του Γιάννη Σχίζα
Στην Ευρυτανία στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δεν ξέρω πόσοι ψήφισαν από τους 17.421 εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Δεν ξέρω πόσοι από αυτούς ήταν μόνιμοι κάτοικοι και όχι απλοί εκλογικοί έποικοι της περιοχής, που έρχονται και παρέρχονται. Ξέρω όμως ότι το σύνολο της έκτασης του νομού ήταν 1.869 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή δεν υπήρχαν ούτε 10 άνθρωποι να κατοικούν ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δηλαδή ήταν πανελλήνιο ρεκόρ αραιοκατοίκησης, ήταν ο πιο αραιοκατοικημένος νομός στην Ελλάδα! Αξίζει όμως περαιτέρω ανάλυση το 1.869 τ.χ.: Το μέγεθος αυτό είναι η κάτοψη του νομού, που έχει εξαιρετικά ανάγλυφο έδαφος, με πολλές χαράδρες και ανοδοκαθόδους, αλλά αν κατά ένα μαγικό τρόπο ξετυλίξουμε αυτό το μέγεθος, αν το τεντώσουμε, τότε η έκταση γίνεται πολύ μεγαλύτερη, το δε ρεκόρ της αραιοκατοίκησης παραμένει ακατάρριπτο!
Μια ορεινή χώρα
Υπάρχουν 413 κορυφές βουνών στην Ελλάδα που ξεπερνάνε τα 1.000 μέτρα, ενώ υπολογίζεται ότι τα 2/3 του εθνικού εδάφους βρίσκονται σε υψόμετρο άνω των 200 μέτρων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 θεωρείται ότι έχουμε 11.000 οικισμούς, αλλά από αυτούς οι πιο πολλοί έχουν έως 10 κατοίκους. Τα «Άγραφα» ήταν το χαϊδευτικό όνομα μιας περιοχής, που επί Βυζαντίου αλλά και επί Τουρκοκρατίας δεν είχε καταχωρηθεί στους αυτοκρατορικούς φορολογικούς καταλόγους, κυρίως λόγω της αντίστασης των γηγενών κατοίκων στην φορολόγηση. Αυτό βεβαιώνουν ο ιστορικοί Νίκος Κασομούλης και Arnold Toynby.
Είμαστε μια ορεινή χώρα, με έντονο ανάγλυφο εδάφους, και δρέπουμε τους καρπούς μιας «δ ά σ ω σ η ς» – ή μάλλον τους δρέπαμε: Διότι η κατάσταση των δασών, αν εξαιρέσεις την ολότητά τους που έχει αναπτυχθεί σε απόλυτο μέγεθος, είναι προβληματική. Τα δάση μας κατακερματίζονται από δρόμους, διαπερνώνται από κεραίες, παραδίδονται στις εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών, δίνουν χώρο για το πέρασμα μεγάλων λεωφόρων κυκλοφορίας –π.χ. Εγνατία ή Ιονία οδός– χρησιμοποιούνται για την εξοχική κατοικία, σε κάποιο βαθμό χρησιμοποιούνται από βιομηχανικές εγκαταστάσεις και εκτροφές ζώων. Σαν αποτέλεσμα έρχεται η απώλεια ή η επικινδυνότητα σε βάρος πολλών ειδών της πανίδας και της χλωρίδας, η δε επιβίωσή τους εξαρτάται από την επέμβαση των περιβαλλοντικών οργανώσεων και (ενδεχομένως) του κρατικού παράγοντα. Μέσα σ’ αυτό το χωρικό πλαίσιο η επιβίωση των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα δύσκολη, το χειμώνα μάλιστα γίνεται πιο προβληματική. Πριν να δημιουργηθεί αυτό το πλαίσιο, έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τη ζωή ο Στέφανος Γρανίτσας.
