του Θανάση Μουσόπουλου*
Από τα παιδικά μου δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια ο Καραγκιόζης, κοντά στα ποικίλα διαβάσματα και παιχνίδια, αποτελούσε μια δημιουργική ενασχόληση. Να παίζεις μόνος σου με τις φιγούρες, να οργανώνεις παραστάσεις με θεατές τα παιδιά της γειτονιάς, να χαίρεσαι χωμένος μέσα στον φανταστικό κόσμο του μπερντέ.
Και μεγαλώνοντας, να διαβάζεις για το θέατρο σκιών, ν’ αποξεχνιέσαι. Να επαναλαμβάνεις τις προσπάθειες στα παιδιά σου, και τώρα στο εγγόνι. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Κατά καιρούς έγραψα και ασχολήθηκα με το λαϊκό θέατρο, κοντά στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου. Τώρα, με τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση, ξαναπιάστηκα με τον λαϊκό μας ήρωα.
– Παππού, παππού χτυπάει η πρότα…
– Ποιος είναι;
– Ο αχαΐρευτος.
– Ποιος;..
– Έτσι τον είπε η Αγλαΐα τον άντρα της
– Καλωσήρθες Καραγκιόζη, πώς από δω
– Είδα φως και μπήκα …
– Παππού, να του δώσουμε κρεμμύδια και σκόρδα μαζί με τα μελομακάρονα της γιαγιάς…
– Χριστούγεννα, και συ γυρνάς στο δρόμο
– Στο Ρεβεγιόν ήμουνα και είπα να σας χαιρετήσω
– Γιατί σε είπε αχαΐρευτο;
– Από την Επανάσταση του Εικοσιένα, που ήρθα και στρώθηκα για τα καλά, παλεύω
– Διακόσια χρόνια παλεύεις;
– Τι τον ρωτάς, παππού, τέτοια πράγματα!
– Παλεύω μαζί με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, που τον είπαν τρελό, για να δούμε στον ήλιο μοίρα…
– Χρόνια πολλά κύριε Καραγκιόζη…
– Χρόνια πολλά αγαπημένα μου παιδιά, μικρά και μεγάλα…
***
Σε αυτή τη λογική στηρίζεται το βιβλίο μου «Ξάνθη, στη γειτονιά του Αίμου» έκδοση Δήμου Ξάνθης, 2003, όπου ξεκινώντας από κοινές ιστορικές και πολιτιστικές καταβολές της Θράκης και της βαλκανικής ενδοχώρας, διερεύνησα όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και το παρόν και το μέλλον της περιοχής μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της Βαλκανικής κοινότητας μέσα από τις τοπικές ιδιορρυθμίες είναι το θέατρο σκιών με τις «Βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη», σύμφωνα με το ομότιτλο βιβλίο του Βάλτερ Πούχνερ.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, το Θέατρο σκιών που ξεκινά από την Ινδία και Ινδονησία τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, περνά από την Περσία και πολύ αργότερα, το 14ο αι. μ.Χ., φτάνει στην Οθωμανική Τουρκία.
Η τουρκική εκδοχή του Καραγκιόζη ακμάζει στην Κωνσταντινούπολη από το 16ο αιώνα, ενώ οι περισσότεροι καραγκιοζοπαίχτες είναι Εβραίοι, Αρμένιοι και Έλληνες. Από το 1608 αρχίζει η αναφορά παραστάσεων Καραγκιόζη σε διάφορες μεγαλουπόλεις της Βαλκανικής (στη Ρουμανία, στο Βελιγράδι, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Σεράγεβο).
Στον ελληνικό χώρο τα Γιάννενα στις αρχές του 19ου αιώνα και μετά την απελευθέρωση η Αθήνα, η Χαλκίδα, οι πόλεις της Πελοποννήσου, έχουν αξιόλογη παράδοση στον Καραγκιόζη. Το ιδιαίτερο είναι ότι, ενώ σε άλλες βαλκανικές χώρες το τούρκικο θέατρο σκιών παρακμάζει χωρίς να προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες, στην Ελλάδα «εξελληνίζεται» παντρεύοντας το αρχικό πλαίσιο με τις ελληνικές ιδιορρυθμίες.
