Μια σημαντική πρωτοβουλία με πολλαπλά οφέλη για μια υποβαθμισμένη περιοχή
Η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ) το Σάββατο, 7 Απριλίου, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου της Αθήνας (Ακαδημίας 50), κλείνοντας τον πρώτο κύκλο των δραστηριοτήτων της, θα παρουσιάσει τη δουλειά της σε μια ημερίδα (https://sites.google.com/site/opikdomain/imerida).
Η Ομάδα δημιουργήθηκε τον Μάρτη του 2011 με στόχο τη συλλογή προφορικών μαρτυριών, την καταγραφή της ιστορίας της περιοχής και την πολιτιστική της αναβάθμιση. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε από ειδικούς επιστήμονες ένα επιμορφωτικό σεμινάριο. Το σεμινάριο αποτελείτο από έξι τρίωρα μαθήματα που γίνονταν κάθε Δευτέρα απόγευμα στο ΕΜΠ, από τις 14 Μαρτίου ώς και 18 Απριλίου 2012. Οι εθελοντές που θα το παρακολουθούσαν είχαν αναλάβει την υποχρέωση να κάνουν τρεις συνεντεύξεις, να τις απομαγνητοφωνήσουν, να φτιάξουν περίληψη και όλα όσα πρέπει να γίνουν, σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, ώστε να μπορούν να ενταχθούν σε ένα οργανωμένο αρχείο. Στο σεμινάριο πήραν μέρος περίπου τριάντα εθελοντές και στη συντριπτική τους πλειοψηφία το παρακολούθησαν μέχρι το τέλος. Ήταν κάτοικοι της Κυψέλης αλλά και μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες, κυρίως από το Πάντειο και το ΕΜΠ, το οποίο μας παραχώρησε μια αίθουσα για τα μαθήματα.
Μόλις τελείωσε το σεμινάριο συγκροτήθηκαν πέντε θεματικές ομάδες οι οποίες είχαν επιλέξει ως ερευνητικό τους αντικείμενο την εκπαίδευση, την εργασία-επιχειρηματικότητα, τη δεκαετία του ’40, τη μετανάστευση και την καθημερινή ζωή. Κάθε θεματική ομάδα εξέλεξε ένα συντονιστή.
Ας διαβάσουμε κάποια αποσπάσματα από προφορικές μαρτυρίες που έχουν πάρει μέλη της ΟΠΙΚ.
Φ.Λ.: (…) Στο Γυμνάσιο το 6ο Θηλέων τα κοριτσάκια είχανε πρωτοστατήσει και είχανε κάνει συσσίτια. Εμένα με συνδέσανε με την οργάνωση το 1941. Μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο, μπήκα τότε στο ΕΑΜ (…). Τότε μας ενδιέφερε που είμαστε στην Κομμουνιστική Νεολαία και ό,τι γινότανε μας ειδοποιούσανε και παίρναμε μέρος.
Α.Λ.: Μετά από χρόνια, μας λέει ένας κύριος «αυτό είναι το κόκκινο σπίτι που ο Άρης -πως το λέγανε- αυτός ο Άρης, ο πολεμιστής»..
Κ.Κ.: Ποιος, ο Βελουχιώτης;
Α.Λ.: Πώς;
Κ.Κ.: Ο Βελουχιώτης;
Α.Λ.: Ναι, είχε έρθει εδώ, σε μια μεγάλη συνεδρίαση που γινότανε κάτω. Λέω: «Τι λες βρε παιδί μου;». «Ορίστε» λέει και φέρνει το βιβλίο που είχε γράψει ο Άρης ο Βελουχιώτης.
Λ.Μ.: (…) έγραψα απάνω στο πρόχειρό μου τετράδιο ΑΠΟΧΗ με πολύ μεγάλα γράμματα με μολύβι που ήτανε μελανί (…) ε… και τι έγινε.., Και που το βρήκες…
(…) Με απέβαλαν από την Ιόνιο Σχολή.
Ν.Μ.: (…) Ήταν μια κοπέλα η οποία πούλαγε τις εφημερίδες εδώ (δείχνει κάτω από τη μασχάλη της) την οποία σκοτώσανε τότε, στη Φωκίωνος Νέγρη.
Τ.Β.: Πότε τη σκοτώσανε;
(…) Στο κίνημα. Μετά από λίγο σκοτώθηκε
Τ.Β.: Πέθανε. Κάποιος την πυροβόλησε.
