του Σπύρου Κακουριώτη
Τι μπορεί να συνδέει τους ήρωες του Μαξίμ Γκόρκι με τους έφηβους της Ελλάδας της κρίσης; Τη Ρωσία του 1904, έναν χρόνο πριν την έκρηξη του επαναστατικού κύκλου που θα οδηγούσε στον Οκτώβρη του 1917, με μια τσακισμένη από την κρίση χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας;
Το 1904 πεθαίνει ο Άντον Τσέχοφ και ο Γκόρκι παρουσιάζει το πιο «τσεχοφικό» από τα έργα του, τους Παραθεριστές, για πολλούς «συνέχεια» του Βυσσινόκηπου –μολονότι οι ποιότητές τους είναι τελείως διαφορετικές.
Οι ήρωες του Γκόρκι, εύπορα μέλη της «ιντελιγκέντσιας», περιφέρουν νωχελικά την καλοκαιρινή τους ανία στην ντάτσα του πλούσιου δικηγόρου Μπάσοφ και της οικογένειάς του. Ένας μηχανικός, ένας γιατρός, ένας συγγραφέας, αλλά και ένας νεαρός φοιτητής, μαζί με συζύγους και συγγενείς, προσκεκλημένοι του δικηγόρου, μιλούν ακατάπαυστα, φλερτάρουν, συγκρούονται.
Μέσα από την ανοικονόμητη φλυαρία, αναδύεται το θέμα που θα χωρίσει την ομάδα των ευωχούμενων: το μέλλον και η αλλαγή που έχει ανάγκη η κοινωνία της εποχής τους –και η στάση που ο καθένας προτείνει. Κάποιοι γίνονται διαπρύσιοι κήρυκες της επερχόμενης αλλαγής, άλλοι απορρίπτουν σαν «προπαγάνδα» κάθε τέτοια σκέψη.
Αυτό που τους ενώνει, όμως, είναι πως «όλο μιλούν και δεν κάνουν τίποτα, δεν τολμούν τίποτα». Έτσι, η «λύση» θα έρθει απ’ έξω. Το έργο τελειώνει με ένα δυνατό σφύριγμα του νυχτοφύλακα, που ακούγεται από μακριά. Είναι η απάντηση στην παρατήρηση του μισομεθυσμένου συγγραφέα ότι «ο λαός και όλα αυτά που του συμβαίνουν είναι τόσο ανούσια, τόσο ασήμαντα!». Έναν χρόνο αργότερα, αποδείχθηκε πως δεν ήταν καθόλου έτσι…
Έργο μεγάλης διάρκειας, με 17 ηθοποιούς και καμιά δεκαριά βουβά πρόσωπα, στη χώρα μας παρουσιάστηκε τελευταία φορά το 1989-90 από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, ενώ το 2012 η βέλγικη ομάδα tgSTAN το είχε ανεβάσει και πάλι στη Στέγη.
Η ιδέα της Μαρίας Μαγκανάρη να παρουσιάσει τους Παραθεριστές απευθυνόμενη σε εφηβικό κοινό (χωρίς εκπτώσεις όμως –αντιθέτως η παράσταση αφορά εξίσου τους ενήλικες) είναι, πιστεύω, επιτυχημένη. Ο υπαρξιακός προβληματισμός, η αμηχανία με την οποία οι ήρωες προσπαθούν να διαχειριστούν τις ζωές τους και τους πόθους τους, το ερωτικό πλησίασμα που δεν έχει τα λόγια για να εκφραστεί, είναι όλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εφηβεία.
Διατηρώντας την τετράπρακτη δομή του, μεταφράζει (με την Σύρμω Κεκέ) και διασκευάζει με τρόπο που δεν αποβαίνει εις βάρος του κειμένου, ενώ σκηνογραφικά επιλέγει στοιχεία που παραπέμπουν σε ελληνικό εφηβικό καλοκαίρι: η ντάτσα θα μετατραπεί σε μια μεγάλη σκηνή κατασκηνωτών, οι ηθοποιοί κινούνται πάνω σε μια επιμήκη πασαρέλα, όπως αυτές που οδηγούν από την αμμουδιά στη θάλασσα, οι μουσικές που ακούγονται (Χαράλαμπος Γωγιός) είναι περισσότερο σύγχρονες. Τέλος, η νεαρή ηλικία των πρωταγωνιστών (Κλήμης Εμπέογλου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιώργος Κατσής, Βίκυ Κατσίκα, Φωτεινή Κωστοπούλου, Μαρία Παρασύρη, Ανδριάνα Χαλκίδη) τους φέρνει πιο κοντά στο ελληνικό κοινό, παρά στη ρωσική ατμόσφαιρα του Γκόρκι.
Φερμένοι σε ένα απροσδιόριστο σήμερα, οι ήρωες οσμίζονται στον καλοκαιρινό αέρα ότι κάτι αλλάζει. Ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Όμως, ας μην μας παραπλανά η εκ των υστέρων γνώση: το απειλητικό σφύριγμα του τέλους δεν μας προϊδεάζει για την κατεύθυνση της αλλαγής που έρχεται…
INFO
Στέγη, Εργαστήριο Εφηβικού Θεάτρου. Σάββατο – Κυριακή, 19.00 (για το κοινό), Πέμπτη – Παρασκευή, 11:00 (για σχολεία). Έως 15/4/2018.