Ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s προχώρησε την περασμένη εβδομάδα (6/11/2020) σε μερική αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Η χώρα ανέβηκε κατά μία βαθμίδα στην Ba3 από B1 προηγουμένως με την εκτίμηση για σταθερές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η αναβάθμιση, σύμφωνα με την Moody’s, είναι αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας τα επόμενα χρόνια, λόγω της αναμενόμενης βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος και των εισροών κεφαλαίων από την Ε.Ε. στο πλαίσιο του «Ταμείου Ανάκαμψης».
Έκπληξη η αναβάθμιση
Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε έκπληξη καθώς δεν υπήρχαν σχετικές ενδείξεις τόσο λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας αλλά και όσον αφορά τις προθέσεις της Moody’s. Αποτέλεσε δε στην παρούσα φάση μία «ευχάριστη νότα» για την κυβέρνηση η πολιτική της οποίας, ειδικά όσον αφορά την πανδημία, έχει φέρει σε αδιέξοδο την οικονομία αλλά και την κοινωνία.
Η αναβάθμιση ως γεγονός βοηθά την ελληνική οικονομία στην παρούσα φάση όσον αφορά το δανεισμό του δημοσίου από τις αγορές. Συμβάλλει στην αύξηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών και στη βελτίωση των επιτοκίων για τοποθετήσεις στους εκδιδόμενους ελληνικούς τίτλους για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που έχει γιγαντωθεί λόγω της πανδημίας. Βέβαια δεν λύνει ουσιαστικά το πρόβλημα της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας. Η κατάταξη των ελληνικών τίτλων δεν είναι σε ικανή πιστοληπτική βαθμίδα. Η νέα κατάταξη των ελληνικών τίτλων σημαίνει: ομόλογα που το μέλλον τους δεν μπορεί να προβλεφθεί και να εξασφαλιστούν οι αποδόσεις τους. Πρακτικά τα ελληνικά ομόλογα συνεχίζουν να είναι σε καθεστώς junk bonds (ομόλογα «σκουπίδια») και είναι ακόμα δύο βαθμίδες πίσω για να περάσουν στην κατηγορία investment grade (επενδυτική βαθμίδα) που σημαίνει ότι έχουν μειωμένο κίνδυνο και μπορούν να εντάσσονται στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια.
Το θέμα αυτό της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, ειδικά στην παρούσα φάση, είναι σημαντικό καθώς: α) στην «γερμανική» Ε.Ε. δεν υπάρχει διαδικασία χρηματοδότησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων από την κεντρική τράπεζα όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, β) τα όποια έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας χρηματοδοτούνται από δανειακά κεφάλαια που προέρχονται από τις διεθνείς αγορές με επιτόκια ανάλογα με την πιστοληπτική ικανότητα κάθε κράτους ατομικά, γ) το ύψος του δημοσίου χρέους επιβαρύνεται σημαντικά από μια τέτοια διαδικασία και ειδικά χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος αντιμετωπίζουν πρόσθετες δυσκολίες ως προς το ύψος του επιτοκίου και την εξεύρεση πόρων, δ) έτσι σε τελική ανάλυση την χρηματοδότηση από τις αγορές την πληρώνουν οι λαοί, με τον ελληνικό λαό να συνεχίζει να βρίσκεται στην πλέον δύσκολη εδώ και πάνω από μία δεκαετία.
Το «αμαρτωλό» παρελθόν αξιολογήσεων
Η Moody’s, όπως και οι άλλες παγκοσμίου μεγέθους, εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης, δεν μας έχουν συνηθίσει σε ευχάριστες εκπλήξεις. Το αντίθετο μάλιστα. Αν κάνουμε μια αναδρομή στη διαδικασία ένταξης της χώρας μας στα μνημόνια και την εξέλιξή τους θα θυμηθούμε τον καθοριστικό, αρνητικό ρόλο που έπαιξαν οι συγκεκριμένες εταιρείες. Με τις εκθέσεις τους στις «κατάλληλες» χρονικές στιγμές συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση και εδραίωση του μνημονιακού καθεστώτος. Η Moody’s με 9 εκθέσεις αξιολόγησης κατέβασε το δείκτη πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας κατά 15 βαθμίδες. Από την 5η βαθμίδα (Α1) στην 20η (Ca), την προτελευταία, στο διάστημα από τον Δεκέμβριο 2009 έως τον Μάρτιο 2012.
