του Θανάση Μουσόπουλου*

Ο Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992», παρατηρεί ότι «Σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας ξαναζωντανεύει η επιθυμία να διατηρηθούν οι προσωπικές μνήμες από γεγονότα, που σημάδεψαν ολόκληρο το έθνος, και να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές». Αυτό έγινε στην Επανάσταση του 1821 αλλά και στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Για την πληγή του 1922 ο Δούκας και ο Βενέζης, ο Μυριβήλης μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, αποτελούν τη λεγόμενη «Αιολική Σχολή». Στις προηγούμενες ενότητες μιλήσαμε για τους τρεις, στο σημερινό θα προσεγγίσουμε τον Βενέζη.

***

Ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 4 Μαρτίου 1904 και πέθανε στην Αθήνα 3 Αυγούστου 1973. Το 1914 ως το 1919 έζησε στη Μυτιλήνη. Η οικογένειά του το 1922 εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία, ενώ ο ίδιος δεν πρόλαβε να φύγει, αιχμαλωτίστηκε και για 14 μήνες τον έστειλαν στα τάγματα εργασίας. Στο μυθιστόρημά του «Το νούμερο 31328» αφηγείται τις σχετικές εμπειρίες. Αφού το 1923 απελευθερώθηκε, επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου ο Στράτης Μυριβήλης τον παρότρυνε να γράψει τα βιώματά του, όπως και έγινε. Το 1932 όντας υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Για τις ιδέες του διώχθηκε, φυλακίστηκε και επί δικτατορίας Μεταξά και στην Κατοχή, γλίτωσε την εκτέλεση λόγω αντίδρασης του πνευματικού κόσμου. Ως το θάνατό του είχε έντονη παρουσία στα πολιτιστικά και πνευματικά πράγματα της χώρας μας.

Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικά, αφηγήσεις, το θεατρικό «Μπλοκ C» για τη φυλάκισή του επί κατοχής, ιστορικά και χρονικά της κατοχής, ραδιοφωνικές παραγωγές.
Μιλώντας για τη μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά, θα προσεγγίσουμε δύο μυθιστορήματα του Ηλία Βενέζη: «Το νούμερο 31328» και τη «Γαλήνη».
«Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη…
Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:

‒ Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;

‒ Να ξεχάσω! είπα απλά.

‒ Πρέπει να τα γράψεις όλα.

‒ Όλα; ρώτησα με αγωνία.

‒ Όλα».

Ο Γιάννης Μπασκόζος (12 Σεπτεμβρίου 2010, Το Βήμα ‒ Η ελεγεία του πόνου στο «Νούμερο 31328») σημειώνει για το μυθιστόρημα αυτό, που τίτλος του είναι ο αριθμός της ταυτότητας του δεκαοχτάχρονου αιχμάλωτου Ηλία Μέλλου, όπως ήταν το πραγματικό επώνυμο του Βενέζη: «Πρόκειται για ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με θέμα τη ζωή στα Τάγματα Εργασίας (τα περιβόητα “αμελέ ταμπουρού”) και αφηγητή και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα. Τα Τάγματα Εργασίας τα είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με τους πρώτους διωγμούς από το 1914 και αποτέλεσαν χώρο μαρτυρίου για χιλιάδες ανθρώπους μετά τη μικρασιατική ήττα. Ο Βενέζης σύρθηκε βίαια στα Τάγματα Εργασίας και είναι ένας από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν. Το βιβλίο του είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα του αναγνώστη με εξιστορήσεις βασανιστηρίων, εξευτελισμών και οδυνηρών πόνων. Ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι ο Βενέζης δεν κάνει διάκριση (…).

Το βιβλίο είναι ένα συγκλονιστικό χρονικό για τον σωματικό πόνο. Όταν κάποιος κριτικός σημείωνε για το ύφος του βιβλίου “έχει κάτι απ’ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός”, ο ίδιος ο Βενέζης απάντησε: “Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής”».