Μάγεψε την αθηναϊκή κοινωνία
Ο Γρανίτσας κατάγονταν από το χωριό Γρανίτσα, πρωτεύουσα της παλιάς «Δημοτικής Ενότητας Απεραντίων», την οποία συναποτελούσαν χωριά όπως η Βαλαώρα, τα Τοπόλιανα, η Βούλπη και άλλα. Μαζί με τον Γρανίτσα ήτανε ο σύντροφός και φίλος του Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ένθερμος αγροτιστής και αντίθετος με τους ουρμπανιστές, που υποστήριζαν τη συγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αν και βουλευτής με την παράταξη του Βενιζέλου, αν και είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος ή συνεισφέρει στη σύνταξη πολλών αγροτικών νομοθετημάτων, με την έκρηξη του πολέμου το 1912 ο Στέφανος Γρανίτσας κατατάχθηκε στο στρατό και συμμετείχε στις μάχες σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός. Μάλιστα πολέμησε στο μέτωπο της Ηπείρου, εκεί όπου σκοτώθηκε σε ώριμη ηλικία ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.
Ο Γρανίτσας πέθανε το 1915, 35 χρονών, όντας λιγόζωος σαν τον ποιητή των ορέων από την Ήπειρο, τον Κώστα Κρυστάλη (1868-1894), σε μια εποχή όπου ο θάνατος μπορεί να προέρχονταν από τόσο ευτελή αίτια όπως το συνάχι… Το βιβλίο του «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (1) είναι μια θαυμαστή έκδοση λαογραφικής ζωολογίας που έγινε από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου μετά τον θάνατό του, το 1921, περιείχε δε αναφορές σε 43 ζώα.
Για τον Γρανίτσα έγραψε ο Ζαχαριας Παπαντωνίου: «Δεν έχει πολύν σεβασμόν εις τον άνθρωπον, αλλά θεωρεί τα ζώα ως αδελφούς του αξίους πάσης υπολήψεως, οι οποίοι δεν κατέχουν το αριστοκρατικόν προνόμιον του λόγου, γνωρίζουν όμως να χαίρωνται και να λυπούνται και επί τέλους γνωρίζουν να σιωπούν»… Ο Γρανίτσας θυμίζει τους Άγγλους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, που μπορούσαν να πηγαίνουν αντίθετα στο «ανθρωποσοβινιστικό» ρεύμα της εποχής τους, εμπνεόμενοι από τις πλέον ταπεινές υπάρξεις του κόσμου: Παράδειγμα ο Κόουλριντζ, που στιχουργούσε για ένα απλό γαϊδουράκι, ή ο Σκωτσέζος Μπερνς, που αναφερόταν σε μια ποντικίνα των αγρών υπερασπίζοντας το δικαίωμά της να ζει και να απολαμβάνει ό,τι προσφέρει η φύση, σε αντίθεση με τον άνθρωπο-διώκτη της, που διατάρασσε την αρμονία και οικονομία της φύσης… (2)
Ο νομός του πρασίνου
Στην Ευρυτανία κυριαρχεί το πράσινο, που διακόπτεται από ροές υδάτων, που τέμνεται από απόκρημνους γκρεμούς, που παρέχει την ψευδή αίσθηση μικρών αποστάσεων. Υπάρχει περιοχή που ονομάζεται «Πάντα βρέχει», γιατί χαρακτηρίζεται από τη σύγκλιση ενός καταρράκτη με ένα ποτάμιο ρεύμα, υπάρχουν περιοχές που θυμίζουν τις Άλπεις –από την άποψη ότι η διάρθρωση του εδάφους είναι τέτοια ώστε χρειάζεσαι πολλές ώρες οδοιπορίας για να ανέβεις στον επάνω όροφο!– κι άλλες όπου αυτή η διάρθρωση αναπτύσσεται σε κεκλιμένο έδαφος, καταλήγοντας σε βρύσες και σε βαθύσκια ρέματα.
