Μετά το γεμάτο βιογραφικές αναφορές νοσταλγικό και βαθιά προσωπικό «Πόνος και Δόξα» (2019), ο 72χρονος Πέδρο Αλμοδόβαρ, αποδεχόμενος την ηλικία του και τα κατάλευκα, πάντα πανκ μαλλιά του, αποτολμά να επαναφέρει στη νέα του ταινία «Παράλληλες Μητέρες» το αποσιωπημένο θέμα των αγνοούμενων του ισπανικού εμφυλίου, φυσικά με το δικό του πάντα πολύχρωμο, μελοδραματικό και ερωτικό τρόπο.
Μεγαλωμένη από τη γιαγιά της, μετά τον πρώιμο θάνατο, από ναρκωτικά, της χίπισσας μητέρας της, η όμορφη σαραντάρα φωτογράφος Τζάνις (Πενέλοπε Κρουζ) γνωρίζει στο πλατό μιας φωτογράφισης τον γοητευτικό γενειοφόρο γκριζομάλλη ανθρωπολόγο Αρτούρο (Ιζραέλ Ελεχάλδε), συγγραφέα ενός άρθρου, σχετικά με τις ανασκαφές τάφων αγνοούμενων, από την εποχή του εμφυλίου. Η Τζάνις προσεγγίζει τον Αρτούρο για λογαριασμό του τοπικού Συλλόγου, για τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης του χωριού της, ζητώντας του να επιβλέψει μια συγκεκριμένη ανασκαφή, όπου πρέπει να βρίσκονται θαμμένοι πολλοί αγνοούμενοι συντοπίτες, ανάμεσά τους και ο καρλιστής προπάππους της, που είχαν χαθεί τα ίχνη του, μετά τη σύλληψή του από φαλαγγίτες. Μέσα από αυτή την υπόθεση, Τζάνις και Αρτούρο έρχονται πολύ κοντά. Εννέα μήνες μετά από την παθιασμένη ερωτική τους συνεύρεση, γεννιέται ένα κοριτσάκι, που η Τζάνις αναλαμβάνει να μεγαλώσει μοναχή της, αφού ο Αρτούρο είναι παντρεμένος, με άρρωστη σύζυγο. Στο μαιευτήριο γνωρίζεται με μια έφηβη, επίσης ετοιμόγεννη, την Άννα (Μιλένα Σμιτ), με την οποία γίνονται αχώριστες. Όταν η εγωκεντρική ηθοποιός μητέρα της Άννας την αφήνει αβοήθητη, με το μωρό στην αγκαλιά, για να συμμετάσχει σε περιοδεία ενός θεατρικού του Λόρκα στην επαρχία, η Άννα θα συγκατοικήσει με την Τζάνις, που την πείθει να την προσλάβει ως καθαρίστρια, μαγείρισσα και μπέιμπι-σίτερ. Μεγαλώνοντας το μωρό της Τζάνις, αναπτύσσει αρκετά «έθνικ» χαρακτηριστικά, που η Τζάνις αποδίδει αρχικά στην βενεζουελάνικη καταγωγή του παππού της, αλλά αναστατώνεται από τη ρητή αμφισβήτηση πατρότητας του Αρτούρο. Αποφασισμένη να διεξαγάγει μυστικά τεστ DNA, βρίσκεται μπρος σε μια άβολη αποκάλυψη, ενώ η Άννα την ερωτεύεται παράφορα.
Στη «Χουλιέτα» (2016 ), η διττή γυναικεία παρουσία αποτύπωνε τον λαβωμένο γυναικείο ερωτισμό που καταλήγει στην παθητικότητα, μετά το τραύμα της απώλειας του άντρα, ενώ εδώ, η παράλληλη μητρότητα δύο γυναικών κυοφορεί το τραύμα μιας αποσιωπημένης εθνικής τραγωδίας. Άλλωστε, λίγα χρόνια πριν, ο Αλμοδόβαρ είχε αναλάβει την παραγωγή του εξαιρετικού ισπανικού ντοκιμαντέρ «Η σιωπή των άλλων», των Αλμουντένα Καρασέδο – Ρόμπερτ Μπαχάρ (δες φύλλο 396, ανταπόκριση Μπερλινάλε 2018), σχετικά με το θέμα των χιλιάδων αγνοούμενων του ισπανικού εμφύλιου και της χούντας στη συνέχεια, θαμμένων σε άγνωστους μαζικούς τάφους ανά την ισπανική επικράτεια, εξαιτίας του νόμου για αμνηστία, που επιβλήθηκε εκβιαστικά μετά την πτώση της 40χρονης χούντας του Φράνκο, επειδή «το παρελθόν είναι παρελθόν» και «για να προχωρήσουν στη δημοκρατία, οφείλουν να ξεχάσουν». Έτσι, επιβλήθηκε αποσιώπηση, λήθη και ατιμωρησία, με την αφελή πεποίθηση πως «το πέρασμα από τη δικτατορία προς τη δημοκρατία επιτυγχάνεται παρακάμπτοντας τη δικαιοσύνη». Στο ντοκιμαντέρ αυτό τεκμηριώνεται η επτάχρονη έρευνα των σκηνοθετών, που προσεγγίζοντας συγγενείς θυμάτων της φρανκικής ασυδοσίας κατέγραψαν συγκλονιστικές μαρτυρίες, καταλήγοντας σε χρονοβόρους δικαστικούς αγώνες, που ως σήμερα αναμοχλεύουν το παρελθόν, με σύνθημα «η συγχώρεση αποτελεί προσωπικό θέμα, η λήθη όχι».
