Στης παραλίας τον καφενέ, στην άκρη καθισμένος, τη ματιά μου έλουζα στο ανοιξιάτικο μούχρωμα. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Νεράιδες απρόσκλητες, κρυφά με ταξιδέψανε στον ορίζοντα τον πορτοκαλοκόκκινο. Εκεί έγινα θεατής, παράστασης ονειρικής. Ήταν, λέει, μαγιάτικο πρωινό κι η πικροδάφνη, ροδαλή, άνοιγε την καρδιά της, ανάλαφρο φιλί να χαρεί από πεταλουδένια χείλη. Από κοντά κι η ατίθαση η λυγαριά, με τα μαβιά τα μάτια κοίταζε αχόρταγα το σπάρτο το ολάνθιστο – θάμνος στης γης το εφηβαίο.
Ξάφνου, ήχος απόμακρος ακούστηκε απ’ του ουρανού τα βάθη, λες και κόπηκε στα δυο η χορδή κάποιας νιας ζωής. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, διάβηκα την πόρτα του δάσους κι είδα εκεί παράξενους ανθρώπους ν’ ανεμίζουν τεράστια τσεκούρια και να πληγώνουν των δένδρων τις σάρκες . Αυτά τα ανθρωποειδή, βλέπανε τον ουρανό μες’ από άδειες κόγχες ματιών, αδειανών νεκροκεφαλών. Έντρομα τα δέντρα τράπηκαν σε φυγή, κουβαλώντας μαζί τους, όσα προλάβανε, και τις αποσκευές τους: Τον ψίθυρο του αγεριού στ’ αυτί της πευκομάνας, το πέταγμα της πέρδικας σ’ αγκάλη ερωτική, του γκιώνη το κελάιδισμα, τη μέρα σαν καλωσορίζει. Πλησίασα πιο κοντά και τότε μια περήφανη οξιά, δακρυσμένη, μου ψιθύρισε: Αυτό που πιο πολύ πονάει, είναι που οι λαβές των τσεκουριών, φτιάχτηκαν απ’ του δικού μας δάσους τα ξύλα.
Πριν προλάβω ν’ αποκριθώ, κάτι απροσδιόριστο, όπως στα όνειρα συμβαίνει, μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα. Όμως κι αυτή, τον Ιονέσκο αντέγραφε.
Ημέρα εθνικής παλιγγενεσίας. Της λευτεριάς τα γενέθλια γιορτάσαμε σε πόλεις πολιορκημένες από ορδές ραβδούχων. Οι μαθητές παρέλασαν, θυμωμένοι, με υψωμένες τις γροθιές τους. Οι πλατείες γεμάτες από τις δυνάμεις καταστολής. Οι νεοναζί, ανενόχλητοι, οργώνανε τους δρόμους της καθημαγμένης πόλης. Κι η Κύπρος -«σταχτοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος»- γυμνή, ανυπεράσπιστη, ολομόναχη, με χαίνουσες πληγές, κονταροχτυπιέται με τους κάθε λογής άρπαγες. Αρνείται να πεθάνει. Τα σαρκοβόρα σκούζουνε. Πρώτοι από όλους, οι φίλιες δυνάμεις, οι αδελφοί, οι Αθηναίοι, έτρεξαν, υποταγή αμέσως να δηλώσουν. Προς Θεού, μη γίνει παρεξήγηση και της Ρώμης οι Συγκλητικοί θυμώσουν. Ύστερα, σήκωσαν τον δείκτη της δεξιάς χειρός, απειλητικά, προς την αιμάσουσσα αδελφή μας Κύπρο, τονίζοντας με στόμφο, πως ένας και μοναδικός δρόμος υπάρχει, ο δρόμος της υποταγής. Παραδειγματιστείτε από μας.