Η Ευρυτανία ήταν η χώρα των κλεφτών, που λυπόντουσαν το φυσέκι για να σου πάρουν τη ζωή σου! Ήταν χώρα του Κατσαντώνη, που ήταν από τους πιο σπουδαίους κλεφταρματωλούς της προεπαναστατικής περιόδου, ήταν η χώρα όπου άνθησε το τραγούδι:
«Κλέφτες μπήκαν στα βουνά / για να κλέψουν πρόβατα / πρόβατα δεν βρήκανε / τον τσοπάνη δείρανε / μας πήρανε το λάγιο αρνί / τ’ ασημένιο χαϊμαλί / μαλαματένιο το κουμπούρι / μας το πήρανε και πάει / πάει μανούλα μ’ πάει…»
Μέχρι το 1881, όταν συμπεριέλαβε τη Θεσσαλία το ελληνικό κράτος, η Ευρυτανία αποτελούσε τα σύνορα με την Τουρκία. Περιγράφει ο Στέφανος Σταμέλλος: «Τα πρώτα σύνορα του Ελληνικού Κράτους, που ορίστηκαν από τις “Μεγάλες Δυνάμεις” στις 30 Αυγούστου 1832 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, έχουν ιδιαίτερο ιστορικό αλλά και πολιτιστικό ενδιαφέρον». Ο ίδιος αποτυπώνει τα απομεινάρια της παλιάς οροθετικής γραμμής με τις καζάρμες και τις κούλιες –οι στρατώνες και τα φυλάκια– να έχουν γίνει πλέον ερείπια και λιθοσωροί. (3)
Ο Παππούς Ελεφάντης, που έδωσε στον εγγονό του Άγγελο Ελεφάντη την έμπνευση για τα «Ελάχιστα Ενθυμήματα», ήτανε κάτοικος αυτής της περιοχής και διέφευγε συστηματικά της στράτευσης. (4) Σύμφωνα με τον εγγονό Ελεφάντη , ο παππούς άφησε την περιουσία του στους επιγενόμενους, μόνο που η διαβίβαση αυτή δεν έγινε ποτέ, ή τουλάχιστον πριν την υποβάθμισή της σε μια κούτα τσιγάρα και σε ένα μαντήλι για την μητέρα του… Η Ευρυτανία ακόμη τότε ζούσε στο μεταίχμιο μεταξύ των ληστών και των αποσπασμάτων της χωροφυλακής: Κάθε μια τέτοια επίσκεψη, συνήθως για την άντληση εφοδίων από τη πλευρά των ληστών και πληροφοριών από την πλευρά των χωροφυλάκων, στοίχιζε πολλούς ξυλοδαρμούς! Ακόμη και τη δεκαετία του 1920 η ληστεία ανθούσε. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος παππούς (1878-1952) ως δικτάτορας, μεταβαίνει το Σεπτέμβριο του 1925 με ειδική αμαξοστοιχία στην Κατερίνη για να δει με τα μάτια του («ιδίοις όμμασιν») τα κεφάλια των ληστών Φώτη Γιαγκούλα, Τζαμήτρα και Πάνου Μπαμπάνη, που βρίσκονταν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού παλουκωμένα… (5) Χάρις όμως στη «φροντίδα» του νομοθέτη τα πράγματα θα ηρεμήσουν: Η βουλή ψηφίζει νόμο με βάση τον οποίο ο καταδότης και μέλος μιας συμμορίας, ανεξάρτητα από τα εγκλήματά του, απαλλάσσεται από κάθε δίωξη!
Πάντως η ιδιοποίηση αντικειμένων υπό τη μορφή νόμιμης ληστείας δεν θα λείψει κατά τη περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος αφηγείται μια τέτοια περίπτωση στο βιβλίο του «Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων»: «Δεν είχαμε πολλά πράγματα να πάρουμε μαζί μας, μας τα είχαν πάρει όλα οι αντάρτες. Ό,τι είχε απομείνει, το φτιάξαμε δυο δέματα, και πήγε και τα ξεφόρτωσε ο Μένιος στην αποθήκη του Γκούμα. Και πήγαν κι εκεί οι αντάρτες σαν μπήκαν στην Καρδίτσα και τα πήραν και αυτά. Όχι μόνο τα δικά μας, αλλά και ό,τι άλλο βρήκαν εκεί μέσα. Δεν μας άφησαν τίποτα». (6)
Η Ευρυτανία σήμερα
Η Ευρυτανία έφτασε να έχει εκατοντάδες χιλιάδες αιγοπρόβατα στο μεσοπόλεμο, τα τσελιγκάτα της ήταν τα ακμαιότερα σε όλη την Ελλάδα, όμως η γερμανική κατοχή συν η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου είχε σαν αποτέλεσμα να αποδεκατισθεί πληθυσμός και αιγοπρόβατα. Στην ύστερη εποχή που επιβίωσαν μερικές χιλιάδες ζώα, ο πληθυσμός της μετακινήθηκε από τα πάτρια εδάφη παίρνοντας συχνά το δρόμο της μετανάστευσης.
