου, βαλς και τανγκό. Τανγκό δεν μας άφηναν οι γονείς μας. Το θεωρούσαν ύποπτο. Έλεγε μια γειτόνισσα στη μάνα μου, μην την στέλνεις να χορέψει τανγκό. Ξέρεις, τη σφίγγουνε, τη σφίγγουνε οι άντρες! Θα στο χαλάσουν το κορίτσι.
Μέσα σ’ αυτό το σύντομο διάστημα των δύο χρόνων γινόταν μία αναγέννηση, η οποία δεν επιβαλλόταν. Ερχότανε από μόνη της. Απλώς ότι υπήρχε ένα ΕΑΜ, μια ΕΠΟΝ, που αυτά όχι απλώς τα βοηθούσε, αλλά είχε πρωτοβουλίες κι έρχονταν ύστερα πρόσωπα που εσύ ιδέα δεν είχες. Πού να ξέρουμε εμείς τι εστί Βάρναλης, στον Αλμυρό; Δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Που πήγαμε στην Παναγία Ξενιά, μια νύχτα που λέω έκανα κι εγώ την επανάστασή μου, γιατί δεν μας άφηναν να φύγουμε από τα σπίτια και είπα, θα πάω! Που ήρθε ο Νιόνιος, της Βέμπο ο κουνιάδος, ο Τραϊφόρος, αδελφός του Μίμη, ήρθε από την Αθήνα να κάνουμε σύσκεψη της ΕΠΟΝ στον Αλμυρό. Και βγήκε ο Φάμπας ο ζωγράφος, ο μετέπειτα ζωγράφος, και απήγγειλε Βάρναλη:
Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής.
…………………
Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Θυμάμαι την κίνηση (με το μαχαίρι). Τρέλα! Τρέλα! Είχανε κοκκινίσει τα χέρια μας από τα χειροκροτήματα. Οπότε, έτσι, πώς πήγα στην Ξενιά και πώς γύρισα απ’ την Ξενιά, στα σίγουρα είχε προστεθεί μια ωρίμανση, ένα άνοιγμα. Κι από τότε μαζευόμασταν πέντε-πέντε, έξι-έξι, μέσω της ΕΠΟΝ, γειτόνοι, συγγενείς, αδύνατο να μαζευτείς και να μην κάνεις μια απαγγελία. Δεν γινότανε. Έπρεπε να μάθουμε κάποιο ποίημα. Μας έδινε τα βιβλία η ΕΠΟΝ και τα διαβάζαμε. Έπαιρνε ο καθένας και λέγαμε πού θα μαζευτούμε το Σάββατο; Θα μαζευτούμε, ας πούμε, στης Κατίνας το σπίτι. Τι θα φέρεις εσύ; Άλλος θα φέρει σταφίδα, άλλος θα φέρει κέικ, πετιμέζια από γκόρτσα, κάναμε τα κατοχικά γλυκά, ο καθένας από κάτι. Ποιος θα πει ποίημα; Εκείνος. Ποιο ποίημα; Δίναμε τα ποιήματα. Ποιος θα τραγουδήσει; Τραγουδούσαμε ντουέτα. Το θυμάμαι σαν τώρα δα. Πρίμο σεκόντο. Και πάντα εμένα με είχανε υπεύθυνη της διαφώτισης και των τραγουδιών και των χορών, πάντα, σε όλη τη διαδρομή μου.
