Καθημερινά τα περιθώρια αξιοπρεπούς επιβίωσης γίνονται όλο και πιο στενά για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Σταδιακά μια σειρά καταστάσεις και δικαιώματα που κερδήθηκαν με αγώνες και θυσίες χάνονται για τον πολύ λαό. Την ίδια στιγμή οι ολίγοι συνεχίζουν να θησαυρίζουν καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου και λογικής για μια θεωρούμενη οργανωμένη κοινωνία.
Η εκάστοτε κυβέρνηση, ειδικά όμως η παρούσα, αποτελούν τον στυλοβάτη, τον ένθερμο υποστηρικτή και αρωγό σε όλα, για το μεγάλο κεφάλαιο ντόπιο και ξένο. Αντιπολίτευση δεν υπάρχει καθώς κανείς από το πολιτικό σύστημα δεν έχει να αντιπαραθέσει κάποια άλλη συνολική πολιτική για να βγει η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία από το αδιέξοδο. Όλοι είναι υπάκουοι εκτελεστές των προσταγών του ευρωατλαντισμού και της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, στην υπηρεσία συντεταγμένα ή «άτυπα» της ολιγαρχίας.
Ακολουθούν κάποια επίκαιρα θέματα που καταδεικνύουν τη ζούγκλα μέσα στην οποία ζει και προσπαθεί να επιβιώσει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Εργασιακές σχέσεις σκλαβιάς
Το έγκλημα που οργάνωσε το Μαξίμου για την κατάργηση του πενθήμερου, 40ωρου και τη νομιμοποίηση της 6μερης υποχρεωτικής εργασίας σύμφωνα με τις επιλογές και τις αποφάσεις των αφεντικών ολοκληρώθηκε και είναι πλέον γεγονός.
Η κυβέρνηση προσπαθεί με την αμέριστη βοήθεια των μέσων παραπλάνησης και των πρόθυμων δημοσιογράφων τους να αιτιολογήσει αυτή την πολιτική. Προσπαθούν να μας πουν ότι δεν είναι εξαήμερο, ότι γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου, ότι αυξάνονται οι αποδοχές του, ότι καταργείται η «μαύρη» απασχόληση κ.λπ. Όλα όσα αναφέρουν και «αναλύουν» είναι ασύστολα ψεύδη. Σε προηγούμενο σχετικό άρθρο καταγράψαμε αναλυτικά και αποδομήσαμε αυτά τα ψεύδη.
Όταν δουλεύεις έξι μέρες δεν εργάζεσαι πενθήμερο. Όταν σε υποχρεώνει ο εργοδότης να δουλέψεις έκτη μέρα δεν γίνεται με τη δική σου θέληση. Αν αρνηθείς γνωρίζεις εκ των προτέρων τον εκβιασμό, απολύεσαι.
Υπάρχει θεωρητικά, εκ του νόμου, η αύξηση στις αποδοχές για την έκτη μέρα, όμως υπάρχουν και μια σειρά μηχανισμοί και εκβιασμοί για να μην γίνεται πραγματικότητα. Τα «μαύρα» δεν καταργούνται με την ηλεκτρονική κάρτα εργασίας αφού έχουν αφήσει τόσα παραθυράκια να καταστρατηγείται. Αν ήταν η έκτη μέρα εργασίας να μειώσει τα κέρδη των εργοδοτών και να αυξηθούν οι μισθοί τότε δεν θα πρωτοστατούσε ο ΣΕΒ για την εφαρμογή της.
Εάν η κυβέρνηση ενδιαφερόταν στο ελάχιστο για τις συνθήκες εργασίας και τη μη παραβίαση της όποιας εργατικής νομοθεσίας δεν θα διέλυε την επιθεώρηση εργασίας.