Σε αυτά τα καυτά ζητήματα αναφέρεται ο Αλμοδόβαρ, που υπογράφει σκηνοθεσία και σενάριο στη νέα αυτή «πολιτική» ταινία του.
Στο μεταίχμιο σουρεαλιστικού φετιχισμού και εμμονικού θαυμασμού των Μπονιουέλ και Χίτσκοκ, ο ταλαντούχος Αλμοδόβαρ αγαπά εξίσου να λατρεύει τις γυναίκες, ανακυκλώνοντας διαρκώς εικόνες και θεματικές από προηγούμενες ταινίες του, αποτολμώντας να εμπλουτίσει τον γυναικείο φετιχιστικό αισθησιασμό τους, με το στοιχείο της μητρότητας. Εδώ, μάλιστα, αγγίζει περισσότερο το φροϋδικό στοιχείο του φελινικού ερωτισμού και φυσικά της μητρικής φιγούρας που ενσάρκωσε η Άννα Μανιάνι στις ταινίες τού εξίσου ομοφυλόφιλου κομμουνιστή Παζολίνι, που και αυτός δολοφονήθηκε από φασίστες.
Ανάμεσα στα αλμοδοβαρικά μοτίβα, όπως το παιχνίδι αντιστροφής ρόλων δυναμισμού-παθητικότητας των γυναικών, την ταυτόχρονη έκφραση των διαφορετικών ηλικιών της γυναίκας και τις διάφορες σωματικές φάσεις του γυναικείου σώματος, συμπεριλαμβάνονται εικόνες παραμορφωμένων γυναικών, πότε κατά την εγκυμοσύνη, πότε σε νεύρωση, πορτρέτα νέων ή ηλικιωμένων γυναικών, όπως στο «Πόνος και Δόξα» (2019), στη «Χουλιέτα» (2016), όσο και στις παλιότερες «Ανθισμένες Αγκαλιές» (2009), «Γύρνα Πίσω» (2006) και «Όλα για τη μητέρα μου» (1990), στις οποίες επίσης έπαιζε η αισθησιακή Πενέλοπε Κρουζ, κατά τις συνολικά οκτώ συνεργασίες της με τον σκηνοθέτη.
Συχνά ο Αλμοδόβαρ αναδεικνύει τον ερωτισμό της ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης και φροντίδας ως καθοριστικό σαρκικό βίωμα στην εξέλιξη ενός χαρακτήρα, δίχως ποτέ να παύει να αναδεικνύει την αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών σ’ ένα σκληρό ανδροκρατούμενο κόσμο, στον αντίποδα ενός φετιχιστικού ανταγωνισμού που συνήθως κυριαρχεί στο σινεμά. Ειδικά στην παρούσα ταινία όμως, η σύνδεση παρελθόντος και μέλλοντος στο παρόν, μέσα από τον αρχέγονο συμβολισμό του κύκλου της ζωής στη μητρότητα, συνταιριάζεται εύστοχα με την ιστορική μνήμη.
Μέσα από μια πολυθεματική οπτική, ο Αλμοδόβαρ καταφέρνει να πλέξει στο σενάριο σημαντικά ζητήματα, με ζηλευτές ισορροπίες. Ξεκινώντας από μια μπερδεμένη, γεμάτη μυστήριο, ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δυο μητέρες, ο Αλμοδόβαρ καταφέρνει να αναδείξει τόσο το σύγχρονο κίνημα του «me too», με θύματα γυναίκες, όσο και την παλιότερη αποσιωπημένη ιστορική μνήμη των αγνοούμενων του ισπανικού εμφυλίου. Παράλληλα, καταφέρνει να αναδέψει με το μαγικό του ραβδί τις πολλαπλές επιρροές του, τόσο από τον Λόρκα, που μέσα από τα θεατρικά του δημιούργησε σειρά αυτόνομων γυναικείων λαϊκών πορτρέτων, μετουσιώνοντας τα γυναικεία αρχέτυπα της ισπανικής παράδοσης. Έτσι, γίνεται αναφορά στην «ανύπαντρη γεροντοκόρη», από το θεατρικό «Δόνια Ροζίτα», με το οποίο κάνει περιοδεία η μητέρα της Άννας, χαρακτήρας που ανακαλεί έντονα και την εγωκεντρική πιανίστρια στην «Φθινοπωρινή Σονάτα» (1978/Ίνγκμαρ Μπεργκμαν).
