Το «λάθος» του Μνημονίου αποκαλύπτεται ως προμελετημένο έγκλημα και οι συνιστώσες της τρόικας διαπληκτίζονται για την ευθύνη. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το επόμενο βήμα θα είναι να έρθουν και στα χέρια. Δεν ξέρουμε αν θα δούμε διαπληκτισμούς και χειροδικίες μεταξύ των κυριών Λαγκάρντ και Μέρκελ ή των κυρίων Τόμσεν και Ρεν, αλλά η δημόσια αντιδικία για το «πόσο λάθος» είναι το ελληνικό Μνημόνιο προδιαθέτει για κλιμάκωση. Τα μπλοκ της αντιπαράθεσης είναι τα προβλεπόμενα. Από τη μια πλευρά το ΔΝΤ, το οποίο προκειμένου να πλήξει την ηγεσία της Ευρωζώνης στο μαλακό της υπογάστριο έβαλε, στις επτά εκθέσεις που έδωσε στη δημοσιότητα, αρκετές δόσεις αυτοκριτικής. Από την άλλη πλευρά, η γερμανική ηγεσία και το «ιερατείο» των Βρυξελλών που, με ιερή αγανάκτηση διαψεύδει, ανασκευάζει, ειρωνεύεται, χλευάζει τις επισημάνσεις των εκθέσεων.
Τα δύο μπλοκ της πολεμικής αναμέτρησης πλαισιώνονται από αρκετούς των οποίων έχει πια λυθεί η γλώσσα. Το μπλοκ του ΔΝΤ φαίνεται να έχει πολύ περισσότερους και ενθουσιώδεις οπαδούς. Ο αρθρογράφος της Telegraph Άμπρος Έβανς Πρίτσαρντ καλεί χαρακτηριστικά τον επίτροπο Όλι Ρεν «να παραιτηθεί για εγκλήματα κατά της Ελλάδας». Κι εδώ που τα λέμε δεν έχει άδικο. Μια προσεκτική ανάγνωση των εκθέσεων του ΔΝΤ που αξιολογούν το ελληνικό Μνημόνιο αποκαλύπτει όχι ακριβώς ένα «λάθος», αλλά μια μεθοδευμένη διαδικασία που χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως ανάχωμα για να αποφευχθεί η διάχυση της κρίσης στην Ευρωζώνη και να δώσει χρόνο στις ευρωπαϊκές ηγεσίες να φτιάξουν ένα στοιχειώδη μηχανισμό προστασίας των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης και τελικά του ευρώ.
Τι δηλοί ο μύθος; Ότι δεν ήταν η ελληνική κρίση που απειλούσε την υπόσταση της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, η ελληνική κρίση χρησιμοποιήθηκε -αν δεν κατασκευάστηκε κιόλας- για να δώσει στην ευρωπαϊκή ελίτ τη δυνατότητα να ολοκληρώσει το κατασκεύασμα της Ευρωζώνης με τους χειρότερους όρους για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όσα, λοιπόν, λέγονται εδώ και τρία χρόνια για το ότι η ελληνική κοινωνία και οικονομία χρησιμοποιήθηκαν ως εργαστήριο πραγματοποίησης ενός ακραίου πειράματος κάθε άλλο παρά σχήμα λόγου αποδεικνύονται.
Κούρεμα ή νέο δάνειο
Επί της ουσίας, η ευθεία αντιπαράθεση του ΔΝΤ με τους εταίρους του στην Ε.Ε. δεν είναι φιλολογικού χαρακτήρα. Δεν κινείται, βέβαια, από αισθήματα οίκτου των τεχνοκρατών και αξιωματούχων προς τους αναξιοπαθούντες Έλληνες -άλλωστε, οι ομολογίες των αξιολογητών του ΔΝΤ περί «λαθών» στο πρόγραμμα συνοδεύονται και από σαφείς προειδοποιήσεις για ανάγκη νέων μέτρων λιτότητας για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2016 και οι δεδομένες «αστοχίες» εφαρμογής. Το κρίσιμο, ωστόσο, ζήτημα για την ηγεσία του ΔΝΤ που υποχρεούται να εκπροσωπεί τους Αμερικανούς, τους BRICS κι άλλους μεγάλους χρηματοδότες του, είναι να κλιμακώσει τις πιέσεις προς την γερμανική και άλλες ευρωπαϊκές ηγεσίες τους επόμενους μήνες για παρεμβάσεις ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους το οποίο, εξ ορισμού, δεν είναι βιώσιμο με τα κριτήρια του ΔΝΤ.