Πετυχαίνεται η αυτονόμηση του ελληνικού Καραγκιόζη από τον τουρκικό, κυρίως από τον περίφημο Μίμαρο, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Έτσι, ενώ ο Καραγκιόζης στην Τουρκία είναι πια μουσειακό είδος, στην Ελλάδα διαγράφει μια αξιόλογη πορεία, δείχνοντας τον πλούτο και το δυναμισμό της γειτονιάς του Αίμου. Πλούτο και δυναμισμό που διαπιστώνουμε στο λαϊκό και λόγιο πολιτισμό όλων των βαλκανικών περιοχών.
Αυτά έγραφα για τον Καραγκιόζη στο βιβλίο μου «Ξάνθη, στη γειτονιά του Αίμου». Στις ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας δε συνάντησα αναφορά στον Καραγκιόζη, εξαίρεση αποτελεί ο Κ. Θ. Δημαράς. Στη δική του «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», 6η έκδοση, Ίκαρος, 1975, το δέκατο έκτο κεφάλαιο επιγράφεται «Ο Αγώνας – Τ’ άρματα πιάστε», αναφερόμενο στην περίοδο που συνδέεται με την άμεση δράση του Αγώνα του 1821. Στο κεφάλαιο αυτό (σελ. 244-250) αναφέρονται τα εξής θέματα: Ρητορικά, Παραινετικά, Θούριοι, Δημοτικό τραγούδι, Καραγκιόζης, Θεατρικά, Βαβυλωνία. Ο Κ. Θ. Δ(ημαράς) μιλά για τον πραγματικό συναγερμό των λογίων «που έχει κέντρο την επαναστατημένη Ελλάδα», εντάσσοντας σημαντικά στοιχεία για τον Καραγκιόζη, κοντά στις άλλες μορφές (λαϊκής και λόγιας) δημιουργίας.
Ο Κ.Θ.Δ. αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια της εποχής και συνεχίζει: «Μα η λαϊκή έμπνευση σ’ αυτά τα χρόνια αρχίζει κιόλας να παίρνει νέες μορφές, με περισσότερο έκδηλο το αστικό στοιχείο. Εννοώ τον Καραγκιόζη. Τα ιστορικά του Καραγκιόζη στην Ελλάδα δεν είναι καλά γνωστά· μερικοί νεότεροι που ασχολήθηκαν με το θέμα, τον φέρνουν στους τόπους μας σε πρόσφατη εποχή· οπωσδήποτε αυτό δεν είναι σωστό: ο Καραγκιόζης ήταν γνωστός στην Ελλάδα πριν από τον Αγώνα»
Ο Καραγκιόζης έχει σχέση με πιο παλιές και ανατολικές αφετηρίες, «η άμεση προέλευσή του είναι τουρκική». Τονίζεται όμως η αφομοιωτική δύναμη του ελληνισμού, «ενώ δηλαδή ο τούρκικος Καραγκιόζης ολοκληρώνεται στις σκιές και στις βωμολοχίες τους, ο εξελληνισμένος Καραγκιόζης μπόρεσε να φτάσει στο επίπεδο της τέχνης και ν’ αρτιωθεί σ’ έναν τύπο κατεξοχήν συμβολικό και πλούσιο σε ανθρώπινο περιεχόμενο».
***
Στη συνέχεια της ανάλυσής του αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του Καραγκιόζη και των άλλων ηρώων.
