Και οι πολιτισμικές σπουδές, δηλ. εκείνες που προέκυψαν από την πλουραλιστική πολιτική ταυτοτήτων (μετα-αποικιοκρατικές, φεμινιστικές, εθνοτικές, αφρο-αμερικανικές, gay, γυναικείες σπουδές κ.λπ.) και αποτελούν πλέον παγκοσμίως το βασικό κορμό των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών, τι ρόλο παίζουν στο σύγχρονο ακαδημαϊκό τοπίο; Εκκινώντας από συγκεκριμένες ιδεολογικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις της αμερικανικής κοινωνίας, όπως οργανώνονται και μελετώνται στο αμερικανικό πανεπιστήμιο, οι πολιτισμικές σπουδές έχουν επιβληθεί παγκοσμίως με έναν από-ιστορικοποιημένο τρόπο. Η απόσπασή τους από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο όμως είναι φαινομενική διότι, όπως είπαμε, αυτό συγκροτείται σε μέγιστο βαθμό από την αμερικανική πραγματικότητα, όχι στο σύνολό της αλλά από εκείνες μόνον τις πλευρές της που επιλέγονται να αποτυπωθούν και να αναπαραχθούν από το πανεπιστήμιο. Για παράδειγμα, η έννοια «τάξη» απουσιάζει ολοσχερώς από τις μελέτες ταυτότητας και, όταν υπάρχει, εμφανίζεται όχι ως καθοριστική μεθοδολογική κατηγορία εξέτασης ενός κοινωνικού φαινομένου αλλά ισοπεδωτικά ως άλλη μία κοινωνική ταυτότητα όπως αυτή του φύλου και της φυλής (gender, race, class). Με τον ίδιο τρόπο αφομοιώνονται διά της ισοπεδωτικής τους προσέγγισης και θεωρίες που κρίνονται αποσταθεροποιητικές για το σύστημα, όπως ο μαρξισμός, που (όταν σπάνια) εμφανίζεται ως μία από τις πολλές θεωρίες ισοδύναμη, για παράδειγμα, με το δομισμό και μετα-δομισμό, την αποδόμηση, το φεμινισμό κ.λπ. Από την άλλη, ενώ οι σπουδές ταυτότητας προέκυψαν από πραγματικές συγκρούσεις και αγώνες στην αμερικανική κοινωνία (φυλετικοί, φεμινιστικοί, μειονοτήτων κ.λπ.), διά της μετατροπής τους σε γνωστικά αντικείμενα στο κλειστό και αποστειρωμένο κόσμο του πανεπιστημιακού campus ελάχιστη επίδραση έχουν στον πραγματικό κόσμο των φυλετικών διακρίσεων, της έμφυλης βίας, της καταπίεσης και της οικονομικής εξαθλίωσης που βασανίζουν τα υπό εξέταση και θεωριτικοποίηση κοινωνικά υποκείμενα.
Η επιβολή των Πολιτισμικών Σπουδών, που επέφερε την εξαφάνιση κλάδων των ανθρωπιστικών σπουδών όπως η φιλοσοφία και η ιστορία ως αυτόνομες πειθαρχίες, η λογοτεχνία κ.λπ., είναι η αποτελεσματικότατη απάντηση του δυτικού πανεπιστημίου στην ανάγκη εμπορευματοποίησης της γνώσης εφόσον το πακέτο αυτό πουλάει παγκοσμίως. Εκτός της «εναλλακτικότητάς» του είναι μοντέρνο και εύπεπτο διότι μέσω μίας απολιτικής και αντι-επιστημονικής διεπιστημονικότητας είναι εξαιρετικά ελκυστικό τόσο για τους φοιτητές όσο και για τους διδάσκοντες. Στους πρώτους προσφέρει την ψευδαίσθηση ότι είναι παντογνώστες εφόσον ένα τυπικό τέτοιο πρόγραμμα έχει λίγο από όλα, δηλ. θεωρία, λογοτεχνία, φιλοσοφία, οικονομία, πολιτική. Στους διδάσκοντες, που είναι κατά τεκμήριο «προοδευτικοί», δίνουν το άλλοθι της εναλλακτικότητας ενώ ταυτοχρόνως εξασφαλίζουν διεθνείς δημοσιεύσεις, παρουσία σε διεθνή συνέδρια και αναγνώριση που δεν θα είχαν αν θεράπευαν ένα πιο «παραδοσιακό» αντικείμενο ή κλάδο. Ταυτοχρόνως η εκρίζωση των κειμένων από το ιστορική στιγμή της παραγωγής τους ή μάλλον η «ουδετερικοποίηση» του ιστορικού «πλαισίου» δια της αποσιώπησης ή υποβάθμισης των υλικών κοινωνικών συνθηκών που τα γέννησαν είναι η συνθήκη που επιτρέπει τη διεθνή τους κυκλοφορία στην οικουμενική αγορά.
Αποσπάσματα από το εξαιρετικό άρθρο της Σίσσυς Βελισσαρίου
Πηγή www.rproject.gr