Δεν υπάρχει μάλλον άλλη κοινωνική διάσταση, κοινωνικό πρόβλημα, άνιση σχέση, καταπιεστική δομή, κοινωνικό κίνημα, το οποίο να έχει τεθεί υπό διαρκή κριτική και για την ακρίβεια υπό αίρεση, όσο οι άνισες σχέσεις μεταξύ των ανδρών και των γυναικών και το φεμινιστικό κίνημα σε όλες τις φάσεις ή τα «κύματά» του.
Από την εποχή της επιφύλαξης της ιστορικής αριστεράς για τις «φεμινιστικές ακρότητες» μέχρι τη σύγχρονη συζήτηση για το αν η γυναικοκτονία «δικαιούται» να αποτελεί φαινόμενο και επομένως να διακρίνεται λεξιλογικά και σημασιολογικά με αφορμή το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, το κοινό μοτίβο είναι η αμφισβήτηση αυτής καθαυτής της έμφυλης διάστασης τόσο της κοινωνικής καταπίεσης, όσο και των διαστάσεων που αυτή θα μπορούσε να λάβει ως τμήμα μιας χειραφετητικής προοπτικής των ανθρώπων –εάν βέβαια υποτεθεί ότι η διατύπωση χειραφετητικών προταγμάτων συνεχίζει να ενδιαφέρει τον σύγχρονο άνθρωπο και δεν προσχωρούμε στο «αυτός που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος» ή στο «έτσι είναι ο άνθρωπος».
Οι αιτίες αυτής της ιδεολογικής «επιφύλαξης» που εμπλέκει διαστάσεις ψυχαναλυτικές, γλωσσικές, πολιτικές και άλλες βρίσκονται στο ότι οποιαδήποτε συζήτηση για τις σχέσεις των φύλων ως συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων, αναγκαστικά αγγίζει προσωπικές διαστάσεις του καθενός και της καθεμιάς μας και, επομένως, χαρακτηρίζεται από τη διαλεκτική ένταση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό / πολιτικό. Άλλωστε αυτή ίσως είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του φεμινιστικού κινήματος στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας (πέρα από την μεγάλη πρόοδο που έφερε στην θέση της γυναίκας): το προσωπικό είναι και πολιτικό.
ΕΑΝ ΑΥΤΑ ανήκουν στην ιστορία, δεν σημαίνει ότι στο παρόν το ζήτημα είναι σαν να μην υπάρχει. Και αυτό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη μανιχαϊστική συζήτηση είναι η εργαλειοποίηση του γυναικείου ζητήματος για αλλότριες στοχεύσεις. ‘Έτσι, από την μια πλευρά, ένα τμήμα του έστω και αναιμικού σύγχρονου γυναικείου «κινηματικού» λόγου θεωρεί ότι η σύγχρονη πατριαρχική επιβίωση καταπιέζει τις «θηλυκότητες» και όχι τις γυναίκες και ταυτίζει τα απολύτως σεβαστά δικαιώματα των σεξουαλικών επιλογών οποιουδήποτε ανθρώπου με τα αιτήματα της γυναικείας απελευθέρωσης. Αυτή είναι μια επιλογή μεθοδολογικά λανθασμένη, και πολιτικά απολύτως διαχειρίσιμη από το σύγχρονο κυρίαρχο λόγο που προωθεί το άφυλο ον, τις τεχνολογίες αναπαραγωγής και τα φαρμακευτικά συμπαρομαρτούντα τους, την αναπαραγωγή ως επάγγελμα των φτωχών γυναικών ως παρένθετων μητέρων, την υπέρβαση δήθεν της βιολογίας μέσω της προώθησης της ιδεολογίας της κατασκευής ταυτοτήτων. Ο βαθύς ιδεαλισμός αυτών των θεωριών έρχεται να εξυπηρετήσει την κατασκευή του μετα-ανθρώπου, έρμαιου της τεχνολογίας και της δήθεν ασαφούς ταυτότητας. Γιαυτό και η επιλογή των αφηρημένων ουσιαστικών «θηλυκότητα» «αρρενωπότητα» για την αναφορά σε συγκεκριμένες οντότητες. Κι όμως, όσο και αν θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, χρειάζεται να υπενθυμιστεί. Οι άνθρωποι έχουν φύλο, βιολογικό φύλο, όπως έχουν σώμα, πρόσωπο, ηλικία. Όλοι οι κοινωνικοί ρόλοι (άνισοι ή και καταπιεστικοί) στηρίζονται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και όρια που μας θέτει η βιολογία. Ο τελευταίος ενάμισης χρόνος του εγκλεισμού και της τηλε-ζωής μας ίσως θα έπρεπε να μας έχει πείσει για τη σωματικότητα της ύπαρξής μας. Και στο επίπεδο της βιολογίας δεν υπάρχουν επιλογές. It just happens.
