Του Απόστολου Λυκεσά

 

Είναι που κάθε μέρα δουλεύω στο διπλανό τετράγωνο από εκεί που κάποτε ορθωνόταν το καπνομάγαζο της «Αυστροελληνικής», στην οδό Τσιμισκή ένα με την Αριστοτέλους. Καταμεσίς της πόλης. Κι είναι που θυμάμαι ότι τη δεκαετία του ‘90 είχε δoθεί σκληρή μάχη, οπισθοφυλακών βεβαίως, αλλά σκληρή παραταύτα, να σωθεί το κτίριο, η εντός του μνήμη. Τότε είχε συντύχει να εργάζομαι σε νεότερη οικοδομή, κολλητή στο κουφάρι του ερημωμένου εργοστασίου. Η μυρωδιά του καπνού όμως περνούσε το σκυρόδεμα, κολλούσε στα ρούχα και το κορμί. Καμιά φορά, αδιόρατοι ήχοι έφταναν στα αφτιά μας στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας, σαν ηχώ από το παρελθόν, ανάσες και γογγυσμοί εργατριών και εργατών που τρίβαν τα χέρια τους τον χειμώνα ή βαριανάσαιναν το καλοκαίρι. Μπορούσες να φανταστείς χωρίς καμιά δυσκολία τη βουή της οργής, μέρες του ’36, Μάης, σπαραχτικός έμελλε.

Εξέπεμπε ακόμη, τότε, ένα απειλητικό δέος το άδειο κτίριο. Εκεί, στη βασανιστική «τόγκα», ζυμώθηκε η συνείδηση των εργατών, εκεί το πρώτο ψιθυριστό και φοβισμένο κουβεντολόι, εκεί οι πρώτες, δειλές στην αρχή και πύρινες στη συνέχεια συνελεύσεις, εκεί το φούσκωμα, από εκείνες τις θεόρατες μαντεμένιες πόρτες βγήκε η πρώτη διαδήλωση, πριν εξαπλωθεί στην πυρίκαυστο ζώνη της πόλης, στα άλλα καπνομάγαζα του κέντρου και των δυτικών συνοικιών.

Η «Αυστροελληνική» ήταν η μήτρα της εξέγερσης. Και μεις καθόμασταν τότε, κοντά εξήντα χρόνια μετά, ήσυχοι πια, χρόνια πολλά επίσης μετά από κατοχές και δικτατορίες, πληκτρολογούσαμε στα πρώτα μάκιντος, ειδησάρια αστυνομικού δελτίου και προσχηματικές ανέμελες αντιρρήσεις, καθόμασταν δίπλα στα σβησμένα φρύγανα, ενόσω κατέφθανε η «ανάπτυξη», οι «νέες τάσεις» της αρχιτεκτονικής, έφτανε η ευμάρεια του πλαστικού χρήματος και το χαζολόγημα σε μούλτιπλεξ σινεμά. Εμπορικό κέντρο ξημέρωσε, παρά τις λίγες υπογραφές διαμαρτυρίας που είχαν συγκεντρωθεί και μερικές ιστορικές υπομνήσεις, όσο για την δημοκρατική νομιμοποίηση. Ακόμη και όσοι αντιδρούσαμε, σαν ξεμωραμένοι γέροι μυξοκλαίγαμε κατά βάθος, όπως τα ξαραθυμώ τώρα, ανυποψιάστοι για την ουσία των πραγμάτων, οπισθοδρομικούς μας ανέβαζαν βέβαια, γκρινιάρηδες κουλτουριαραίους μας κατέβαζαν, «μα αφού θα κρατήσουμε τις όψεις του κτιρίου» μας έλεγαν «θα σωθεί η αρχιτεκτονική μνήμη και ιστορία, θα κάνουμε εμπορικό center που λείπει από το κέντρο μιας σύγχρονης πόλης, θα κάνουμε πάρκινγκ που λείπει επίσης, θα βάλουμε και σινεμά και καφετέριες και βιβλιοπωλεία για τον πολιτισμό…». Ο πολιτισμός τους.

Και τα βάλανε όλα όσα είπανε. Και τις όψεις κρατήσανε. Σαν τα κέρινα ομοιώματα στο Μουσείο της μαντάμ Τυσσό, στέκονται φιμωμένοι οι εξωτερικοί τοίχοι, περνάνε τώρα αδιάφοροι «καταναλωτές», κανένας δεν μυρίζει τίποτα πια, παρκάρουν με άνεση τα αυτοκίνητα στην υπόγεια σπηλιά του θηρίου, υπεργείως τα σινεμά παίζουν περιπέτειες, στις καφετέριες ξεκουράζονται φινετσάτες τσάντες δίπλα σε ταλαιπωρημένες από τα εικοσάποντα γάμπες που μόλις βγήκαν από τα γυμναστήρια, η ευμάρεια ήλθε και παρήλθε, τώρα ξανά στην «τόγκα» άντρες και γυναίκες, κι από πάνω προστέθηκε η αστερόεσσα καθότι ανέβηκε ορόφους το αμερικανικό προξενείο, όπως παλιά τα γραφεία των βλοσυρών επιστατών στο καπνεργοστάσιο. Μάης μήνας, στ’ αφτιά μου βαράνε κομπρεσέρ που ρίχνουνε τους τοίχους, κι ύστερα εκσκαφείς, αχνίζουν σαν χνώτα θεριακλήδων τα ερείπια, για λίγο, η μυρωδιά του καπνού έφυγε πια, και προσπαθώ να σώσω λίγο τσιγαρόχαρτο από μνήμη, να στρίψουμε τσιγάρο τα εναπομείναντα τρίμματα από μπασμά και να τραβήξουμε μια βαθια τζούρα μαζί με τον Μπεναρόγια, πριν πάμε πάλι στην πορεία. Μας χυμάει ξανά η διεθνής καβαλαρία. Και να ξηλώσουμε τις πόρτες, εξάπαντος, δεν πρέπει να αφήσουμε τους ζωντανούς απροστάτευτους, τους νεκρούς μας στο δρόμο της λήθης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!