Μίλησε ο εκατόνταρχος, ο σοσιαλιστής κι είπε, βαθιά συγκινημένος, πως αυτές τις μέρες τις ιστορικές, που η πατρίδα δοκιμάζεται, μια μόνο λύση υπάρχει, κι αυτή είναι η λύση η υπεύθυνη, η ασφαλής, η προοδευτική, η πατριωτική: Πλήρης υποταγή στη Ρώμη. Όλα στους αφέντες. Αυτοί ξέρουν. Θα μας προστατεύσουν. Βέβαια πονάει λίγο, ιδίως στην αρχή, αλλά μόνον έτσι θα παραμείνουμε στου ευρώ τη σκέπη. Μόνον έτσι, εμείς θα διατηρήσουμε τα οφίτσια μας. Έπειτα μίλησε η αισχυντηλή αριστερά. Με σύνεση και υπευθυνότητα -χαρακτηριστικά της συνεπούς «Αριστεράς»- ψέλλισε δειλά-δειλά, πως η περιπέτεια, που η άτυχος αδελφή μας ενεπλάκη, καταδεικνύει, πως λύσεις έξω από την Ευρωζώνη δεν υπάρχουν. Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν όλοι. Λόγια, λόγια που κανένα δεν πείθουν. Κι όμως κανείς μα κανείς, δεν βρέθηκε, απ’ της Ευρώπης τα κοινοβούλια, ν’ αναρωτηθεί, το απλούστερο των ερωτημάτων. Πώς είναι δυνατόν, εμείς, οι διαπρύσιοι κήρυκες της δημοκρατίας του χρήματος, να γκρεμίσουμε το οικοδόμημα που κτίσαμε πάνω στα θεμέλια αυτού του αδηφάγου τραπεζικού συστήματος; Κι όμως οι καταθέσεις των υπηκόων και όχι μόνο, έπαψαν να είναι ασφαλείς. Αλήθεια, θυμάστε, κάθε φορά, που η Αριστερά μιλούσε για οικονομική ανεξαρτησία, οι Ευρωπαίοι λακέδες της διεθνούς των τοκογλύφων, τρομοκρατούσαν τους ανύποπτους ανθρωπάκους, λέγοντάς τους πως οι κομμουνιστές θ’ αρπάξουν τις καταθέσεις των εργαζομένων; Σήμερα, χωρίς δισταγμό, χωρίς αιδώ, αποφάσισαν ν’ αποκεφαλίσουν ένα λαό. Τους αγώνες, το μόχθο, τα όνειρα τόσων ανθρώπων, τα υπεξαίρεσαν. Ανενδοίαστα, δηλώνουν, πως έπεται συνέχεια.
Οι μάσκες έπεσαν. Τα προσχήματα πλέον δεν τηρούνται. Κυνικότατα δηλώνουν τα σχέδιά τους. Κι όμως, τους είδατε πώς καρδιοχτυπούν και τρέμουν, σαν το λαγό, μόλις ακούσουν ένα «όχι» βροντερό ν’ αρθρώνεται; Αρχίζουν να βρυχώνται, ν’ απειλούνε. Φίλοι μου, επιτέλους, ήρθε ο καιρός της άρνησης στη βαρβαρότητα. Ας βροντοφωνάξουμε πως η υπεροχή τους είναι πρόσκαιρη, η δύναμή τους εφήμερη. Και πως εμείς, όσο η καρδιά μας πάλλει, θα αφουγκραζόμαστε όχι την απληστία των παρηκμασμένων ηγεμόνων της Ευρώπης, αλλά το τραγούδι της νιότης, που δονεί τα ουράνια. Οι απλοί άνθρωποι είναι συνήθως πιο κοντά στην αλήθεια από τα βαρύγδουπα ινστιτούτα, γι’ αυτό ο σύνδεσμος με τις μάζες, το δυνάμωμα αυτού του συνδέσμου, η θέληση ν’ ακούς τη φωνή μαζών, να τι κάνει την Αριστερά ακαταμάχητη.