Ν.Μ.: (…) Βλέπω κόσμο να τρέχει προς τα κει, τρέχω κι εγώ… Έχει λήξει ο πόλεμος, είπαμε, έχουνε φύγει οι Γερμανοί… πριν από τα Δεκεμβριανά, εκεί ανάμεσα Οκτώβρη-Δεκέμβρη. Κόσμος μαζεμένοι, κι είναι δυο τρεις γυναίκες τις οποίες λιντσάρουνε… κλοτσιές, αυτά, εκείνα… Γιατί; Γιατί ήτανε πουτάνες και πηγαίνανε με Γερμανούς… Άγριο πράμα κι αυτό…
Σ.Μ.: Ναι…. Και κάποια στιγμή φασαρία, κακό, μπαίνουνε Χίτες μέσα με λοστούς και με τέτοια και αρχίζουνε και βαράνε αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και παιδιά (…) Ο Βεάκης δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του, που ήτανε στο καμαρίνι του, συνέχισε να ξεβάφεται ή να βάφεται. Και μπήκανε μέσα και μπήκε κι ένας νεαρός με το λοστό να τον βαρέσει. Ο Βεάκης του είπε, «Ορίστε, σε περιμένω, βάρα με…»… Σηκώθηκε κι έφυγε. Ο μόνος που δεν έπαθε τίποτε ήταν ο Βεάκης, όλοι οι άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο… Μέχρι κι ο πατέρας μου, τον χάσαμε, γιατί τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών κι ήρθε μ’ ένα σημάδι από δω μέχρι εδώ.
Σ.Μ.: (…) Το Ριάλτο (στην οδό Κυψέλης) ήταν το καλύτερο κινηματοθέατρο των Βαλκανίων, έτσι το λέγανε τότε. Των Βαλκανίων ήταν όντως, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι ήταν με χαλίκι κάτω. Αυτό ήταν πλακόστρωτο, με μάρμαρα, με θεωρεία, δηλαδή υπήρχαν τα τραπεζάκια, οι καρέκλες. Κάθε δύο καρέκλες υπήρχε τραπεζάκι που έβαζες το ποτό σου.
Σ.Κ.: Την ξέρετε την ιστορία με τη σεράνο, την πάστα τη σεράνο… τούτη εδώ (δείχνει φωτογραφία σε περιοδικό) είναι υψίφωνος και έρχεται να τραγουδήσει στην Ελλάδα τότε, και το Media Luz φτιάχνει μία πάστα και λέει, πώς να την ονομάσουν, καινούρια συνταγή, δεν τη λέμε σεράνο προς τιμήν της;
Σ.Κ.: Τα καλοκαίρια στη Φωκίωνος με τα ποδήλατα, με το Σελέκτ να ποτίζει την άσφαλτο για να δροσίσει και να χτυπάει τους δίσκους στα τραπέζια, για να φεύγουν τα πουλιά (…) κουτσουλάγανε πάνω στα τραπέζια…
Γ.Γ. : Τα περισσότερα σπίτια ήτανε με υπηρέτες μέσα. Ε, μικρός εγώ τότε, πήγαινα τις παραγγελίες στα σπίτια… μπακαλόγατος. (…) Στις πολυκατοικίες, να φανταστείς, υπήρχε πάντα η είσοδος υπηρεσίας. Απαγορευόταν να πάω από την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας. Υπήρχε ο θυρωρός, σου ‘λεγε: «Πήγαινε από το ασανσέρ το πίσω, της υπηρεσίας». Και πήγαινες σε ασανσέρ που σε έβγαζε στις κουζίνες».
Γ.Γ. : Ο πατέρας μου άρχισε να δουλεύει μανάβης με γάιδαρο. (…) Ε, η αγορά τότε, όπως είναι σήμερα του Ρέντη, ήτανε εκεί που είναι σήμερα το Γκάζι. Από εκεί προμηθευότανε χονδρικώς τα πράγματα. (…) Ήταν γεμάτος ο γάιδαρος προϊόντα. (…) Και είχε κρεμασμένη την μπαλάντζα, που λέγαμε, τη ζυγαριά την παλιά, του χεριού.
Ε.Μ.: Η Κυψέλη, γενικά, ολόκληρη είναι το σπίτι μου. (…) Νομίζω, από ό,τι μπορώ να θυμηθώ από όλη την παιδική μου ηλικία, τα περισσότερα πράγματα τα έχω βιώσει στην Κυψέλη.
Οι πρώτες μου βόλτες στην πλατεία, στις κούνιες… αργότερα στο Γυμνάσιο τα πρώτα καφεδάκια στη Φωκίωνος…(…) Όλα μου τα σχολεία μου στην Κυψέλη, το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο αργότερα, τα θέατρα που έχουμε πάει στην Κασταλίας, στην Κυψέλης. Νομίζω ότι όλες μου οι παιδικές αναμνήσεις έχουν να κάνουν με την Κυψέλη.