Μετά ήρθαν τα θέατρα, μεγάλα θέατρα. «Το πούλημα της Πάργας». Έτσι όπως το παίξαμε εμείς, θαυμάσια θα μπορούσε να παιχτεί μέσα στην Αθήνα. Είχαμε κουρτίνες, βαριές, να κάνουμε τα σκηνικά. Όχι ό,τι ό,τι. Αυτές τις κουρτίνες τις φύλαγε η μάνα μου. Όταν επαναπατρίστηκα, άνοιξε το μπαούλο και μου λέει είναι οι κουρτίνες που παίξατε! Μετά από 30 και χρόνια! Τι είναι; ρωτάω. Οι κουρτίνες του Ξύδη, λέει. Ο Ξύδης δεν ζούσε. Ένα παιδί που είχε νοικιάσει ένα σπίτι σε μια πλούσια γριά, πέθανε η γριά που την κοίταξε, του άφησε κληρονομιά αυτό κι όταν ήταν να παίξουμε «Το πούλημα της Πάργας», άνοιξε κι αυτός το μπαούλο και βρήκε κόκκινες κουρτίνες βελούδινες, μεγάλες! Τις βάλαμε και κάναμε ωραιότατο σκηνικό. Μετά έγινε η καταστροφή, κάψανε τη λέσχη, τις μάζεψα εγώ, τις πήρα στο σπίτι, τις πήρε η μαμά μου, τις έκρυψε. Και τριάντα χρόνια τις συντηρούσε για να τις παραδώσει από κει που τις πήρε. Κατάλαβες πόσο ιερό πράγμα θεωρούνταν ό,τι ανήκει στο κόμμα ή ανήκει στον αγώνα; Τι λες τώρα; Δεν ξανάρχονται αυτές οι εποχές.
Συνεπώς, δεν ξεκινήσαμε στα δώδεκά μας, στα δεκατέσσερα, στα δεκαέξι μας, διαβάζοντας Μαρξ. Αυτά ήταν σπανιότατα. Αν ήτανε μερικοί στην Αθήνα ή τρεις-τέσσερεις στον Αλμυρό που είχαν διαβάσει το «Κεφάλαιο» και ξέρανε, εμείς γινήκαμε μέσα απ’ τη ζωή. Τσούουπ, σαν ένα λουλούδι. Και πιστέψαμε μετά. Κι όταν μας πήγανε εξορία, φυλακές, ξύλο, τι θέλεις να γίνει; Όπως έλεγε ο Λουντέμης , όταν του ζήτησαν να κάνει δήλωση, τους λέει, δύο εκατομμύρια χρόνια έκανε ο άνθρωπος για να σταθεί στα πόδια του και να γίνει άνθρωπος κι εσείς θέλετε να το περάσω όλο αυτό σε πέντε λεπτά και να γυρίσω πίσω; Αυτή είναι η αλήθεια. Έτσι έγινε. Ό,τι και να γραφτεί, πρέπει να γραφτεί μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα∙ να γραφτεί αυτό ακριβώς που ζήσαμε, που είναι το μέγιστο που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, και τέλειωσε, μπήκε σφραγίδα μέσα μας. Γι’ αυτό βασανίστηκαν και πίστεψαν οι άνθρωποι.
Κεραυνός
«12 του Φλεβάρη του 1945 έφτασε μια είδηση που μας χτύπησε όλους όπως σε χτυπάει ο κεραυνός όταν πέφτει δίπλα σου. Η δική μας αντιστασιακή ηγεσία υπέγραψε στη Βάρκιζα μια συμφωνία με τους Άγγλους και με την κυβέρνηση της υποτιθέμενης «Εθνικής Ενότητας», με την οποία συμφωνία ο ΕΛΑΣ διαλυόταν και παρέδιδε χωρίς κανέναν όρο τα όπλα στους Εγγλέζους, κι έτσι όλοι εμείς που είχαμε δώσει την ψυχή μας για να απελευθερωθεί η πατρίδα χαρακτηριζόμασταν κατηγορούμενοι και παραδινόμασταν ανυπεράσπιστοι κατευθείαν για εξόντωση. Παρέδιδε δηλαδή ο ΕΛΑΣ τα όπλα που είχαν πάρει οι μαχητές του από τους κατακτητές πολεμώντας τους, και οι Εγγλέζοι τα έπαιρναν και τα έδιναν στους πρώην συνεργάτες των κατακτητών και στις παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις και ομάδες που δημιούργησαν αμέσως και τις εξαπέλυσαν εναντίον μας. Θεέ μου, τι συμφωνία ήταν αυτή! Γεμάτη παράθυρα απ’ όπου πέρασαν οι φάλαγγες, οι εξορίες και τα στρατοδικεία. Τι προδοσία ήταν αυτή; Πώς μπόρεσαν, μα πώς μπόρεσαν και την έκαναν; Σκοτείνιασε γύρω μας ο τόπος, ο κόσμος μας έκλεγε από τα κατάβαθα της ψυχής του, όχι τόσο για ό,τι έγινε, όσο γι’ αυτό που θα γινόταν.