Επίσης η ιστορία τους διαχρονικά έχει πολλά στοιχεία προβληματισμού για το «αδέκαστο» των αξιολογήσεών τους. Πολλές χώρες και επιχειρήσεις με υψηλές βαθμολογίες στην πιστοληπτική τους ικανότητα βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν στην πορεία προβλήματα π.χ. Ισλανδία (2008) την οποία λίγους μήνες πριν την κατάρρευση της οικονομίας της την είχαν αναβαθμίσει, Ιρλανδία (2010) κ.α.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας δεν λύνει το πρόβλημα της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας. Η κατάταξη των ελληνικών τίτλων δεν είναι σε ικανή πιστοληπτική βαθμίδα και συνεχίζουν να θεωρούνται junk bonds, δηλαδή «σκουπίδια»
Αξιολόγηση με «πολιτικά κριτήρια»
Διαβάζοντας την έκθεση της Moody’s για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας έχεις την αίσθηση πως διαβάζεις κάποιο πολιτικό κείμενο με αιχμή τις ευχές για το μέλλον. Η έκθεση δημοσιοποιήθηκε ενώ η χώρα έμπαινε στο δεύτερο γενικό lockdown με όρους επιδημιολογικά αλλά και οικονομικά πολύ χειρότερους συγκριτικά με το πρώτο, τον περασμένο Μάρτιο. Η συνεχής επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας, λόγω και της μονομερούς εξάρτησης από τον τουρισμό, είναι απόλυτα εμφανής ενώ οι προοπτικές και για το 2021 αρχίζουν να αδυνατίζουν όσον αφορά την αναμενόμενη ανάκαμψη. Και όμως σε αυτές τις συνθήκες η Moody’s προχώρησε στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.
Οι δύο βασικοί παράγοντες της αναβάθμισης είναι α) οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και β) οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας τα επόμενα χρόνια είναι θετικές παρά τις αρνητικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας.
Η ανάλυση που ακολουθεί για να στηρίξει αυτά τα επιχειρήματα είναι ένα ελαφρύ «πολιτικό» κείμενο που θα μπορούσες να το διαβάσεις σε οποιαδήποτε φιλοκυβερνητικό έντυπο.
Ειδικά όσον αφορά τα μεγέθη της οικονομίας για το 2020 προβλέπει –9% το ΑΕΠ, έναντι αντίστοιχης πρόβλεψης –5% τον περασμένο Απρίλιο. Για το 2021 προβλέπει «ισχυρή ανάκαμψη» χωρίς να προχωρά σε κάποια ποσοτική εκτίμηση έναντι πρόβλεψης +4% τον Απρίλιο και «η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει κατά μέσο όρο περίπου 3,5% μεσοπρόθεσμα». Με αυτές τις «ευχές» είναι πολύ εύκολο να καταλήξει σε αναβάθμιση τώρα, όπως αντίστοιχα κατέληξε σε υποβαθμίσεις στο παρελθόν.
Όσον αφορά το χρέος γίνεται αναφορά ότι «η Ελλάδα επωφελείται από την πολύ ευνοϊκή δομή του χρέους και τις χαμηλές αποδόσεις.» Το χρέος αναφέρει θα φτάσει το 200% του ΑΕΠ και στη συνέχεια με την επιστροφή σε «συνετή δημοσιονομικής πολιτική» θα μειωθεί. Ωστόσο, σημειώνει ότι ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ έχει λιγότερη σημασία σε σχέση με άλλες χώρες, δεδομένης της πολύ μεγάλης διάρκειας ωρίμανσης του χρέους και της σημαντικής και επαναλαμβανόμενης ελάφρυνσης χρέους παρείχαν οι πιστωτές της Ελλάδας. Φυσικά αυτά τα πράγματα δεν είναι καινούργια. Τα «ανακάλυψαν» όμως τώρα για να έχουν να πουν κάτι για την επιδείνωση του δημοσίου χρέους.
Το πως όμως όλα αυτά είναι συμβατά με τις προηγούμενες εκθέσεις της Moody’s για την ελληνική οικονομία τον περασμένο Απρίλιο και Μάιο μόνο όποιος σκέπτεται με λογικές αμφισβήτησης μπορεί να τα κατανοήσει. Τον Μάιο η πανδημία θεωρήθηκε ως αιτία για να μην πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση του πιστωτικού προφίλ της Ελλάδας. Η Moody’s εκτιμούσε τότε ότι αν και το οικονομικό σοκ αναμένεται να είναι παροδικό, τα υψηλά επίπεδα χρέους δεν αφήνουν περιθώρια παρέκκλισης από το δρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των μεταρρυθμίσεων. Ανέφερε επίσης ότι τα αυξημένα επίπεδα δημοσίου χρέους –στο 177% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019– ασκούν πιέσεις στο πιστωτικό προφίλ της χώρας. Παρότι αναμένεται ότι το σοκ από την πανδημία θα είναι παροδικό, εντούτοις έχει ανακόψει τις τάσεις βελτίωσης του πιστωτικού προφίλ της χώρας. Έξι μήνες μετά και ενώ η κατάσταση έχει χειροτερεύσει τόσο για το 2020 όσο και οι προοπτικές για το 2021 ακόμα και το 2022 η Moody’s είδε την κατάσταση με τα «βελτιωμένα γυαλιά» της και απεφάνθη για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας. Ίσως σε αυτό έπαιξε ρόλο και η σημαντικότερη πρόσφατη «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης. Ο νέος πτωχευτικός νόμος που θα οδηγήσει σε αλλαγές ιδιοκτησίας, από ελληνικά σε ξένα κυρίως χέρια, για εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα.