Του Ερνστ Μπλοχ
Τι είναι λοιπόν –και το ερώτημα αυτό μας ξαναγυρίζει στον ουμανισμό- το Εγώ; Ένα ον το οποίο δεν έχει ακόμα γεννηθεί και εμποδίζεται, ανακόπτεται και καταπονείται στην προσπάθειά του να εμφανιστεί, είναι η άγνωστη ατομική ανθρωπότητα μέσα μας που τελικά θα πάρει τη θέση του όταν σημάνει η ώρα. Γνωρίζουμε επακριβώς τι δεν είναι (το μαθαίνουμε) αν αναλύσουμε τη συγκεκριμένη ιδέα αυτού που (το Εγώ) θα μπορούσε να είναι, προς την οποία έχουμε ήδη διανύσει τον μισό δρόμο. Όπως ένα εφευρέτης, πολιτικός ή επιστήμονας ο οποίος δηλώνει αυτό που μπορεί και πρέπει να γίνει. Και με τον τρόπο αυτόν η εποχή της αλλοτρίωσης, της παραίτησης και της επιδείνωσης των μέσων και των στόχων μπορεί να ξεπερασθεί. Έτσι, στον δύσκολο δρόμο που βαδίζουμε, πρέπει να έχουμε την ιδέα της γης που αναζητούμε τουλάχιστον στην ευρύτερή της περιφέρεια. Οφείλουμε να εποπτεύσουμε το έδαφος προσεχτικά έτσι ώστε να πάρουμε τη σωστή κατεύθυνση και να μην απατηθούμε από ψευδείς εκπληρώσεις. Αυτό που οι παλιές Ουτοπίες και τα πιο όμορφα και πλούσια όνειρα της ανθρωπότητας εννοούσαν μπορεί να μας βοηθήσει να ανορθωθούμε και πάλι μετά την διαψευσμένη ελπίδα (και τι θα ήταν η ελπίδα αν δεν μπορούσε να διαψευσθεί;) και να μας διδάξει και να διορθώσει μέσα από τη διάψευση. Να ξαναστήσουμε την ελπίδα, αυτή είναι η αποστολή μας, μια αποστολή που την έχουμε επίσης εμπιστευθεί στην ευφυή νεότητα.
Η θέση του ανθρώπου είναι πραγματικά στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας προόδου. Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί ανθρωπολογικό θεώρημα, όπως ακριβώς είναι ένα κοσμολογικό θεώρημα. Αλλά αυτό το θεώρημα αξιώνει την ατέλεια του ανθρώπου, ενώ η ανθρωπολογία σταθεροποιεί τον άνθρωπο. Το πρόσωπο των ζώων λειτουργεί σαν ασπίδα, παραμένει πάντοτε ανέκφραστο και αμετάβλητο. Όμως ο άνθρωπος πολύ δύσκολα μπορεί να έχει την ίδια έκφραση δυο φορές. Δεν γνωρίζουμε ποιοι θα γίνουμε, ούτε καν κατά πόσο είμαστε ανθρώπινοι. Στην Αποκάλυψη μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας όπως είμαστε στην απόμακρη εικόνα του Χριστού, ο οποίος είναι τώρα αυτό που ήδη θα μπορούσαμε να είμαστε. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό είμαστε, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, μεταμφιεσμένα αποσπάσματα του εαυτού μας, και η τελειότητά μας συνίσταται στο γεγονός ότι είμαστε ατελείς, «ποτέ τελειωμένοι». Ο άνθρωπος είναι το πλέον απροσδιόριστο δημιούργημα πάνω στη γη. «Ο άνθρωπος είναι μια άβυσσος, ζαλίζεται κανείς αν κοιτάξει μέσα της». (Μπρύχνερ: Βόϋτσεκ). Η ανθρωπολογία όφειλε να μην δίδει έναν σταθερό ορισμό του ανθρώπου: όφειλε να τον κατατάσσει μέσα σ’ ένα ανοιχτό σύστημα ως υπαινικτικότητα, συμβολισμό, αποσπασματικότητα. Στη θεωρία της προόδου επίσης ο άνθρωπος, είναι μια μετάβαση, όμως ο στόχος είναι ήδη γνωστός. Στο επίπεδο της πραγματικότητας, δεν είναι γνωστό τι θα γίνει ο άνθρωπος στο έσχατο στάδιο, διότι το έσχατο είναι μονάχα το αντικείμενο της ελπίδας μας και παράγεται μέσα από τις προσπάθειές μας.
Η ανθρωπολογία δεν είναι για μένα μια λέξη-κλειδί. Είναι ένα λανθασμένο κλειδί που κλειδώνει περισσότερες πόρτες απ’ όσες ανοίγει. Εξετάζει το μέρος αντί του όλου. Αυτό που είναι ιδιαίτερο στον άνθρωπο δεν υπάρχει σ’ αυτόν κατ’ αποκλειστικότητα. Ένα βουνό μπορεί να έχει μεγαλύτερο μέλλον από έναν άνθρωπο. Κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι μια πολύ στενή κατηγορία. Πρέπει να ανακαλυφθούν περιεκτικές κατηγορίες που να διανοίγουν τομείς διασταύρωσης. Η κατηγορία «άνθρωπος» δεν παρουσιάζει κάποιον τομέα διασταύρωσης. Όμως από μια άλλη κατεύθυνση είναι εξαιρετικά ευρεία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την ιστορία και την κοινωνία. Οι κατηγορίες πρέπει πάλι να γίνουν μικρότερες, η λεπτομέρεια πρέπει να καθιερώνει τα κριτήριά τους.
Αποσπάσματα συζητήσεων από σεμινάριο με θέμα «Ο Μαρξ και η Επανάσταση» που διοργάνωσε το περιοδικό Praxis τον Αύγουστο του 1968. Τα κείμενα δημοσιεύτηκαν το φθινόπωρο του 1975 στο περιοδικό Telos. Στα ελληνικά κυκλοφόρησαν το 1985 από τις εκδόσεις Έρασμος με τίτλο «Ουτοπία και Επανάσταση» και σε μετάφραση του Στέφανου Ροζάνη