Εάν είχαν ελάχιστο ενδιαφέρον για την κατάσταση και τις αποδοχές των εργαζόμενων θα είχαν φροντίσει να υπάρχουν παντού Συλλογικές Συμβάσεις. Όμως τις κατάργησαν όλοι μαζί με τα μνημόνια. Συμβιβάστηκε το γραφειοκρατικό συνδικαλιστικό «κίνημα» και φτάσαμε στο σημείο να έχουν οι εργαζόμενοι ατομική σύμβαση εργασίας, κάτω από την απόλυτη εξουσία του εργοδότη και αυτό να είναι το μοντέλο του μέλλοντός μας…
Αυτά είναι το άθλιο έργο της κυβέρνησης. Και η αντιπολίτευση; Πρώτο έχει τεράστιες ευθύνες για το γενικό «ξεχαρβάλωμα» των εργασιακών σχέσεων και των συμβάσεων, αφού επί των ημερών τους επίσης έγιναν «πράγματα και θαύματα». Σήμερα συζητούν γενικώς και αορίστως για δικαιώματα και διαπαιδαγωγούν τα στελέχη τους στην ευελιξία των συμφερόντων. Δείτε πολλοί από τους σημερινούς κυβερνητικούς βουλευτές και υπουργούς στο παρελθόν ήταν σε «προοδευτικά» κόμματα… Και οι συνδικαλιστές τους ακόμα χειρότερα. Ο καθένας διαχειρίζεται ως προσωπική του περιουσία το «χώρο δράσης» του, για την επιβίωση τη δική του και του πολιτικού χώρου του.
Ακόμα και στο χώρο της «ταξικής αριστεράς» δεν υπάρχει κανένα φως. Γίνονται κινητοποιήσεις και κινήσεις «συντεταγμένες» και απόλυτα ελεγχόμενες. Για να δικαιολογηθεί η αντιπολιτευτική τακτική και η αριστερή συνέπεια. Χωρίς να υπάρχει σκοπός, προοπτική για μια ευρύτερη συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να αγωνιστούν αναζητώντας λύσεις. Κάθε φορά απευθύνονται στο κομματικό τους ακροατήριο όχι στις ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες για συσπείρωση. Σκοπός της όποιας συσπείρωσης είναι να γίνει κάτω από την κομματική σημαία και όχι για τα ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα.
Ενδεικτικό παράδειγμα το δράμα των εργαζόμενων στη ΛΑΡΚΟ. Η στενή συνεργασία κυβέρνησης, δικαιοσύνης, και μηχανισμών «διοίκησης» όπως εκφράζονται στην περίπτωση αυτή με τον γνωστό από ανάλογα έργα εκκαθαριστή, που έχει διοριστεί από την κυβέρνηση(!), έχουν σαν αποτέλεσμα από 16/7/2024 ότι όλοι οι εργαζόμενοι είναι απολυμένοι. Έχασαν τη δουλειά τους και τους στέλνουν στο ταμείο ανεργίας και στα συστήματα «κοινωνικής φροντίδας». Ο νέος ιδιοκτήτης έναντι πινακίου φακής παίρνει το εργοστάσιο με εξασφαλισμένες ουσιαστικά πωλήσεις, χωρίς καμία υποχρέωση σε εργαζόμενους για να εφαρμόσει τα δικά του συστήματα… χωρίς εργασιακές σχέσεις και συλλογικές συμβάσεις. Οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ δίνουν ακόμα τον αγώνα τους. Το ΠΑΜΕ που κυριαρχεί εκεί καθοδηγεί τον αγώνα. Το «κόμμα» εισέπραξε αρκετούς ψήφους εκεί στις ευρωεκλογές. Όμως οι εργαζόμενοι είναι στην πράξη μόνοι τους. Χωρίς συμπαράσταση από τον υπόλοιπο λαό, χωρίς γενίκευση της κινητοποίησης, χωρίς προοπτική γιατί… έτσι έχει εξελιχτεί η διαδικασία με τα στενά κομματικά κριτήρια επιβίωσης του κόμματος, όχι του λαού, της οικονομίας της χώρας.
Ξένοι στη χώρα μας
Όπως λένε οι έρευνες ειδικά φέτος το καλοκαίρι ο ένας στους δύο δεν θα πάει διακοπές καθώς δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα. Οι αιτίες είναι δύο. Η πρώτη η φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού από τα μνημόνια και όσα ακολούθησαν… στο όνομα της εξυγίανσης της οικονομίας και της ανάπτυξης. Η δεύτερη ότι το κόστος για διακοπές είναι πλέον σε αστρονομικά επίπεδα. Αιτίες για τη δεύτερη, η στρεβλή ανάπτυξη της χώρας στον τομέα του τουρισμού αλλά και η άκρατη κερδοσκοπία από όλους όσους συμμετέχουν σε αυτό το χώρο ανεξαρτήτως μεγέθους και θέσης. Η λογική «να αρπάξω ότι μπορώ τώρα» είναι πλέον κανόνας στο χώρο. Γι’ αυτό και βλέπουμε μια σειρά ακραία φαινόμενα τιμών που απευθύνονται σε «λεφτάδες», μεταφορικά, διαμονή, τιμές φαγητού, καφές, ξαπλώστρες κ.λπ.
