Του Αριστοτέλη Γ. Καλλή
Πράξη Α: Ανοίγει η αυλαία με μουσική υπόκρουση το βαλς των αναμνήσεων, των ήχων, των προκλήσεων, των παρακλήσεων και βεβαίως των προσκλήσεων των μελών… σε ήχο δεύτερο
Πράξη Β: Στο βάθος του μικρού διαδρόμου ένας Ρενουάρ στον τοίχο (ακριβές αντίγραφο, όπως η ζωή των κακέκτυπων κατηχητών της διαφώτισης) δίπλα στην αφίσα τού Τσε Γκεβάρα σ’ ένα διαρκές βαλς με το αδύνατον ενός σπάταλα μυθικού Μάη, ως η τελευταία ανάμνηση από το φοιτητικό δωμάτιο, τότε που τα όνειρα τα καθόριζε η νεότητα, η αγνότητα, και όχι η επιπολαιότητα και η φαιδρότητα που κάποιοι προπαγάνδιζαν και συνεχίζουν να το κάνουν κατηγορώντας τους νέους ταυτίζοντάς τους με την επιπολαιότητα και την απώλεια τού περιβόητου αξιακού συστήματος (ηθικού και νόμιμου μετά την φάση παρανομίας του) της προηγούμενης γενιάς που όλως τυχαίως ανήκαν οι ιδιοι, και πού όλως «τυχαίως» δεν οδήγησε σε καμία γη της επαγγελίας, παρά το μεγαλείο της ανέξοδης εξαγγελίας.
Κι αναρωτιέσαι γιατί όλο αυτό το μένος απέναντι στους νέους; Γιατί τελικά;
Για ένα και μόνο λόγο θα έλεγα, κι αυτή θα είναι για μένα η μόνη ανομολόγητη (από πολλούς) αλήθεια, που έχει να κάνει κυρίως με την απώλεια της νεότητας… το γήρας…
Όχι βεβαίως αυτό που αναγκαστικά συνδέεται με τα ηλικιακά κριτήρια, αλλά εκείνο που σε αποσυνδέει από αυτό που όντως συμβαίνει ως γεγονός τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και περίοδο, και σε συνδέει με τη φαντασιακή εγωκεντρική προβολή μιας παρηκμασμένης και ατομικό κεντρικής (ως ιδεολογίας και άποψης) κοινωνίας, που δεν την αφορά το κοινό καλό που έχει συνέχεια και υπεραξία για κάθε γενιά, χωρίς να διαχωρίζει την ποιότητα και την κλίμακα προσφοράς του καθ’ ενός ως μορφή καταξίωσης έναντι των «άλλων»… των όποιων άλλων, κυρίως αυτών πού δεν είχαν την τύχη ή την ατυχία να είναι εκεί στο υπαρκτά ανύπαρκτο πεδίον μάχης, πού καθόρισε την α- συνέχεια τού πράγματος πού έγινε η Άγκυρα ενός πλοίου με το όνομα «η πατρίς πωλείται»…
Πράξη Γ: Προσδιορισμός των κριτηρίων των αφανών κι επιφανών κριτών.
Άραγε ποιοι τελικά να είναι αυτοί οι εκάστοτε κριτές, που έχουν άποψη συνήθως αρνητική, επικριτική και απορριπτική για ό,τι νέο ή διαφορετικό ακολουθεί μετά από αυτούς κάτι σαν προ και μετά Χριστόν;
Είναι αυτοί πού κατά τα συνήθη πρωταγωνιστούν σ’ ένα άδειο αρχαίο θέατρο (χωρίς πολλές φορές να το έχουν αντιληφθεί), θλιβεροί και επιζήμιοι (λόγω επιλογών)… με άγνωστο παρελθόν και αβέβαιο έως μηδενικό μέλλον.
Είναι αυτοί, οι «αναμάρτητοι», βολεμένοι κριτές των πάντων (ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα), που απώλεσαν δια παντός την νεότητα τους, και τώρα μοναχοί με συμπτώματα κατάθλιψης και τάσεις αυτοκτονίας, πάνω σε μια σχεδία από φελιζόλ ,όπως συνήθως συμβαίνει, αφηγούνται και μεγαλοποιούν τα όσα προηγήθηκαν με μιαν ωραία ανύπαρκτη παρέα (την οποία τότε υπονόμευαν και απεχθάνονταν)… δείχνοντας έτσι πως ότι έπραξαν το έπραξαν σωστά κι ανεπανάληπτα (έτσι νομίζουν οι ατυχείς, χωρίς να είναι)… ως νέοι βάρβαροι (κατά το, και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους του Καβάφη), επιβεβαιώνοντας δια της σιωπής τους μετά το μεσονύκτιο… το μέγα ψεύδος, ως μέγα πάθος, που τούς καθοδηγεί μεγαλόπρεπα και άπρεπα, σε μιαν… ολόδικη τους ερμηνεία, αίολη και επιζήμια… πως για όλα τάχα, φταίνε οι νέοι… κι όχι οι άλλοτε «νέοι» που ήσαν κάποτε… νέοι
Υ.Γ.: Το αφιερώνω σε όλους εκείνους που μόνιμα κατηγορούν τούς νέους ότι τάχα έχασαν αξίες και οράματα, και πού ξεχνούν οι δύσμοιροι πως όταν κι αυτοί ήσαν νέοι κάποιοι άλλοι που είχαν απολέσει κι αυτοί οι… φουκαράδες τη νεότητα τους έβγαζαν χολή για τους ιδίους .
Μακάρι οι νέοι σε κάθε εποχή να κυβερνούν και να προσφέρουν χωρίς όρια, περιορισμούς και νουθεσίες των υποταγμένων και συμβιβασμένων που χάθηκαν στου πλήθους την ανωνυμία, πίσω από κάποιον υποτίθεται… ηγέτη που ξαργύρωσε την αγνότητα και τον ενθουσιασμό τους για έναν κόσμο ομορφότερο.