του Πάρι Κωνσταντινίδη
Παρατηρώ με έκπληξη το σοκ που προκάλεσε σε βιβλιόφιλους η μαζική καταστροφή των βιβλίων των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Είναι μεν πραγματικά δραματικό μοτίβο, παρόμοιο του «Βυσσινόκηπου» του Τσέχωφ, η πολτοποίηση των βιβλίων από τους νέους ιδιοκτήτες τους, τους δανειστές· πρακτική δε γνωστή από χρόνια.
Είναι εντυπωσιακό ότι μορφωμένοι, ενημερωμένοι άνθρωποι αγνοούσαν πόσοι «βυσσινόκηποι» βιβλίων καταστρέφονται συστηματικά, εξαιτίας μιας «αλλόκοτης», όπως θα έλεγε ο Charles Rosen, νομοθεσίας που φορολογεί τα αδιάθετα στοκ πνευματικών έργων. Αν είχαμε πραγματικά καλής ποιότητας μέσα ενημέρωσης και μη περιορισμένες θεματικές στο δημόσιο λόγο η ύπαρξη αυτής της νομοθεσίας δεν θα αποτελούσε έκπληξη για κανέναν.
Δεν γνωρίζω πότε ξεκίνησαν να φορολογούνται τα αδιάθετα στοκ βιβλίων, αλλά πρέπει να πρωτάκουσα για τη σχετική νομοθεσία πριν εισαχθεί στην Ελλάδα.
Το 2008 είχα την τύχη να πάρω συνέντευξη από τον οξυδερκή πιανίστα και μουσικολόγο, Charles Rosen, ο οποίος έδειχνε μάλλον απογοητευμένος από τις τότε συνθήκες πολιτισμικής παραγωγής στις ΗΠΑ. Είχε αναφερθεί σε ένα «αλλόκοτο οικονομικό πρόβλημα» που δεν ήταν παρά ο νόμος που φορολογεί τα αδιάθετα αποθέματα των δισκογραφικών εταιρειών και των εκδοτικών οίκων (εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον δείχνει πράγματι αλλόκοτος, μιας και στα αποθέματα δεν φορολογείται ένα κέρδος που έχει εισπραχθεί, αλλά η προσδοκία ενδεχόμενης μελλοντικής είσπραξης!).
Τότε θα επρόκειτο για κάποιον σχετικά καινούργιο νόμο. Σε κάθε περίπτωση, όπως όλοι οι νόμοι, δεν ήταν ούτε αιώνιος, ούτε αυτονόητος. Οι συνέπειές του διπλές. Από τη μία έβγαιναν εκτός κυκλοφορίας παλιές εκδόσεις, από την άλλη οι εκδοτικοί και οι δισκογραφικές απέφευγαν το ρίσκο τολμηρών παραγωγών. Ο Rosen θεωρούσε την παραπάνω νομοθεσία εχθρική προς την καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς επεσήμανε ότι «η κλασική μουσική χρειάζεται χρόνο για να διαδοθεί».
O Rosen ουσιαστικά διαπίστωνε ό,τι κι οι «Κανόνες της Τέχνης» του Pierre Bourdieu. Ο Μπουρντιέ σε αυτήν τη μελέτη του περιέγραφε την καλλιτεχνική δημιουργία αξιώσεων ως «μακρύ κύκλο παραγωγής», που χρειάζεται χρόνο για να αποδώσει, ενώ τα τετριμμένα best seller ως «βραχύ κύκλο παραγωγής» που αποδίδουν μέγιστες πωλήσεις άμεσα, οι οποίες όμως πέφτουν στη συνέχεια.
Στον πίνακα του Μπουρντιέ που δημοσιεύουμε, στο Α βλέπουμε το ευπώλητο της εποχής, ενώ στο B τη «Ζήλεια» του «πάπα του Νέου Μυθιστορήματος», Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ, και στο C το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του νομπελίστα, Σάμουελ Μπέκετ, τα οποία αρχικά έκαναν πολύ χαμηλές πωλήσεις, αλλά σε βάθος χρόνου ξεπέρασαν τις πωλήσεις του best seller.
Το ερώτημα είναι: θα είχε πάρει βραβείο Νόμπελ ο Μπέκετ, αν ο εκδότης του είχε αποσύρει το «Περιμένοντας τον Γκοντό» προτού αρχίσει να αποδίδει οικονομικά; Θα γνωρίζαμε το Νέο Μυθιστόρημα, αν είχε αποσυρθεί η «Ζήλεια» του Ρομπ-Γκρινιέ, που την πρώτη χρονιά κυκλοφορίας της πούλησε μόλις 750 αντίτυπα –κάτι τέτοιο θα αντιστοιχούσε σε αρκετά λιγότερα από 200 αντίτυπα στη σημερινή Ελλάδα– στη Γαλλία των τότε 44 εκατομμυρίων πολιτών;
Αν μία φορολογική πρακτική είναι τόσο προβληματική σε μεγαλύτερες αγορές βιβλίων, πόσο πιο δραματικές είναι άραγε οι επιπτώσεις της απερίσκεπτης εισαγωγής της στην πολύ μικρότερη αγορά του ελληνικού βιβλίου; Πόσα αξιόλογα έργα άραγε χάνουμε, χωρίς να συναντήσουν το πραγματικό τους κοινό, λόγω μιας φορολογικής νομοθεσίας που τιμωρεί το καλλιτεχνικό ρίσκο;
* Ο Πάρις Κωνσταντινίδης είναι μουσικολόγος