Στην Κολομβία δολοφονίες, στην Αβάνα διαπραγματεύσεις με το FARC για ειρήνη

Του James Petras*

 

Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη ανάμεσα στο καθεστώς Σάντος και τις επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις της Κολομβίας-Λαϊκός Στρατός (FARC-EP) βασίζονται πάνω σε ψέματα και λαθεμένες υποθέσεις. Το πιο εξωφρενικό από αυτά είναι ότι η Κολομβία είναι δημοκρατική χώρα. Το δεύτερο είναι ότι το καθεστώς Σάντος πράγματι ακολουθεί πολιτικές οι οποίες ευνοούν την ομαλή ενσωμάτωση των εξεγερμένων ενόπλων στο πολιτικό σύστημα.

Υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις που αμφισβητούν και τις δύο αυτές υποθέσεις. Κατά τα τελευταία 25 χρόνια σχεδόν 3 χιλιάδες ηγέτες και ακτιβιστές εργατικών σωματείων έχουν δολοφονηθεί. Πάνω από 4,5 εκατομμύρια αγρότες έχουν εκτοπισθεί από τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις και πάνω από 9 χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι παραμένουν φυλακισμένοι εξαιτίας της μη βίαιης πολιτικής τους δράσης. Επιπλέον, δεκάδες δικηγόροι, ακτιβιστές και υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν δολοφονηθεί.

Η μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων οφείλεται στην κατευθυνόμενη από το καθεστώς δράση του στρατού και των παραστρατιωτικών ταγμάτων θανάτου και την αστυνομική καταστολή που υποστηρίζεται από φιλοκυβερνητικούς πολιτικούς.

Η κλίμακα της καθεστωτικής βίας ενάντια στην κοινωνική αντίδραση αποκλείει κάθε ιδέα περί δημοκρατίας στην Κολομβία: Δεν μπορεί να υπάρχει καμιά νομιμοποίηση για εκλογές που διεξάγονται κάτω από μαζική τρομοκρατία που οργανώνεται με τις ευλογίες του κράτους.

Η επανεκλογή του προέδρου Σάντος και η έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με το FARC-EP για τον τερματισμό του πιο μακροχρόνιου εμφύλιου στη Λατινική Αμερική είναι σίγουρα ένα θετικό βήμα για να σταματήσει η αιματοχυσία και να εδραιωθεί το πλαίσιο για τη μετάβαση στη δημοκρατία.

Ενώ, όμως, το καθεστώς Σάντος έβαλε τέλος στη μαζική κρατική τρομοκρατία του προκατόχου του, υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ, Αλβάρο Ουρίμπε, εξακολουθούν να γίνονται πολιτικές δολοφονίες και οι ένοχοι να καλύπτονται από κρατική ασυλία.

Για να έχει επιτυχία η ειρηνευτική διαδικασία θα πρέπει τα συμφωνημένα από τις δύο πλευρές να εφαρμοστούν αποτελεσματικά. Οι προηγούμενες συμφωνίες κατέληξαν σε μαζικές σφαγές (με τις ευλογίες του καθεστώτος) των ανταρτών όταν αυτοί αφοπλίστηκαν και άρχισαν να δρουν ως κοινωνικοί ακτιβιστές ή πολιτικοί αντιπρόσωποι του λαού.

Οι ειρηνευτικές συνομιλίες διεξάγονται επί δύο χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έχουν γίνει σημαντικές συμφωνίες πάνω σε μια σειρά από ζωτικά θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα, οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει στα 3 από τα 5 σημεία της ειρηνευτικής ατζέντας: ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, συμμετοχή των ανταρτών στο πολιτικό σύστημα και πολιτική για την αντιμετώπιση της διακίνησης ναρκωτικών. Προς το παρόν οι διαπραγματεύσεις επικεντρώνονται στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της «μεταβατικής δικαιοσύνης» για τα θύματα του εμφύλιου. Οι περισσότερες οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και ειδικοί συμφωνούν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων είναι αποτέλεσμα της στρατιωτικής και παραστρατιωτικής καταστολής. Όμως, το καθεστώς Σάντος και τα φερέφωνά του στα ΜΜΕ αποδίδουν την ευθύνη στο FARC.

