Πέρασαν σαράντα χρόνια από την επίσκεψη του τότε Προέδρου της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ στη Δυτική Ιερουσαλήμ, οπότε ξεκίνησε η πρώτη διμερής διαπραγμάτευση του Ισραήλ με μια αραβική χώρα. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που το Ισραήλ ή το σιωνιστικό κίνημα διαπραγματευόταν με μια αραβική χώρα. Η Ιορδανία ήταν κατεξοχήν συνομιλητής του σιωνιστικού κινήματος ήδη πριν τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Ήταν όμως η πρώτη φορά που αυτές οι συνομιλίες διακρίνονταν από τρία στοιχεία.
Πρώτον, ήταν οι πρώτες επίσημες διμερείς διαπραγματεύσεις ειρήνης. Μέχρι τότε οι πόλεμοι και οι διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ διεξάγονταν σε μια συνολική βάση για τους Άραβες: από τη μια το Ισραήλ, και από την άλλη τα αραβικά κράτη. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να εξισορροπηθεί η διαφορά ισχύος μεταξύ του Ισραήλ και καθενός από τα αραβικά κράτη. Η Αίγυπτος, για μια σειρά από λόγους που αφορούν την καταρρέουσα οικονομία της και την άνοδο της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή, αποφασίζει να αποσπαστεί από τη συνολική προσέγγιση και να ακολουθήσει μια διμερή διαπραγμάτευση με διαμεσολαβητή και εγγυητή τις ΗΠΑ.
Αυτή η αμερικανική διαμεσολάβηση αποτελεί το δεύτερο διακριτό στοιχείο της διαπραγμάτευσης. Μέχρι τότε η Ουάσιγκτον μοιραζόταν με τη Μόσχα είτε την ευθύνη της αποκλιμάκωσης των σχέσεων των δύο στρατοπέδων της αραβο-ισραηλινής διαμάχης, είτε τον εξοπλισμό και την ενίσχυση των στρατοπέδων αυτών. Όμως ο βασικός σχεδιαστής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, Χένρι Κίσινγκερ, αντιλήφθηκε την αποδυνάμωση της σοβιετικής ισχύος στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και έθεσε στην αμερικανική διακυβέρνηση το νέο ρόλο της επίλυσης της σύγκρουσης. Βασικός όρος για κάτι τέτοιο ήταν η αφαίρεση της Αιγύπτου από την εξίσωση της αραβο-ισραηλινής διαμάχης. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, «αραβο-ισραηλινός πόλεμος δεν μπορεί να γίνει χωρίς την Αίγυπτο» – κάτι που βγήκε ως τώρα αληθινό.
Το τρίτο στοιχείο της συμφωνίας ήταν το ότι βασική αρχή για συμφωνία θα ήταν η ανταλλαγή εδάφους με ειρήνη (land for peace). Η απόδοση δηλαδή από το Ισραήλ στην Αίγυπτο της Χερσονήσου του Σινά, την οποία είχε καταλάβει στους προηγούμενους πολέμους, σε αντάλλαγμα για συμφωνία ειρήνης και ομαλοποίηση των σχέσεων με το Κάιρο. Η υιοθέτηση της αρχής «έδαφος για ειρήνη» αποτελούσε μια ρεαλιστική κατάληξη των στρατιωτικών ηττών των πολέμων του 1948, 1967 και 1973. Αποτελούσε όμως και μια ριζική αλλαγή στον χαρακτήρα της σύγκρουσης με το Ισραήλ. Μέχρι τότε η σύγκρουση εναντίον του κράτους του Ισραήλ αποτελούσε μέρος του αντιαποικιακού και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού των παλαιών και νεώτερων αποικιακών δυνάμεων. Το Ισραήλ, σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα αποικιακό κατασκεύασμα των προνομιακών σχέσεων των Σιωνιστών και των αποικιοκρατών. Η αρχή «έδαφος για ειρήνη» σήμαινε ότι η αραβο-ισραηλινή διαμάχη δεν ήταν πια αντιαποικιακός αγώνας, αλλά απλά μια ακόμη συνοριακή διαμάχη δύο ή περισσοτέρων κυρίαρχων κρατών, που μπορούσε να επιλυθεί με διαπραγματεύσεις και παραχωρήσεις.
Το αδιέξοδο του Όσλο και η ιρανική επανάσταση
Η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων το 1993 ήταν η απλά η απόληξη των παραπάνω στρατηγικών αλλαγών. Η διαφορά όμως ισχύος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων ήταν τραγικά μεγαλύτερη από αυτήν μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου. Απογυμνωμένο από τον αντιαποικιακό, εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του, το παλαιστινιακό κίνημα δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την από τα κάτω οργάνωση και κοινωνική κινητοποίηση που είχε επιτύχει η πρώτη Ιντιφάντα (1987-1989). Η γενιά που διαμορφώθηκε από το κίνημα αυτό αναγκάστηκε είτε να αποστρατευθεί πρόωρα, είτε να αφομοιωθεί στους μηχανισμούς μιας απολιθωμένης ηγεσίας που ερχόταν από το εξωτερικό – με μόνα ουσιαστικά εφόδια ένα όνομα «βαρύ σαν ιστορία», τον Γιάσερ Αραφάτ και τις διεθνείς διασυνδέσεις του. Η ισλαμιστική πτέρυγα του κινήματος, αν και κατανόησε γρήγορα τα αδιέξοδα του Όσλο, έχασε την ευκαιρία να αναδιοργανώσει ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα και να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία μέσα από ένα παράλληλο «αντι-κράτος» και αναλώθηκε στην τυφλή βία που τελικά συνέφερε το Ισραήλ. Άλλωστε η ισραηλινή κατοχή μπορούσε να αυξάνει όλο και περισσότερο τον βαθμό κλιμάκωσης της βίας. Η Χαμάς βρέθηκε σήμερα στην αδιέξοδη κατάσταση του θύλακα της Γάζας, χωρίς ουσιαστική εθνικοαπελευθερωτική προοπτική.