Παρ’ ότι ο Σόιμπλε και η Κομισιόν αρνούνται ότι έχουν αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση για νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους, αυτή τη φορά εις βάρος των κρατών που το κατέχουν, το ΔΝΤ θεωρεί δεδομένη αυτή την υποχρέωση.
Η μορφή που θα πάρει είναι το δευτερεύον – αν θα είναι επιμήκυνση της αποπληρωμής, μείωση επιτοκίων ή κανονική διαγραφή μέρους του χρέους. Για το ΔΝΤ ζωτικά είναι δύο πράγματα: πρώτον, ότι το ίδιο δεν θα επιβαρυνθεί από αυτή τη διαδικασία, αποδεχόμενο να κουρευτεί και το μέρος του χρέους που του αναλογεί. Και δεύτερον, ότι αν χρειαστεί η Ελλάδα, προκειμένου να σωθούν τα προσχήματα, τρίτο δάνειο, το ίδιο να μη βάλει το χέρι στην τσέπη. Κι αυτό επ’ απειλή αποχώρησής του από την Ελλάδα, ίσως και γενικώς από την Ευρώπη.
Αλλαγή συνταγής
Είναι μια αντιπαράθεση «κύρους», από την άποψη ότι το ΔΝΤ, ως παγκόσμιος τοκογλύφος που εμπλέκεται σε προγράμματα «διάσωσης» σε όλο τον κόσμο δεν θα θέλει να χρεωθεί την πιο παταγώδη αποτυχία του. Αλλά είναι και μια αντιπαράθεση πολιτική, από την άποψη ότι το ΔΝΤ θέλει να εξαντλήσει τα περιθώρια πίεσης για να αλλάξει η συνταγή της λιτότητας στην Ευρωζώνη, που παρασύρει σε ανησυχητική επιβράδυνση όλες τις γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής. Εξ ου και επίκεντρο της αντιπαράθεσης είναι η Γερμανία, ακριβώς λόγω προεκλογικής περιόδου. Η αλλαγή πολιτικής -και ίσως η αλλαγή ηγεσίας- στο Βερολίνο θα μπορούσε να παρασύρει όλη την Ευρώπη σε ένα μετριοπαθέστερο μείγμα πολιτικής που θα κατοχύρωνε μεν τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» (εργασιακή απορρύθμιση και διάλυση του κοινωνικού κράτους), αλλά ταυτόχρονα θα επέτρεπε ένα επίπεδο κατανάλωσης ευεργετικό για όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες.
Ανεξαρτήτως του γεωπολιτικού βάθους αυτής της αντιπαράθεσης του ΔΝΤ με την Ε.Ε. και την ΕΚΤ, η έκβασή της δεν σημαίνει κάτι αυτονόητα ευνοϊκό για την ελληνική κοινωνία.
Το παιχνίδι του «καλού και κακού μπάτσου» που παίζεται αφορά τις εντυπώσεις και, κυρίως, τις διαφορετικές αντιλήψεις για την αποκατάσταση της λειτουργίας της ασθμαίνουσας καπιταλιστικής μηχανής, ιδιαίτερα στο σκέλος της χρηματοδότησής της.
Η κυβέρνηση παρακολουθεί στωικά τον καβγά, έχοντας επιλέξει τον ρόλο του ευτυχούς πειραματόζωου της Μέρκελ και η κοινωνία έχει άλλη μια ευκαιρία να επανεξετάσει ριζικά τη σχέση της με την επικίνδυνη λυκοφωλιά στην οποία είναι εγκλωβισμένη.