 

Υπάρχει στ’ αλήθεια «ειρηνευτική διαδικασία»;

Το καθεστώς Σάντος έχει απορρίψει 3 προτάσεις ανακωχής από το FARC παρά τη μονομερή εφαρμογή τους από τους αντάρτες. Η επιλογή του καθεστώτος είναι να συνεχίσει τον πόλεμο στην Κολομβία ενώ, παράλληλα, κάνει διαπραγματεύσεις στην Αβάνα. Τα 2 χρόνια των διαπραγματεύσεων είναι αρκετά για να βγουν σίγουρα συμπεράσματα για τη βιωσιμότητα των συμφωνιών που υπογράφτηκαν στην Αβάνα. Διεθνείς Οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κοινωνικά κινήματα τόσο στην Κολομβία όσο και διεθνώς, υποβάλλουν αναφορές πάνω στο εύρος των συνεχιζόμενων παραβιάσεων των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κολομβία κατά τη διάρκεια ακριβώς των διαπραγματεύσεων.

Στη βάση δεδομένων που συλλέχθηκαν από υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόρους και ειδικούς που συνδέονται με το Πατριωτικό Μέτωπο (Marcha Patriotica) -έναν συνασπισμό δεκάδων αγροτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων που παλεύουν για τα ανθρώπινα δικαιώματα- ανάμεσα στον Απρίλη του 2012 και τον Ιανουάριο του 2014, είναι ξεκάθαρο ότι η κρατική και παραστρατιωτική τρομοκρατία καλά κρατεί, παράλληλα με τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Κατά τους 21 αυτούς μήνες, 29 ακτιβιστές του Πατριωτικού Μετώπου δολοφονήθηκαν και ακόμα 3 «αγνοούνται». Δεκάδες άλλοι έχουν δεχθεί απειλές για τη ζωή τους.

Το ταξικό προφίλ των θυμάτων είναι ενδεικτικό για τη βιωσιμότητα της συνθήκης ειρήνης. 23 από τα δολοφονημένα μέλη του Πατριωτικού Μετώπου ήταν ηγέτες των αγροτών ή ακτιβιστές υπέρ της αγροτικής μεταρρύθμισης και του αναδασμού της γης ή είχαν κάποια άλλη ειρηνική κοινωνική δράση. Τέσσερα από τα θύματα ήταν ενεργά μέλη κοινωνικών κινημάτων που υποστήριζαν μια πολιτική ατζέντα «ειρήνης με κοινωνική δικαιοσύνη». Δύο ήταν δικηγόροι-υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλοι δύο ήταν οργανωτές συλλογικοτήτων σε τοπικές κοινότητες και ένας ήταν ηγέτης του κινήματος της νεολαίας.

Κανένας από τους δράστες δεν συνελήφθη, ενώ οι στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές αν και είχαν ειδοποιηθεί για απειλές κατά της ζωής των θυμάτων αδιαφόρησαν. Ούτε έγιναν κάποιες ανακρίσεις ή έρευνες ακόμα κι όταν φίλοι και συγγενείς των θυμάτων είχαν στη διάθεσή τους σχετικές πληροφορίες.

Ενόψει της απροθυμίας του καθεστώτος Σάντος να ελέγξει τη δολοφονική δράση των στρατιωτικών και αστυνομικών ταγμάτων θανάτου κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, μπορούμε άραγε να εμπιστευθούμε αυτό το καθεστώς ότι θα εφαρμόσει τη συμφωνία για την αγροτική ανάπτυξη; Μπορεί η κυβέρνηση να εγγυηθεί την ασφάλεια των ανταρτών, όταν αυτοί θα παραδώσουν τα όπλα τους για να ενταχθούν στο πολιτικό σύστημα, τη στιγμή που πάνω από 100 ακτιβιστές υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δέχτηκαν απειλές για τη ζωή τους μόνο τον Σεπτέμβρη του 2014;

Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, μέσα στο 2013 δολοφονήθηκαν 70 υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ αυτών γηγενείς και Αφρο-Κολομβιανοί ακτιβιστές και 27 μέλη εργατικών σωματείων. Οι στρατιωτικές μονάδες ευθύνονται για τουλάχιστον 48 ανθρωποκτονίες. Πολλοί διοικητές στρατιωτικών μονάδων εμπλέκονται σε «λανθασμένες ταυτοποιήσεις», πράγμα που σημαίνει ότι οι δολοφονημένοι πολίτες χαρακτηρίστηκαν ψευδώς από το στρατό ως «ένοπλοι αντάρτες». Οι παράνομες δολοφονίες συνεχίζονται και με το καθεστώς Σάντος.