Οι πρώτες διμερείς διαπραγματεύσεις Αιγύπτου-Ισραήλ πριν 40 χρόνια, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, σήμαιναν ότι η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση δεν αντιμετωπιζόταν πλέον ως αντιαποικιακός αγώνας, αλλά απλά ως μια ακόμη συνοριακή διαμάχη μεταξύ κυρίαρχων κρατών
Παράλληλα, στη Μέση Ανατολή συνέβη ένα γεγονός που άλλαξε όλα τα δεδομένα και τις διαχωριστικές γραμμές: η ιρανική επανάσταση. Λόγω του τρόπου συγκρότησης των αραβικών εθνών κρατών, οι σιίτες παρέμειναν στο περιθώριο της πολιτικής εξουσίας Έτσι οι σιίτες αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως υποτελή ομάδα και προσπαθούσαν να ανατρέψουν αυτήν την ανισότητα, αποποιούμενοι τη θρησκευτική σιιτική ταυτότητα, εντασσόμενοι είτε στα κομμουνιστικά κόμματα (Ιράκ) είτε στο εθνικιστικό Μπάαθ (Αλαουίτες στη Συρία). Η ιρανική επανάσταση άνοιξε ένα δρόμο χειραφέτησης για τους σιίτες, με λάβαρο το σιιτισμό ως επαναστατική ιδεολογία. Άνοιξε όμως και όλα τα ενδεχόμενα αλλαγής καθεστώτος μέσα από μια λαϊκή επανάσταση, και μάλιστα ισλαμιστικού χαρακτήρα. Αυτό το άνοιγμα δεν επηρέασε μόνο του σιίτες μουσουλμάνους αλλά και τους σουνίτες, ριζοσπαστικοποιώντας τα ισλαμιστικά κινήματα στην Αίγυπτο, την Αλγερία και την Παλαιστίνη.
Πλήρης ρήξη του Τραμπ με την παραδοσιακή γραμμή των ΗΠΑ
Η απάντηση ήταν η διαμόρφωση ενός νέου μετώπου που δεν είχε σχέση με τον Ψυχρό Πόλεμο, παρότι διαμορφώθηκε μέσα στην τελευταία ψυχροπολεμική περίοδο. Από τη μία πλευρά οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία και από την άλλη το Ιράν, η Συρία (για γεωπολιτικούς και μόνο λόγους) και τα ριζοσπαστικά ισλαμιστικά κοινωνικά κινήματα. Στην πρώτη συμμαχία συνέβαλαν κατά περιόδους και επιλεκτικά το Ιράκ, το Ισραήλ, η Τουρκία, η Αίγυπτος και το Πακιστάν. Η διαχωριστική αυτή γραμμή κείται πολύ μακράν της Ιερουσαλήμ, όσο κι αν την επικαλούνται και οι δύο πλευρές.
Μέχρι και τη διακυβέρνηση Ομπάμα, η Ουάσιγκτον προσπαθούσε να παίξει και στις δύο περιοχές σύγκρουσης. Από τη μια πλευρά, διατηρούσε το ρόλο του βασικού διαμεσολαβητή και εγγυητή στην αραβο-ισραηλινή διαμάχη, και ειδικότερα στη διαμάχη Ισραήλ-Παλαιστινίων, στη βάση πάντα της ανταλλαγής εδάφους για ειρήνη. Από την άλλη, προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να εξουδετερώσει την ιρανική περιφερειακή επιρροή. Μάλιστα τόσο ο Μπους ο πρεσβύτερος όσο και ο Κλίντον προσπάθησαν να «ενώσουν» τα δύο πεδία συγκρούσεων με την προσπάθεια για μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Συρίας στη δεκαετία του 1990, η οποία θα αποσπούσε τη Δαμασκό από την επιρροή της Τεχεράνης.
Μετά από σαράντα χρόνια, η διακυβέρνηση Τραμπ αλλάζει άρδην τη στρατηγική Κίσινγκερ για την αραβο-ισραηλινή διαμάχη. Ουσιαστικά θεωρεί τη διαμάχη αυτήν «πεθαμένη», μιας και η Συρία είναι διαλυμένη και θα κάνει δεκαετίες να σταθεί στα πόδια της, και οι Παλαιστίνιοι είναι διαιρεμένοι και χωρίς ουσιαστική φυσική ηγεσία. Βασισμένη σε αυτήν την ανάλυση, η Ουάσινγκτον αποχωρεί από τη θέση του διαμεσολαβητή και εγγυητή μιας ειρήνης Ισραήλ-Παλαιστινίων δίνοντας την πλήρη στήριξή της στους συμμάχους της εναντίον του Ιράν: την κυβέρνηση Νετανιάχου και τον Σαουδάραβα διάδοχο Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν. Η Ιερουσαλήμ όμως έχει την ιδιότητα να παρεμβαίνει σε όλες τις διαμάχες. Και, όπως είπε ο μεγάλος Άραβας γεωγράφος του Μεσαίωνα, Αλ Μουκάντασι, η Ιερουσαλήμ είναι «μια χρυσή λεκάνη γεμάτη σκορπιούς».
* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (www.cemmis.edu.gr). Οι μεσότιτλοι και η λεζάντα είναι της Σύνταξης.