Σταδιακά τα βασικά στοιχεία του τουρισμού ελέγχονται από μεγάλα συμφέροντα ντόπια και ξένα. Μονοπώλια που επιβάλλουν την τιμή που θέλουν. Οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες ελέγχονται, όσον αφορά την πελατεία, από τους ξένους tour operators που καθορίζουν τις τιμές σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Οι παραλίες φέτος πέρασαν νομίμως στα χέρια των ίδιων συμφερόντων και με τη «βούλα» των «τοπικών αρχόντων». Έκαναν «διαγωνισμούς» για ενοικίαση με την παρουσία των «φουσκωτών» για να μην χαλάσουν οι δουλειές. Υπό αυτές τις συνθήκες ακόμα και ένα μπάνιο για όσους μένουν στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι απαγορευτικό.
Έτσι οι ξένοι έρχονται και απολαμβάνουν το καλοκαίρι στη χώρα αλλά στην πράξη εμείς είμαστε οι ξένοι που δεν μπορούμε να ζήσουμε στον τόπο μας.
Το ρεύμα στα ύψη
Πριν τις ευρωεκλογές ο Κ. Μητσοτάκης «διαρρήγνυε τα ιμάτιά του» ότι το καλοκαίρι η τιμή του ρεύματος δεν θα αυξηθεί κατά 70%, όπως έλεγαν τα σενάρια τότε. Φυσικά ο πρωθυπουργός γνώριζε και τα σενάρια και τις συνθήκες και συνεπώς γνώριζε ότι όχι μόνο 70% αλλά πολύ περισσότερο θα αυξάνονταν οι τιμές. Απλά έκανε τη δουλειά τους ως πολιτικός, κοινώς «ψεύτης», λόγω των εκλογών. Αν δεν το γνώριζε τότε δεν κάνει για τη συγκεκριμένη δουλειά που έχει αναλάβει…
Τελικά η χονδρική τιμή του ρεύματος ανέβηκε, αλλά πολύ περισσότερο από το 70%, και έχει ξεπεράσει το 200%. Όλο αυτό το κερδοσκοπικό-χρηματιστηριακό παιγνίδι το πληρώνουμε εμείς με συνεχείς αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος. Σημειώνουμε ότι για τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο και φυσικά θα ακολουθήσει ο Αύγουστος κάθε μήνα η τιμή στους λογαριασμούς που πληρώνουμε (πράσινο τιμολόγιο οι περισσότεροι) είναι σημαντικά αυξημένη συγκριτικά με τον προηγούμενο μήνα. Οι αυξήσεις στις τιμές ρεύματος δεν έχουν καμία σχέση με τον πληθωρισμό, οι αποκλίσεις τους είναι τεράστιες και στη συνέχεια οι γνωστοί επιχειρηματικοί παράγοντες θα αξιοποιήσουν αυτή την αύξηση στο ρεύμα για να αυξήσουν και τις άλλες τιμές αγαθών και υπηρεσιών.
Τελικό αποτέλεσμα και με το ρεύμα είτε θα «ψηθούμε» από τη ζέστη, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, είτε θα χρησιμοποιήσουμε τα κλιματιστικά και θα πληρώσουμε υπέρογκους λογαριασμούς. Η κυβέρνηση που έκοψε τις επιδοτήσεις ρεύματος από την έναρξη του τρέχοντος έτους, σε συνθήκες πανικού, επανεξετάζει το θέμα. Η λύση η γνωστή συνταγή της. Να μοιράσει πάλι μερικά ψίχουλα, αντί να αλλάξει τις διαδικασίες τιμολόγησης καταργώντας τη ληστρική εφαρμογή του χρηματιστηρίου ενέργειας και να επιβάλλει έλεγχο στους παρόχους με βάση το κόστος παραγωγής.