Η Ομάδα δημιουργήθηκε τον Μάρτη του 2011 με στόχο τη συλλογή προφορικών μαρτυριών, την καταγραφή της ιστορίας της περιοχής και την πολιτιστική της αναβάθμιση. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε από ειδικούς επιστήμονες ένα επιμορφωτικό σεμινάριο. Το σεμινάριο αποτελείτο από έξι τρίωρα μαθήματα που γίνονταν κάθε Δευτέρα απόγευμα στο ΕΜΠ, από τις 14 Μαρτίου ώς και 18 Απριλίου 2012. Οι εθελοντές που θα το παρακολουθούσαν είχαν αναλάβει την υποχρέωση να κάνουν τρεις συνεντεύξεις, να τις απομαγνητοφωνήσουν, να φτιάξουν περίληψη και όλα όσα πρέπει να γίνουν, σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, ώστε να μπορούν να ενταχθούν σε ένα οργανωμένο αρχείο. Στο σεμινάριο πήραν μέρος περίπου τριάντα εθελοντές και στη συντριπτική τους πλειοψηφία το παρακολούθησαν μέχρι το τέλος. Ήταν κάτοικοι της Κυψέλης αλλά και μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες, κυρίως από το Πάντειο και το ΕΜΠ, το οποίο μας παραχώρησε μια αίθουσα για τα μαθήματα.
Μόλις τελείωσε το σεμινάριο συγκροτήθηκαν πέντε θεματικές ομάδες οι οποίες είχαν επιλέξει ως ερευνητικό τους αντικείμενο την εκπαίδευση, την εργασία-επιχειρηματικότητα, τη δεκαετία του ’40, τη μετανάστευση και την καθημερινή ζωή. Κάθε θεματική ομάδα εξέλεξε ένα συντονιστή.
Ας διαβάσουμε κάποια αποσπάσματα από προφορικές μαρτυρίες που έχουν πάρει μέλη της ΟΠΙΚ.
Φ.Λ.: (…) Στο Γυμνάσιο το 6ο Θηλέων τα κοριτσάκια είχανε πρωτοστατήσει και είχανε κάνει συσσίτια. Εμένα με συνδέσανε με την οργάνωση το 1941. Μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο, μπήκα τότε στο ΕΑΜ (…). Τότε μας ενδιέφερε που είμαστε στην Κομμουνιστική Νεολαία και ό,τι γινότανε μας ειδοποιούσανε και παίρναμε μέρος.
Α.Λ.: Μετά από χρόνια, μας λέει ένας κύριος «αυτό είναι το κόκκινο σπίτι που ο Άρης -πως το λέγανε- αυτός ο Άρης, ο πολεμιστής»..
Κ.Κ.: Ποιος, ο Βελουχιώτης;
Α.Λ.: Πώς;
Κ.Κ.: Ο Βελουχιώτης;
Α.Λ.: Ναι, είχε έρθει εδώ, σε μια μεγάλη συνεδρίαση που γινότανε κάτω. Λέω: «Τι λες βρε παιδί μου;». «Ορίστε» λέει και φέρνει το βιβλίο που είχε γράψει ο Άρης ο Βελουχιώτης.
Λ.Μ.: (…) έγραψα απάνω στο πρόχειρό μου τετράδιο ΑΠΟΧΗ με πολύ μεγάλα γράμματα με μολύβι που ήτανε μελανί (…) ε… και τι έγινε.., Και που το βρήκες…
(…) Με απέβαλαν από την Ιόνιο Σχολή.
Ν.Μ.: (…) Ήταν μια κοπέλα η οποία πούλαγε τις εφημερίδες εδώ (δείχνει κάτω από τη μασχάλη της) την οποία σκοτώσανε τότε, στη Φωκίωνος Νέγρη.
Τ.Β.: Πότε τη σκοτώσανε;
(…) Στο κίνημα. Μετά από λίγο σκοτώθηκε
Τ.Β.: Πέθανε. Κάποιος την πυροβόλησε.