Εξίσου δυσοίωνο είναι το ότι ο Σάντος απέφυγε να διαλύσει τα παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου. Έτσι, το καθεστώς αδυνατεί να προστατεύσει όσους διεκδικούν ένα κομμάτι γης. Οι παραστρατιωτικές συμμορίες τρομοκρατούν ή και δολοφονούν όσους εκτοπισμένους αγρότες προσπαθούν να εγκατασταθούν ξανά στη γη τους σύμφωνα με τον νόμο του Σάντος για την «επιστροφή γης». Ως αποτέλεσμα, αυτός ο νόμος είναι πρακτικά ανεφάρμοστος εξαιτίας των αντιποίνων των γαιοκτημόνων.

Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των εκτοπισμένων έχει αυξηθεί σύμφωνα με τον ΟΗΕ: 55.157 Κολομβιανοί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ανάμεσα στον Ιανουάριο και Οκτώβριο του 2013 εξαιτίας των συγκρούσεων που μαίνονται ανάμεσα στις συμμορίες των εμπόρων ναρκωτικών και των παραστρατιωτικών.

 

Ο πόλεμος του Σάντος ενάντια στους πολίτες

Η διάχυτη ανασφάλεια που επικρατεί στις αγροτικές περιοχές, οι δολοφονίες, οι εξαφανίσεις και οι φυλακίσεις των ακτιβιστών που συμβαίνουν παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη υπονομεύουν τις όποιες συμφωνίες έχουν επιτευχθεί ανάμεσα στο FARC και το καθεστώς Σάντος. Οι υποστηρικτές του καθεστώτος ισχυρίζονται ότι ο αριθμός των δολοφονιών που υποκινούνται από το κράτος μειώθηκε τα τελευταία 3 χρόνια. Η άλλη πλευρά αντιτείνει ότι αν και σχετικά λιγότερες οι δολοφονίες προκαλούν τον ίδιο φόβο, υπονομεύουν τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά όπως και τη μετάβαση σ’ ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Η όλη ιδέα μιας επιτυχημένης ειρηνευτικής διαδικασίας βασίζεται στην υπόθεση ότι οι όποιες συμφωνίες θα καταλήξουν σε συνταγματικές εγγυήσεις που θα διασφαλίζουν την ελεύθερη και δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Όμως, κατά τα δύο τελευταία χρόνια, το καθεστώς δεν έχει δείξει σημάδια μιας ξεκάθαρης και συνεπούς δέσμευσης υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μ’ ένα αντάρτικο κίνημα ενεργό και οπλισμένο που στηρίζεται από τον λαό, πόσο πιο άσχημες θα είναι οι συνθήκες όταν οι στρατιωτικές, αστυνομικές και παραστρατιωτικές συμμορίες, χωρίς το φόβο αντιποίνων, θα είναι ελεύθερες να τρομοκρατούν και να δολοφονούν πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος που θα προσπαθούν να κατέβουν στις τοπικές ή εθνικές εκλογές;

Το καθεστώς Σάντος φαίνεται ότι έχει υιοθετήσει μια διμέτωπη στρατηγική: από τη μια βίαιη καταστολή των κοινωνικών κινημάτων στην Κολομβία και από την άλλη μια ρητορική ειρήνης, δικαιοσύνης και συμβιβασμού στο διαπραγματευτικό τραπέζι στην Αβάνα.

Το καθεστώς Σάντος μπορεί να υπόσχεται την αποδοχή κάποιων δημοκρατικών αλλαγών, αλλά οι πρακτικές του τα δύο τελευταία χρόνια φανερώνουν ένα αυταρχικό, άνομο καθεστώς που απλώς επιχειρεί να διατηρήσει το status quo.

Το καθεστώς Σάντος έχει 3 στρατηγικούς στόχους: αφοπλισμό του λαϊκού επαναστατικού κινήματος, ανάκτηση του ελέγχου των περιοχών όπου επικρατούν οι αντάρτες και υπονόμευση των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα έτσι ώστε να μη δημιουργήσουν πολιτικές συμμαχίες με το λαϊκό κίνημα, όταν και εάν αυτό αποκτήσει συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα.