Σύντομα μας κάλεσαν σε σύσκεψη στο Μοναστήρι της Ξενιάς για να μας αναλύσουν τη συμφωνία τα στελέχη της ΕΠΟΝ που ήρθαν από την Αθήνα και την οργάνωση της Μαγνησίας. Μαζευτήκαμε σ’ εκείνη την ίδια αίθουσα όπου πριν από δυο χρόνια είχε ανοίξει το φως τ’ ουρανού και είχε ακουστεί το εγερτήριο σάλπισμα για τον ξεσηκωμό των νέων στον αγώνα κατά των κατακτητών. Τώρα ήθελαν να μας αναλύσουν τι; Τη συμφωνία που και οι ίδιοι μισούσαν; Τι να μας πουν; Ότι η ίδια ηγεσία που μας κινητοποίησε και δημιουργήθηκε αυτό το πανεθνικό κίνημα ενάντια στους κατακτητές, ένα κίνημα πρωτάκουστα μεγάλο –σε εφτάμισι εκατομμύρια περίπου πληθυσμό της χώρας μας τα δυόμισι εκατομμύρια ήταν οργανωμένα στο ΕΑΜ, άλλες εξακόσιες χιλιάδες νέοι στην ΕΠΟΝ, άλλες ογδόντα χιλιάδες στον ΕΛΑΣ, και βάλε τα Αετόπουλα, και βάλε την πολιτοφυλακή, και βάλε, και βάλε–, αυτή λοιπόν η ηγεσία, ανίκανη να αντιληφθεί τον ύπουλο ρόλο των ξένων, ενώ τον είχε αντιληφθεί όλος ο κόσμος, μας «πάσαρε» τώρα στη σφαγή; Ούτε που θέλαμε να τους ακούσουμε.
Σε λίγες μέρες άρχισαν να έρχονται οι Ελασίτες με βουρκωμένα τα μάτια. Έσταζαν φαρμάκι. Μας ερχόταν και κακό που μαθαίναμε ότι στη Γαλλία, την Ιταλία και παντού, η αντίσταση αναγνωριζόταν επίσημα από το κράτος κι οι αντιστασιακοί ήταν η ραχοκοκαλιά του στρατού τους και του κράτους τους. Τότε πολλοί, πότε ψιθυριστά και πότε φανερά, έλεγαν ότι στην ηγεσία υπάρχει προδότης. «Δεν γίνεται», υποστήριζαν, «κάποιος που στέκει πολύ ψηλά είναι κρυφό όργανό τους κι αυτός μας πούλησε!» Και μ’ αυτό πίστευαν πως λύνονταν όλα. Αλλά ήταν στ’ αλήθεια προδότης; Δεν ήταν; Άλλη συζήτηση και τούτη που είχε ανάψει.
Σ’ ένα, όμως, συμφωνούσαν όλοι. Στην ανικανότητα των τοποθετημένων ηγετών και την τυφλή εμπιστοσύνη και υπακοή όλων των Κεντρικών Επιτροπών, των Κεντρικών Συμβουλίων, των παρασυμβουλίων του Στρατηγείου και γενικά όλων μας προς αυτούς τους καθοδηγητές, άσε που νομίζαμε ότι είχαν τις πλάτες της Μεγάλης Σοβιετικής Ένωσης, ενώ είχαμε μεσάνυχτα.
Μετά από πολλά χρόνια ρωτήσαμε αυτούς τους ίδιους τους ηγέτες του κινήματος γιατί το έκαναν. «Γιατί τόσο καταλαβαίναμε», μας απάντησαν, «φοβόμασταν μη μας κατηγορήσουν οι Άγγλοι σύμμαχοι ότι χαλάμε την ενότητα του έθνους». Άκου να δεις, άκου να δεις!