Η Ευρυτανία, χώρος που βρίσκεται στα ψηλά σημεία, σε υψόμετρα άνω των 800 μέτρων, έχει τους νυχτερινούς ουρανούς της. Ιδιαίτερα όταν είναι αστροφεγγιά, όταν τ’ αστέρια γεμίζουν τον ουρανό και η ψυχή αισθάνεται συγκλονισμένη, η παρατήρησή τους αποδίδει θαυμάσια αποτελέσματα .
Το Καρπενήσι αποτελεί τον πρώτο πληθυσμιακό πόλο της Ευρυτανίας, με λίγες χιλιάδες κατοίκους, χιονοδρομικό κέντρο, ξενοδοχεία, πλατείες με νερό τρεχούμενο, χτισμένο σε μια γη κεκλιμένη, που τις ανηφόρες και κατηφόρες είναι αδύνατο να διαβείς τον χειμώνα! Το Ραφτόπουλο, ο δεύτερος πληθυσμιακός πόλος, που έχει απορροφήσει τα γύρω χωριά, έχει σχολεία, δυο φορές τη βδομάδα τραπεζικές υπηρεσίες(!), ΑΤΜ τράπεζας, έχει το συνηθισμένο καφενείο κάτω από τη σκιά του πλάτανου . Εκεί κοντά είναι και το χωριό Γρανίτσα, εκεί είναι και οι μνήμες για τον Στέφανο Γρανίτσα, που με το βιβλίο του έδωσε μια ποιητική εκδοχή της Ευρυτανικής πανίδας .
Κατά τα άλλα, σε ένα χώρο που όσο πιάνει το μάτι σου είναι δάσος, έχουν αναβιώσει οι λύκοι. Το 2000 εκπροσωπήσαμε με τον Απόστολο Γιαννόπουλο το περιοδικό ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ σε μια σύσκεψη της (τότε) νομαρχίας, όπου ανταμώσαμε τους αγανακτισμένους κτηνοτρόφους στο χωριό Άγραφα. Οι κτηνοτρόφοι διαμαρτύρονταν έντονα γιατί παρά τις κρατικές υποσχέσεις δεν έπαιρναν αποζημίωση για τα ζώα που έπνιγαν οι λύκοι, κόβοντας το λαιμό και πίνοντας κυριολεκτικά το αίμα τους! Ο νους μου πήγε αμέσως στο Δράκουλα των Καρπαθίων, γνωστό για την προτίμησή του στο ανθρώπινο αίμα, αλλά τα πράγματα είχαν εξαγριωθεί, γι’ αυτό και δεν τόλμησα να κάνω το σχετικό χωρατό…(7)
Πηγές
1) Στέφανου Γρανίτσα, «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», εκδόσεις Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921
2) Γιάννη Σχίζα, «Η φύση στο έργο του Λόρδου Βύρωνα» από το “Norton Anthology of English Literature”, Norton and Company, New York, 1979
3) Στέφανος Σταμέλλος, «Οδοιπορικό στα πρώτα σύνορα της Ελλάδας», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2018
4) Άγγελος Ελεφάντης, «Ελάχιστα ενθυμήματα» “Minima memorialia”, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2001, αναφορά στο ΠΟΝΤΙΚΙ, 1/6/2023
5) Γιάννη Σχίζα, «Έγκλημα και φαντασία», εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, 20/7/2020
6) Ηλίας Γ. Προβόπουλος, «Ελεύθεροι από τα δεσμά των Αγράφων», εκδόσεις Μικρές πατρίδες – Παρουσία, Αθήνα 2014
7) Κινητοποίηση 19 περιβαλλοντικών Οργανώσεων, Δεκέμβριος 2023: «Οποιαδήποτε απόφαση αλλαγής του καθεστώτος διατήρησης του λύκου πρέπει να βασίζεται σε αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα, σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, και όχι σε μη δημοσιευμένα στοιχεία, που υποβάλλονται μέσω μιας αδιαφανούς και παράτυπης διαδικασίας “διαβούλευσης”».