Ν.Μ.: (…) Βλέπω κόσμο να τρέχει προς τα κει, τρέχω κι εγώ… Έχει λήξει ο πόλεμος, είπαμε, έχουνε φύγει οι Γερμανοί… πριν από τα Δεκεμβριανά, εκεί ανάμεσα Οκτώβρη-Δεκέμβρη. Κόσμος μαζεμένοι, κι είναι δυο τρεις γυναίκες τις οποίες λιντσάρουνε… κλοτσιές, αυτά, εκείνα… Γιατί; Γιατί ήτανε πουτάνες και πηγαίνανε με Γερμανούς… Άγριο πράμα κι αυτό…
Σ.Μ.: Ναι…. Και κάποια στιγμή φασαρία, κακό, μπαίνουνε Χίτες μέσα με λοστούς και με τέτοια και αρχίζουνε και βαράνε αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και παιδιά (…) Ο Βεάκης δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του, που ήτανε στο καμαρίνι του, συνέχισε να ξεβάφεται ή να βάφεται. Και μπήκανε μέσα και μπήκε κι ένας νεαρός με το λοστό να τον βαρέσει. Ο Βεάκης του είπε, «Ορίστε, σε περιμένω, βάρα με…»… Σηκώθηκε κι έφυγε. Ο μόνος που δεν έπαθε τίποτε ήταν ο Βεάκης, όλοι οι άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο… Μέχρι κι ο πατέρας μου, τον χάσαμε, γιατί τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών κι ήρθε μ’ ένα σημάδι από δω μέχρι εδώ.
Σ.Μ.: (…) Το Ριάλτο (στην οδό Κυψέλης) ήταν το καλύτερο κινηματοθέατρο των Βαλκανίων, έτσι το λέγανε τότε. Των Βαλκανίων ήταν όντως, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι ήταν με χαλίκι κάτω. Αυτό ήταν πλακόστρωτο, με μάρμαρα, με θεωρεία, δηλαδή υπήρχαν τα τραπεζάκια, οι καρέκλες. Κάθε δύο καρέκλες υπήρχε τραπεζάκι που έβαζες το ποτό σου.
Σ.Κ.: Την ξέρετε την ιστορία με τη σεράνο, την πάστα τη σεράνο… τούτη εδώ (δείχνει φωτογραφία σε περιοδικό) είναι υψίφωνος και έρχεται να τραγουδήσει στην Ελλάδα τότε, και το Media Luz φτιάχνει μία πάστα και λέει, πώς να την ονομάσουν, καινούρια συνταγή, δεν τη λέμε σεράνο προς τιμήν της;
Σ.Κ.: Τα καλοκαίρια στη Φωκίωνος με τα ποδήλατα, με το Σελέκτ να ποτίζει την άσφαλτο για να δροσίσει και να χτυπάει τους δίσκους στα τραπέζια, για να φεύγουν τα πουλιά (…) κουτσουλάγανε πάνω στα τραπέζια…
Γ.Γ. : Τα περισσότερα σπίτια ήτανε με υπηρέτες μέσα. Ε, μικρός εγώ τότε, πήγαινα τις παραγγελίες στα σπίτια… μπακαλόγατος. (…) Στις πολυκατοικίες, να φανταστείς, υπήρχε πάντα η είσοδος υπηρεσίας. Απαγορευόταν να πάω από την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας. Υπήρχε ο θυρωρός, σου ‘λεγε: «Πήγαινε από το ασανσέρ το πίσω, της υπηρεσίας». Και πήγαινες σε ασανσέρ που σε έβγαζε στις κουζίνες».
Γ.Γ. : Ο πατέρας μου άρχισε να δουλεύει μανάβης με γάιδαρο. (…) Ε, η αγορά τότε, όπως είναι σήμερα του Ρέντη, ήτανε εκεί που είναι σήμερα το Γκάζι. Από εκεί προμηθευότανε χονδρικώς τα πράγματα. (…) Ήταν γεμάτος ο γάιδαρος προϊόντα. (…) Και είχε κρεμασμένη την μπαλάντζα, που λέγαμε, τη ζυγαριά την παλιά, του χεριού.
Ε.Μ.: Η Κυψέλη, γενικά, ολόκληρη είναι το σπίτι μου. (…) Νομίζω, από ό,τι μπορώ να θυμηθώ από όλη την παιδική μου ηλικία, τα περισσότερα πράγματα τα έχω βιώσει στην Κυψέλη.
Οι πρώτες μου βόλτες στην πλατεία, στις κούνιες… αργότερα στο Γυμνάσιο τα πρώτα καφεδάκια στη Φωκίωνος…(…) Όλα μου τα σχολεία μου στην Κυψέλη, το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο αργότερα, τα θέατρα που έχουμε πάει στην Κασταλίας, στην Κυψέλης. Νομίζω ότι όλες μου οι παιδικές αναμνήσεις έχουν να κάνουν με την Κυψέλη.
Σχόλια