Τα πιο σοφά λόγια μας τα έλεγαν τότε οι παππούδες. «Εδώ γίνεται μεγάλη αδικία. Ξέρεις τι είναι να αδικάς κάποιον; Τον πλήγωσες στην ψυχή. Βάλε τώρα να αδικήσεις ένα λαό ολόκληρο! Αυτό δεν φεύγει όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτή η πίκρα που μένει και αιώνες να περάσουν θα βγαίνει. Και να θέλουν οι άλλες γενιές να το ξεχάσουν, μόλις θα γίνεται κάτι παρόμοιο στον κόσμο θα θυμούνται αμέσως τα δικά μας. Αλίμονο, αλίμονο!» Και με το «αλίμονο» άνοιγε η νέα μας σελίδα.» (απόσπασμα από το βιβλίο «Τα Απόπαιδα»)
Προδοσία
Σ.Ε.: Πολύ σωστά εντοπίζετε στα γραπτά σας την καταστροφική συνέπεια που είχε η συμφωνία της Βάρκιζας. Μια συμφωνία που την αποκαλείτε προδοτική. Από κει αρχίζει η αποσύνθεση. Τελικά, ύστερα από τόσα χρόνια και τόσο ψάξιμο, πού καταλήξατε; Σας πούλησαν στους Εγγλέζους αυτοί που υπογράψανε τις συμφωνίες; Ήτανε προδότης ο Σιάντος;
Κ.Λ.: Δεν με ενδιαφέρει να ψάξω να βρω αν ο Σιάντος ήταν αγορασμένος από τους Εγγλέζους. Όχι, δεν ήταν αγορασμένος, αγωνιστής ήτανε. Το αποτέλεσμα, όμως, της δράσης του είναι εφάμιλλο με την προδοσία. Και εμένα αυτό με ενδιαφέρει. Το ό,τι κατάργησε το αρχηγείο με τον Άρη. Έκανε Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ και μπήκε αυτός επικεφαλής. Το ότι έστειλε τον Άρη να κυνηγάει τον Ζέρβα ενώ οι Εγγλέζοι ήταν στην Αθήνα. Το ότι υπογράφτηκε η Βάρκιζα και παραδώσανε τα όπλα. Και το αισχρό: απαλλάξανε τον εαυτό τους όλοι από ποινικές ευθύνες, αμνηστεύθηκε όλη η ηγεσία! Δεν θα υπάρξει στον κόσμο άλλο πιο αισχρό. Γιατί το περνάνε ντούκου; Τι ήταν όλα αυτά; Ισοδύναμα όχι με μία προδοσία, αλλά με δεκαπέντε. Τώρα, να καθίσω να σκεφτώ αν ήτανε ή δεν ήτανε, ξέρω ότι δεν ήτανε. Δεν πήγανε οι Εγγλέζοι και του δώσανε τα αργύρια. Ο άντρας μου κάποτε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» έγραψε ένα άρθρο και λέει ότι κανονικά, ένας ηγέτης, όπου κι αν είναι, πρέπει να τιμωρείται και γι’ αυτά που δεν έκανε. Όχι γι’ αυτά που έκανε μόνο, τα λάθη. Τι να τους κάνω; Τον Παρτσαλίδη, τι να τον κάνω; Βεβαίως, ενδιαφέρει την Ιστορία γιατί το έκανε. Γι’ αυτό χρειάζονταν οι φάκελοι, για να δούμε πώς και γιατί έγινε το κάθε τι. Τους κάψανε κι απαλλαχτήκανε.
Ο Παρτσαλίδης δεν ήτανε της KGB, να εξηγούμαστε. Ο Τσολάκης και ο Δημητρίου ήτανε. Ο Παρτσαλίδης, αν δεν είχε τη «Βάρκιζα» θα τον βάζανε αυτόν Γενικό Γραμματέα στο ΚΚΕ, δεν θα βάζανε τον Κολιγιάννη. Αλλά ήταν το αίσθημα του κόσμου πολύ ενάντιά του. Ο Παρτσαλίδης, όμως, ακολούθησε το πογκρόμ του Κολιγιάννη. Επί Ζαχαριάδη δεν υπήρχε τρομοκρατία, αλλά δεν μπορούσες να μιλήσεις γιατί λέγαμε έτσι λειτουργεί το κόμμα. Ακόμα δεν είχε ανατραπεί η στρατηγική λειτουργία, η τακτική του κόμματος. Θεωρούσαμε ότι έτσι πρέπει να είναι. Και έγινε ό,τι έγινε με τον Καραγιώργη κ.λπ. Αλλά ήταν μεμονωμένα. Ενώ, με τον Κολιγιάννη και τους άλλους είχαμε μαζικό πογκρόμ!