Είναι αμφίβολο εάν το FARC θα παραδώσει τα όπλα σ’ ένα πολιτικό κλίμα που χαρίζει ασυλία στους παραστρατιωτικούς δολοφόνους, επιτρέπει στους στρατιωτικούς να κάνουν «λανθασμένες ταυτοποιήσεις» και αφήνει τους γαιοκτήμονες να τρομοκρατούν τους αγρότες.

Οι ειρηνευτικές διαδικασίες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία εκτός εάν οι ειρηνευτικές συνομιλίες συνοδευτούν από θεμελιώδεις αλλαγές στο στρατό, οι παραστρατιωτικές συμμορίες αφοπλιστούν και εάν η κυβέρνηση δεν αναγνωρίσει τη νομιμότητα του αιτήματος του μαζικού κοινωνικού κινήματος και των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα για ένα ελεύθερα εκλεγμένο κοινοβούλιο.

 

4 υποθέσεις για τη στρατηγική του Σάντος

Υπάρχουν αρκετές υποθέσεις σχετικά με το γιατί το καθεστώς Σάντος διαπραγματεύεται για ειρήνη ενώ ταυτόχρονα παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα σε καθημερινή βάση.

  1. Το καθεστώς είναι διχασμένο. Μία πλευρά είναι υπέρ της ειρήνης, ενώ η άλλη κινείται αντίθετα. Αυτή η υπόθεση δεν έχει καμία βάση καθώς δεν υπάρχουν ορατά σημάδια κάποιας εσωτερικής σύγκρουσης και το καθεστώς λειτουργεί υπό μία ενιαία διοίκηση. Μπορεί κάποια περιστατικά βίας να είναι αποτέλεσμα τοπικών στρατιωτικών διοικητών, αλλά ποτέ το επίσημο καθεστώς δεν τους τιμώρησε.
  2. Το καθεστώς Σάντος οργανώνει συνειδητά μια εκστρατεία βίας ενάντια στο λαϊκό κοινωνικό κίνημα για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση κι έτσι να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό – μ’ άλλα λόγια, να παραχωρήσει όσο το δυνατόν λιγότερα στο λαϊκό κίνημα για να εξευμενίσει τους ολιγάρχες που είναι αντίθετοι στις διαπραγματεύσεις. Αυτή η υπόθεση εξηγεί τη «διπλή στρατηγική» που υιοθετεί το καθεστώς σχετικά με το FARC, συζητώντας για την ειρήνη στην Αβάνα και απορρίπτοντας μια ανακωχή στη Κολομβία, δηλαδή συνέχιση του πολέμου ενώ διαπραγματεύεται για την ειρήνη. Αυτό και μόνο διαψεύδει τους ισχυρισμούς του καθεστώτος ότι ο Σάντος θέλει πραγματικά την ενσωμάτωση των επαναστατικών δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα.
  3. Το καθεστώς Σάντος είναι σε σιωπηρή συμφωνία με τον πρώην πρόεδρο των ταγμάτων θανάτου Αλβάρο Ουρίμπε. Έτσι, το στρατιωτικό κατεστημένο του καθεστώτος διαπλέκεται με τις παραστρατιωτικές συμμορίες και δουλεύει για λογαριασμό των γαιοκτημόνων, των εμπόρων ναρκωτικών και των επιχειρηματιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σάντος έχει ισχυρούς δεσμούς με τον Ουρίμπε – άλλωστε ήταν υπουργός άμυνας επί προεδρίας του. Επιπλέον μόλις ο Σάντος κέρδισε στις εκλογές για την προεδρία τον υποψήφιο του Ουρίμπε, με μικρή διαφορά, αναζήτησε έναν πολιτικό συμβιβασμό με τους υποστηρικτές του Ουρίμπε στο Κογκρέσο και στην επιχειρηματική ελίτ. Από την άλλη μεριά ο Σάντος γνωρίζει ότι η οικονομική του στρατηγική και ειδικά η ενίσχυση του εμπορίου με τη Λατινική Αμερική και ιδιαίτερη τη Βενεζουέλα, αλλά και η προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί τους τομείς της ενέργειας και των εξορύξεων εξαρτάται από μια συμφωνία ειρήνης με το FARC το οποίο ελέγχει μεγάλες περιοχές πλούσιες σε μεταλλεύματα. Έτσι εξηγείται γιατί ο Σάντος από τη μια υπογράφει «συμφωνίες στα χαρτιά» με το FARC και από την άλλη ακολουθεί μία πολιτική «σιδερένιας πυγμής» με τα κοινωνικά κινήματα.
  4. Η εκρηκτική άνοδος των μαζικών κοινωνικών κινημάτων, ιδιαίτερα του Πατριωτικού Μετώπου, που απαιτούν την άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή των αγροτικών μεταρρυθμίσεων και την επιστροφή της γης σε 3,5 εκατομμύρια εκτοπισμένων οικογενειών καθώς και ο αυξανόμενος έλεγχος των συνεχιζόμενων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από σχετικές οργανώσεις και φορείς, σημαίνουν ότι το καθεστώς Σάντος δεν μπορεί να εξασφαλίσει «ειρήνη» απλά και μόνο μέσω μιας συμφωνίας με το FARC στην Αβάνα. Εάν ο στρατηγικός στόχος του Σάντος σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις είναι να αφοπλίσει τους αντάρτες και να τους ενσωματώσει στο εκλογικό σύστημα χωρίς να κάνει ριζικές κοινωνικοοικονομικές, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τότε είναι απαραίτητο γι’ αυτόν να αποδυναμώσει το λαϊκό κίνημα.