Και η «Γαλήνη» είναι χρονικό, που αναφέρεται στην εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή της Αναβύσσου. Τα γεγονότα είναι σχεδόν όλα αληθινά. Τα πρόσωπα έχουν τις ιδιότητες υπαρκτών ανθρώπων. Βέβαια, τα πραγματικά γεγονότα και οι χαρακτήρες κεντήθηκαν μαστορικά από το συγγραφέα πάνω στον καμβά του μυθιστορήματος. Τα πάθη της προσφυγιάς μέσα από τις ιστορίες δύο οικογενειών. Το έργο αφηγείται τις περιπέτειες των οικογενειών του γιατρού Δημήτρη Βένη, και του απλού αγρότη Φώτη Γλάρου, προσφύγων από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους Φωκιανούς το Φθινόπωρο του 1924 στην παραλία της Αναβύσσου.

Τα πρόσωπα των προσφύγων, άντρες και γυναίκες, αντιπροσωπεύουν ήρωες / αγωνιστές της καθημερινής ζωής και της επιβίωσης. Πρωταγωνιστεί με διάφορες παραλλαγές ο αγώνας και η αγωνία τους, κυρίαρχα στοιχεία στη σκληρή περιπέτεια της νέας ζωής τους. Να σημειώσουμε ακόμη μια φορά ότι πολλά προσκόμματα αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες από τη συμπεριφορά και τις πλεκτάνες των εντόπιων κατοίκων. Επίσης, πολλά είναι τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πρόσφυγες εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών.

Ο Ηλίας Βενέζης καταφέρνει να παρουσιάσει στα έργα του και το δάσος (τα προβλήματα της προσφυγιάς) και το δέντρο (τις ατομικές περιπτώσεις). Έτσι, θεωρώ ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος λογοτέχνης όσον αφορά τα θέματα του μικρασιατικού δράματος και της προσφυγιάς, και στη μορφή και στο περιεχόμενο.

***

Επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε το τεράστιο θέμα της παρουσίας στη νεοελληνική λογοτεχνία της μικρασιατικής pληγής. Να προσθέσουμε ότι το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, που είναι δημιούργημα της μεγάλης ξανθιώτισσας Μέλπως Λογοθέτη-Μερλιέ, από το 1930 ως το 1970 συγκέντρωσε μαρτυρίες προσφύγων από τους μικρασιατικούς οικισμούς και συγκρότησε Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, που αποτελείται από 150.000 σελίδες σχετικά με 1375 οικισμούς, καθώς και χιλιάδες φωτογραφίες.

Αξίζει να αναφέρουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία της Έλλης Παπαδημητρίου με τον τίτλο «Κοινός Λόγος», που παρουσιάζεται μάλιστα με επιτυχία ως θεατρική παράσταση. Είναι μια συλλογή μαρτυριών προσφύγων. Η ίδια σημειώνει σχετικά :«Ένα συμπέρασμα: υπάρχει άφθονο υλικό για παρόμοιες συλλογές, αρκετοί Νεοέλληνες εξιστορούν και τώρα πρόθυμα, εύγλωττα διάφορα της ζωής τους, την προεκτείνουν με το λόγο (…) Η εξιστόρηση οργανική ανάγκη, ατομική και ομαδική. Απ’ τον Προμηθέα ως την πρόσφυγα Μικρασιάτισσα».

Δίπλα στη θαυμάσια λογοτεχνία μας ζει και ο λόγος του απλού λαού που κρατά μέσα του πολύτιμους θησαυρούς από τις Αλησμόνητες Πατρίδες.

Κλείνουμε με ένα μικρό δείγμα, Απόστολος Μυκονιάτης (από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, απέναντι από τη Λέσβο):

«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος ‒ από ένα μαξούλι περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».
Στη συνέχεια θα επανέλθουμε στη Γενιά του Τριάντα και τον Κοσμά Πολίτη.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!