Ο Καραγκιόζης «έχει πολύπλευρη προσωπικότητα, που δεν είναι εύκολο να καθορισθεί: μ’ ένα πνεύμα αυτοσατιρισμού, αγαπά να παρουσιάζεται δειλός, ανόητος ή ανήθικος· κι όμως, στις στιγμές όπου κρίνεται αληθινά ο άνθρωπος, βλέπουμε έξαφνα τον Καραγκιόζη να εξαίρεται, πλούσιος σε συναισθήματα, γενναίος, με ετοιμότητα και με θάρρος».
Μελετώντας όλες τούτες τις παρατηρήσεις του Δημαρά, νιώθω πόσο αγάπησε και γνώρισε τον Καραγκιόζη όχι από τα βιβλία, αλλά από τα προσωπικά βιώματα. Έτσι, μιλώντας για τη διπλή μορφή του ήρωα, αποφαίνεται ότι «στη σύνθεση αυτή, νιώθουμε πως πλησιάσαμε την ελληνική ψυχή, που είναι έτοιμη μέσα από τις μικρότητες να υψωθεί κι έτοιμη πάλι να τσακίσει από το βάρος της καθημερινής τριβής. Βέβαια η εξυπνάδα του Καραγκιόζη είναι αυτό που χτυπάει πρώτα-πρώτα στην αίσθησή μας: ένα αδιάκοπο σπινθήρισμα, όπου ίσα-ίσα θαυμάζουμε τον αυτοέλεγχο και την ενεργητική ευφυΐα».
Ο Δημαράς αναφέρεται στους άλλους ήρωες και τονίζει ότι ο Καραγκιόζης με το πέρασμα το χρόνου πλουτίστηκε διαδοχικά με δευτερεύοντα πρόσωπα, «σύμφωνα με τις διαδοχικές καινούριες πραγματικότητες» και συμπληρώνει: «Γενικεύοντας την παρατήρηση αυτήν να σημειώσουμε πως […] και οι υποθέσεις ενημερώνονται κάθε τόσο, δείχνοντας έτσι την ζωντάνια του είδους μεσ’ από την ικανότητά του για προσαρμογή».
Και καταλήγοντας γράφει: «Ενώνοντας ποικίλα στοιχεία της ελληνικής δημοτικής παράδοσης, το τραγούδι, τον Μεγαλέξανδρο, τους ήρωες του Εικοσιένα, ο Καραγκιόζης παρουσιάζεται μέσα στον νεότερο ελληνισμό δείγμα της δημιουργικής ικανότητας του ελληνικού λαού, προσαρμοσμένης στην νεότερη, την αστική συγκρότηση της κοινωνίας».
Ο αξέχαστος φίλος, που τόσα πρόσφερε στον λαϊκό μας πολιτισμό, Κίτσος Μακρής (1917-1988) στο άρθρο του «Οι φιγούρες του Καραγκιόζη και η Παράδοση» (1978), ξεκινώντας γράφει: «Το φαινόμενο Καραγκιόζης είναι πολυσύνθετο: κείμενο, μουσική, ανθρώπινοι χαρακτήρες, προφορά, κοινωνική και γεωγραφική προέλευση των ηρώων, κίνηση, φιγούρες. Καθεμιά από τις συνιστώσες αυτές επιδέχεται ξεχωριστό πλησίασμα, που είναι χρήσιμο αρκεί η ειδική αυτή προσέγγιση να μην αγνοεί τις άλλες πλευρές του φαινομένου. Αυτό παραμένει ενιαίο και το φως που πέφτει σ’ ένα από τα στοιχεία που το απαρτίζουν αντανακλάται και στα άλλα».
***
Ο Καραγκιόζης, που τόσα κουβαλά από τους τόπους που πέρασε και τους χρόνους που έζησε, είναι πράγματι ένας γνήσιος πρεσβευτής της Ανατολής στη Δύση. Νυν και Αεί…
Αξίζει σε επόμενο κείμενο να φωτίσουμε το 1821 μέσα από το έργο του Αχαΐρευτου Ήρωά μας Καραγκιόζη…
* Ξάνθη, αρχές 2021