Εξίσου, όμως, προβληματική είναι η αντίδραση στη μεταμοντέρνα ρητορική, όταν καταφεύγει στη ζεστή αγκαλιά της παράδοσης (εθνικής ή αριστερής) και καταλήγει στο να αρνείται την πραγματικότητα της γυναικείας καταπίεσης. Η βελτίωση στη θέση της γυναίκας τις τελευταίες δεκαετίες –ιδίως στον Δυτικό κόσμο– οδηγούν πολλούς αλλά και πολλές να θεωρούν ότι δεν υφίσταται γυναικείο ζήτημα, ότι η γυναικεία οπτική σε ένα έγκλημα όπως το πολυσυζητημένο των τελευταίων ημερών είναι όχι απλώς άχρηστη, αλλά συμβάλλει στη διαίρεση της κοινωνίας, στην εχθροπάθεια, στο «όλοι εναντίον όλων». Αποκύημα αυτών των αντιλήψεων είναι και οι καθαρευουσιασμοί περί «γυναικοκτονίας», όρου που κατά τους επικριτές του δεν θα έπρεπε να υπάρχει…. Παρεμπιπτόντως, ο καθαρευουσιανισμός είναι κοινό χαρακτηριστικό των δύο πλευρών. Οι μεν θέλουν να εξοβελίσουν την «γυναικοκτονία» οι δε θέλουν να επιβάλλουν το @ ως σύμβολο του ουδέτερου. Δεν μας λένε βέβαια πώς προφέρεται. Θυμίζουν, πράγματι, αμφότεροι τον ακραίο αρχαϊστή Σκιά που ήθελε να επαναφέρει το απαρέμφατο στη νέα ελληνική.
Σε αυτές τις περιπτώσεις μανιχαϊστικών σκιαμαχιών, χρήσιμο είναι να επαναφερόμαστε στην γλωσσική πραγματικότητα και όχι στις καθαρευουσιάνικες κατασκευές. Και αυτή μας δίνει τη λέξη «μισογυνισμός» (άρα το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί στις κοινωνίες μας), μας δίνει την έκφραση «έχω γυναίκα στο σπίτι», δηλαδή μια άνευ ονόματος που καθαρίζει όσα δεν μπορούν οι κατασκευαστές εννοιών και λέξεων.
ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ πιο χρήσιμο είναι να επαναφερόμαστε στην υλική πραγματικότητα. Εκείνη που δίνουν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, των βιασμών σε όλο τον πλανήτη και στη χώρα μας, εκείνη που οδήγησε στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις γυναικών στη Λατινική Αμερική και την Ινδία ενάντια στη βία και τους βιασμούς τα τελευταία πέντε χρόνια (και στην παρεπόμενη ένταξη του «γυναικοκτονία» στο νομικό σύστημα ορισμένων χωρών).
Χρήσιμο και κυρίως οδυνηρό είναι να μαθαίνουμε για τον μαρτυρικό θάνατο μιας εικοσάχρονης κοπέλας επειδή –πιθανόν μεταξύ άλλων αιτιών– αντέδρασε στο να είναι κτήμα / απόκτημα του καθ’ ομολογία συζύγου της. Οδυνηρό είναι να σχηματίζουμε την εικόνα της καθαρίστριας που καθαρίζει σκάλες και ασανσέρ και ο ξανακαταδικασμένος για βιασμό την χτυπά και την βιάζει, επειδή μπορεί… Οδυνηρό είναι να παρακολουθούμε την ιστορία της Μυρτώς που βιάστηκε και έμεινε ανάπηρη από το 2012. Οδυνηρό είναι να παρακολουθούμε το βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, επειδή αντιστάθηκε.
Αν έχουμε να προσφέρουμε κάτι ως φεμινίστριες, ως άνθρωποι που αγωνίζονται για έναν πιο ανθρώπινο κόσμο είναι να δώσουμε φωνή και σχήμα στις κραυγές αυτών των γυναικών και στις σιωπές πολλών περισσότερων. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση, οι υπόλοιποι διανοητικοί ακροβατισμοί είναι στην χειρότερη περίπτωση εργαλειοποίηση της γυναικείας καταπίεσης, στην καλύτερη «έπεα πτερόεντα».