Παρασκευή, ώρα μία το μεσημέρι, Πανεπιστημίου, λίγο μετά την Ιπποκράτους κατεβαίνοντας προς Ομόνοια. Ένας άντρας, ανάμεσα στα 50 με 60, κάθεται κατάχαμα στο πεζοδρόμιο. Έχει βγάλει το ένα του παπούτσι και την κάλτσα του, έχει ανεβάσει μέχρι το γόνατο τη φόρμα του. Το ποδάρι του είναι σπαρμένο από πληγές. Μόλις φθάνω μπροστά του, γυρνάω το βλέμμα μου προς το μέρος του και τον βλέπω να παλεύει ζεσταίνοντας σε κάτι τσίγκινο να φτιάξει τη δόση του. Με αγωνία ψάχνει το εκατοστό που θα εναποθέσει τη σημερινή ψευδαίσθηση του. Ο κόσμος περνάει αδιάφορα, κανείς δεν τον βλέπει, λες και ο τύπος είναι αόρατος και υπάρχει μόνο στα δικά μου μάτια…
Φτάνω στην πλατεία Ομονοίας. Στη γωνία του Μπάγκειον, στο σημείο που είναι οι κυλιόμενες σκάλες του μετρό, μια σχετικά νεαρή κοπέλα μ’ ένα αρκετά μεγάλο σακ- βουαγιάζ στην πλάτη, ουρλιάζει βρίζοντας κάποιον. Δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι γλώσσα μιλάει, ούτε σε ποιον απευθύνεται, αν είναι υπαρκτό πρόσωπο ή κάποιος δαίμονας της φαντασίας της. Δυο Πακιστανοί την προσπερνάνε ενοχλημένοι. Ένας πλανόδιος πωλητής φράουλας, της ίδιας μάλλον εθνικότητας, τη λέει τρελή. Ένα ζευγάρι, και οι δύο χωρίς δόντια, κάθονται σχεδόν ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο και χασκογελάνε περιφρονητικά. Αρκετοί έχουν σταματήσει και παρακολουθούν το event. Η γυναίκα κατεβαίνει τις σκάλες, οι κραυγές της ακούγονται πλέον με αντίλαλο λόγω του υπογείου, μέχρι που χάνεται στις στοές…
Μπαίνω στο τραμ από τον τερματικό του Συντάγματος, μια γυναίκα μέσης ηλικίας πηγαινοέρχεται φωνάζοντας δυνατά. Παρακολουθώ τους γύρω μου: οι περισσότεροι είναι με κατεβασμένο το βλέμμα προς τα κάτω, φοβούμενοι μην διασταυρωθεί με το δικό της. Η κυρία είναι εκτός εαυτού. Λέει «25 ώρες το 25ωρο φυλάνε τα κεφάλαιά τους με τα καλάσνικοφ. Ο Ριγκολέττος. Θα μας κλαίνε οι ρέγγες. Υποχρεωτικά πρέπει να πάθουμε καρδιοπάθειες. Οι αντοχές τελείωσαν» και άλλα τέτοια, που δεν θυμάμαι τώρα. Τα επαναλαμβάνει συνέχεια. Τα μάτια της δείχνουν έναν άνθρωπο ψυχικά ταλαιπωρημένο, που προφανώς δεν βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά που λέει είναι ασυνάρτητα…
Απλές καθημερινές ιστορίες μιας πόλης που έχει χάσει την ψυχή της και τα λογικά της. Μιας πόλης που το μόνο που ενδιαφέρει τον νεαρό πορφυρογέννητο ιδιοκτήτη της είναι φρου-φρου κι αρώματα. Παντού ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, άστεγοι, τοξικομανείς, μετανάστες σ’ ένα γαϊτανάκι μιζέριας. Κι αυτοί στήνουν πεζόδρομους, πανάκριβες τσίγκινες γλάστρες με φοίνικες και τσίγκινα παγκάκια που το καλοκαίρι λειτουργούν ως υπαίθριες ψησταριές να ζεματάς τ’ αχαμνά σου. Μετά το κράξιμο θα αλλάξουν τους φοίνικες και θα βάλουν πλατάνια, ένα είδος που ευδοκιμούσε χρόνια στην Πανεπιστημίου, καθώς λένε οι ειδήμονες. Ως τότε οι φτωχοδιάβολοι θα περιφέρουν τις σάρκες τους ξιφουλκώντας καθημερινά με τον σακάτη χρόνο.