Η Φαύστα του Μπόστ στο Θέατρο Στοά για τα 40 χρόνια του θιάσου. Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου
Ανοίγει διάπλατα τα πέντε δάχτυλα του χεριού του και ρίχνει μια ελληνικότατη μούντζα. Μούντζα στην υποκρισία και το δήθεν, στο καθωσπρέπει και τη μικροαστική σαπίλα, στη σοβαροφάνεια και την «επίσημη» εκδοχή των πραγμάτων. Και υμνεί το παράδοξο, το αναρχικό, το ανατρεπτικό, το ελευθεριάζον, το προκλητικό. Αυτός είναι ο Μποστ, ένα επίμονο πειραχτήρι που καταφέρνει με τη θεατρική του πένα να στρεβλώσει τα πάντα κατά πώς τον βολεύει, με σκοπό το γέλιο που… ευφραίνει καρδίαν. Και μέσα από αυτή τη στρέβλωση να καταδείξει το γελοίο αλλά και το τραγικό που κρύβει η ανθρώπινη φύση… Έτσι, και στην πικάντικη και πιπεράτη Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη, μια ιλαροτραγωδία -όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει- γραμμένη στα 1964 αλλά καθ’ όλα επίκαιρη, ο Μέντης Μποσταντζόγλου καταφέρνει να σε κάνει να γελάσεις μετά δακρύων με ένα τραγικό γεγονός. Ίσως το πιο τραγικό, την απώλεια, και μάλιστα ενός τετράχρονου κοριτσιού. Που την καταπίνει ένα ψάρι-κήτος για να την ξαναβρούν οι γονείς της μετά από 16 χρόνια μέσα στην κοιλιά του και να την κατασπαράξουν οι γάτες -μια και δεν πρόλαβε να πλυθεί και βρομούσε ψαρίλα- την επόμενη μέρα. Και γελάς χωρίς ενοχές, με αυτή τη μαγική ιδιότητα που έχει το μαύρο χιούμορ, αλλά και η δαιμόνια, μοναδική στο είδος της γραφή του Μποστ, που καταφέρνει να κάνει το αφύσικο φυσικό και το απαράδεκτο αποδεκτό. Υπάρχει λογική στο παράλογο; Αλήθεια στο ψέμα; Βλακεία στη λογική; «Ναι» θα απαντούσε, νομίζω ο Μποστ, που αποδεικνύει πως δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο στο σύντομο βίο μας, αλλά μια γκρίζα ζώνη που άλλοτε γεμίζει με φως και άλλοτε βυθίζεται στο σκοτάδι… Και επειδή αρέσκομαι ιδιαιτέρως στα επίκαιρα… ηθικά διδάγματα, επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα μικρό κομμάτι από τους παροιμιώδεις διάλογους του θεότρελου μποστικού σύμπαντος: «Γιάννης: Οι πτωχοί πρέπει να δίνουν φόρους μ’ ακόμη περισσότερους να βάζουν στους ευπόρους. Μονάχα έτσι θα βρεθεί σωστή δικαιοσύνη κι ο πλούσιος και ο πτωχός ανάλογα σαν δίνει. Ριτσάκι: Εάν αυτό εφαρμοσθεί, τα έθνη μαραζώνουν. Σβήνουν από προσώπου γης και σαν κεράκια λιώνουν. Γιάννης: Γιατί; Ριτσάκι: Διότι διαιωνίζεται το κράτος αδικίας κι έχομεν πάλι πλούσιους και πτωχικάς οικίας. Καθόσον κάθε πάμπτωχος ανόητον θα βρίσκει να κάνει υπεράνθρωπους αγών διά να πλουτίσκει. “Διατί να γίνω πλούσιος”, θα σκέπτεται καθένας “διά να πληρώνω εισφοράς εν γένει ηυξημένας; Αντί να γίνω πλούσιος να δίνω περισσότερα, χίλιες φορές θεόφτωχος, που δίνω και λιγότερα». Γι’ αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει αν βλέπει πως τον πλούσιον το κράτος τον βραβεύει. Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων ειν’ να τρελάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων…».
Τα της παράστασης
Ο κόσμος του Μποστ μοιάζει με λαϊκή παροιμία. Έχει συμπυκνωμένη σοφία που περνάει όμως στο κοινό με ένα ιδιαίτερα φορτωμένο και χειμαρρώδη λόγο. Έτσι χειμαρρώδης ήταν και η παράσταση στο όλον της, για να χορταίνει το μάτι από την υπερβολή και την παραδοξότητα, αλλά και να τσιγκλιέται ο νους από τα θέματα που υπόγεια θίγει το έργο.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου σκηνοθετικά κράτησε αυτή τη θαυμαστή ισορροπία, προσφέροντας άφθονο γέλιο αλλά και τροφή για σκέψη. Σύμμαχος τα κοστούμια και το σκηνικό με την υπογραφή του Μποστ και την υλοποίηση από τη Λέα Κούση που θύμιζαν φθηνές αποκριάτικες στολές, μια ατελείωτη μασκαράτα. Τα λόγια είναι περιττά για τη «Φαύστα» της Λήδας Πρωτοψάλτη, που έπλασε μια γραφικότατη ανθρώπινη καρικατούρα παρέα με τον… ανεκδιήγητο «Γιάννη» του Θανάση Παπαγεωργίου. Το «Ριτσάκι» της Κοραλίας Τσόγκα είχε μπρίο και ήταν ιδιαίτερα καλλίφωνο, ενώ η Εύα Καμινάρη ως «Κυρία Ιατρού» με μικρά υποκριτικά τερτίπια κατάφερε να είναι απλά πολύ… αστεία. Όπως και ο Παναγιώτης Μέντης, η Βάσω Ορκοπούλου και η Νίκη Χαντζίδου ήταν μια αλησμόνητη κωμική… χορωδία-παρωδία.
Η υπέροχη μουσική του Βασίλη Δημητρίου (βραβευμένη με το Βραβείο Καρόλου Κουν για το ανέβασμα της Φαύστας το 1998 επίσης από τη Στοά) ήταν ένα νοσταλγικό ταξίδι με ελληνικό άρωμα και θεατρικό ένστικτο.
Το tip του θεατή
Αν έχεις χρόνο, πήγαινε λίγο νωρίτερα στο θέατρο. Να πάρεις μια γεύση από το αφιέρωμα για τα 40 χρόνια του Θεάτρου Στοά στο φουαγιέ, αλλά και για να απολαύσεις το βίντεο για τον Μποστ με τις απείρου κάλλους γελοιογραφίες και τα ζωγραφικά του έργα ή αλλιώς τις… «λαϊκαί εικόναι» μιας Ελλάδας που έφυγε ανεπιστρεπτί.
Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!