Αυτή η τελευταία φαίνεται να είναι και η πιο πιθανή υπόθεση. Ο πρόεδρος Σάντος είναι ικανός να υποσχεθεί στο FARC κάθε είδους «δημοκρατική μεταρρύθμιση» και ακόμα είναι πρόθυμος να προσυπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία ενάντια στα ναρκωτικά ή υπέρ της «αγροτικής ανάπτυξης». Αυτό όμως που δεν θέλει με τίποτα να δεχτεί είναι η εδραίωση ενός μαζικού λαϊκού αγροτικού κινήματος που παλεύει για την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γης και αγωνίζεται για την επιστροφή στους αγρότες εκατομμυρίων στρεμμάτων γης που έχουν παραχωρηθεί στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες εξορύξεων.

Ο Σάντος δεν θα «διαλύσει» τις παραστρατιωτικές συμμορίες επειδή αυτές είναι όργανα των μεγάλων γαιοκτημόνων και προστατεύουν τις επενδύσεις των μεγάλων μεταλλευτικών εταιριών. Θα προσπαθήσει, όμως, να περιορίσει τη δράση των ταγμάτων θανάτου μόνο σε συγκεκριμένους στόχους.

Ο Σάντος δεν έχει περιορίσει ούτε τις επιθέσεις Κολομβιανών παραστρατιωτικών ομάδων έξω από τα σύνορα της χώρας. Οι δολοφονίες συνεχίζονται, με τελευταία αυτή ενός γερουσιαστή από τη Βενεζουέλα. Επιπλέον, διεύρυνε τους στρατιωτικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ επιδιώκοντας συμφωνίες συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και προσφέροντας μάχιμες μονάδες για τους πολέμους στη Μέση Ανατολή.

Είναι ολοφάνερο ότι το καθεστώς Σάντος δεν έχει συμμορφωθεί ούτε καν με τις πλέον στοιχειώδεις συνθήκες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των 5 μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων στην Αβάνα. Η ασυλία στη στρατιωτική βία, οι λεηλασίες των ταγμάτων θανάτου, οι δεκάδες καθημερινές απειλές κατά της ζωής των ακτιβιστών, οι πάνω από 9 χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι και οι εκατοντάδες ανεξιχνίαστες δολοφονίες των ηγετών του αγροτικού κινήματος δεν συνάδουν με την ειρήνη και τη δημοκρατία. Είναι, όμως, χαρακτηριστικά ενός αυταρχικού, ολιγαρχικού καθεστώτος. Η μετάβαση στη δημοκρατία και την ειρήνη απαιτούν ριζικές αλλαγές στη πολιτική κουλτούρα και τους θεσμούς του κολομβιανού κράτους.

 

* Ο James Petras, πρώην καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Binghamton της Νέας Υόρκης, ασχολείται εδώ και 50 χρόνια με τη θεωρία της ταξικής πάλης, είναι σύμβουλος των χωρίς γη και δουλειά στη Βραζιλία και την Αργεντινή και συν-συγγραφέας του βιβλίου Globalization Unmasked (Εκδ. Zed Books).

 

Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!