Παράλληλα, η φωτογράφος Τζάνις συνεχίζει την παράδοση του αγνοούμενου προπάππου της, που ήταν δάσκαλος αλλά και φωτογράφος στο χωριό του, με τις φωτογραφίες των συγχωριανών του να αποτελούν τα μοναδικά ντοκουμέντα ανθρώπων που παραμένουν αγνοούμενοι και τις βαστούν στα χέρια τους οι γυναίκες που κατευθύνονται προς τον ανοιγμένο συλλογικό τάφο, στην τελική συγκινητική σκηνή. Μια διάσταση της ιστορικής μνήμης μέσα από τη φωτογραφία, που έρχεται σε αντίθεση με την εφήμερη φωτογράφιση φετιχιστικών αντικειμένων και αξεσουάρ μόδας της Τζάνις, για το περιοδικό, χαρακτηριστικών του υπερκαταναλωτισμού της σύγχρονης «απολιτίκ» κοινωνίας, όπως εύστοχα δηλώνεται στην πιο κωμική ατάκα της ταινίας «Είναι μύθος οι αριστεροί ηθοποιοί. Όποιος έχει φιλοδοξίες παραμένει απολιτίκ».
Σε αυτή τη γεμάτη από τολμηρά χρώματα ταινία, ο Αλμοδόβαρ, γνήσιο τέκνο της πoπ αρτ του ’80, γαλουχημένος στην εποχή του Technicolor, επανέρχεται στο συνδυασμό γαλάζιου-κόκκινου της «Χουλιέτα» (2016). Έτσι, πλάι στον Λόρκα συνυπάρχει το πνεύμα του Πικάσο και ένας γαλάζιος καναπές με κόκκινα μαξιλάρια δεσπόζει στο σπίτι της Τζάνις, ενώ στο μαιευτήριο η πρωταγωνίστρια έχει ως φόντο τη μονοχρωματική επιφάνεια σκληρού κίτρινου στον τοίχο. Αντίστοιχα, η Άννα και η μητέρα της, πλαισιώνονται από γαλάζιο ή τυρκουάζ τοίχο. Συχνά οι δυο μητέρες φορούν πουλόβερ και ζακέτες έντονων χρωμάτων, φούξια η Άννα, πορτοκαλί η Τζάνις, που απεικονίζεται συχνά και με κόκκινη μπλούζα ή πράσινη ζακέτα, ενώ φοράει λευκό κοντομάνικο με εμφανές το σύνθημα «οφείλουμε όλοι να γίνουμε φεμινίστριες», τη στιγμή που καθαρίζει πατάτες, μαθαίνοντας την Άννα να μαγειρεύει.
Μόνιμος συνεργάτης του Αλμοδόβαρ στις τελευταίες ταινίες του, ο συνθέτης Αλμπέρτο Ιγκλέσιας μέσα από συνθέσεις κυρίως για ορχήστρα εγχόρδων, χτίζει αίσθηση μελοδραματισμού σε ένα σενάριο δραματικού θρίλερ, μέσα από ευαίσθητες μελωδίες όπου ξεχωρίζουν ενορχηστρωτικά το ηχόχρωμα ενός βιολιού, ενός τσέλου ή ενός φλάουτου, υπογραμμίζοντας συναισθηματικές εντάσεις με πιανιστικά ακόρντα. Ξεχωρίζουν ωστόσο, η τζαζέ εκδοχή του γαλλικού τραγουδιού «Φθινοπωρινά φύλλα» του Ζοζέφ Κοσμά, που δίνει ρυθμό στη σκηνή όπου η Τζάνις φωτογραφίζει τα αξεσουάρ μόδας, ενώ το ανυπέρβλητο «Summertime» του Τζώρτζ Γκέρσουιν στη φοβερή διασκευή από την αισθησιακή φωνή της Τζάνις Τζόπλιν (1969), σφραγίζει μοναδικά τον ερωτισμό των δυο πρωταγωνιστριών.
Η ταινία κλείνει απεικονίζοντας αρκετά στάδια της ανασκαφής που συντονίζει ο Αρτούρο στο χωριό της Τζάνις. Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο πλάνο κάτοψης, όπου όλοι οι πρωταγωνιστές ξαπλώνουν ακριβώς όπως βρέθηκαν στο μακρόστενο χαντάκι οι σοροί των αγνοούμενων, τη στιγμή που η συγκίνηση ξεχειλίζει με τα αναγραφόμενα σε μαύρη οθόνη λόγια του σπουδαίου Ουρουγουανού συγγραφέα Εδουάρδο Γκαλεάνο (1940-2015) πως «καμία ιστορία δεν είναι βουβή».
Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου