Κληρονομιά και στη μετα-Τσάβες εποχή η συνέχιση της προσπάθειας για την αντιμετώπιση του φαινομένου

Η Μπολιβαριανή Επανάσταση στη Βενεζουέλα ήταν αναμφισβήτητα και συνεχίζει να είναι, μια θετική προσπάθεια αντιμετώπισης σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων του λαού της χώρας αυτής. Οι δέσμες μέτρων για την εξάλειψη της φτώχειας, του αναλφαβητισμού και του συνόλου των δεινών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι ένας φάρος στην ομίχλη της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.
Τι γίνεται, όμως, με την αντιμετώπιση του εγκλήματος; Η σιωπή που μυρίζει ενοχή από την πλευρά των θετικά διακείμενων και οι εκκωφαντικές καταγγελίες σε όλα τα ΜΜΕ του δυτικού κόσμου, από την πλευρά των υποστηρικτών του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, θέτουν ένα ζήτημα που θα πρέπει να απαντηθεί.
Η Βενεζουέλα παρουσιάζεται ως μια χώρα βίαιη με αυξημένη εγκληματικότητα, ειδικά στα εγκλήματα που συνδέονται με τα ναρκωτικά, τις απαγωγές, την πολιτική διαφθορά και τις ανθρωποκτονίες. Η πόλη του Καράκας ως μια από τις πιο βίαιες πρωτεύουσες του κόσμου. Τα συγκριτικά στοιχεία, δε, για την περίοδο 1998-2005 (οι πρώτες κυβερνήσεις Τσάβες) είναι συντριπτικά. Οι ανθρωποκτονίες από όπλα αυξήθηκαν 175%, ο μέσος όρος ανθρωποκτονιών από το 39/100.000 κατοίκους πήγε στο 57/100.000. Το 57% του λαού της Βενεζουέλας θεωρεί το έγκλημα ως το πρώτο πρόβλημα στη ζωή τους, στοιχείο που εκμεταλλεύονταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του τσαβικού κινήματος σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, ακόμα και με υπερβολές όπως οι παλιές αναλύσεις ότι ο Τσάβες και η κυβέρνησή του προκαλούν έγκλημα, με τις φωτογραφίες του Τσάβες που κρατά όπλο και η λεζάντα να λέει «Να ποιος ευθύνεται για την αύξηση της εγκληματικότητας». Εφημερίδες, ισπανικές και αμερικανικές, αναπαράγουν αυτές τις ειδήσεις διεθνώς, ταξιδιωτικές οδηγίες εκδίδονται και όλοι μιλάνε για την αδυναμία (αν όχι την πρόκληση) αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος.

Η οικονομίστικη οπτική και η αλλαγή ρότας
Είναι αλήθεια ότι στην αρχή η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου από τις πρώτες κυβερνήσεις του Τσάβες βασίζονταν σε μια αυστηρά οικονομίστικη μαρξιστική οπτική, σύμφωνα πάντα με την οποία το έγκλημα οφείλεται στη φτώχεια και τις καπιταλιστικές αξίες, άρα αν καταπολεμηθούν αυτά θα υπάρχει μείωσή του. Και πραγματικά, σε ορισμένες πλευρές του εγκληματικού φαινομένου, όπως για παράδειγμα τις κλοπές, τη χρήση ουσιών από ανήλικους κ.λπ., φάνηκε να λειτουργεί.
Από την άλλη, η αυξημένη στατιστική καταγραφή της πολιτικής διαφθοράς ήταν ένα θετικό στοιχείο της διακυβέρνησης, καθώς έφερνε στην επιφάνεια και, επιτέλους, αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα που ώς τότε βρισκόταν στο σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας, δηλαδή ήταν πραγματικό ως προς την κοινωνική βλάβη που παρήγαγε αλλά το επίσημο κράτος έκανε τα στραβά μάτια.
Όμως το πρόβλημα σε συγκεκριμένες διαστάσεις του, προβαλλόμενες ως τις πιο επικίνδυνες, παρέμενε. Δολοφονίες, απαγωγές για λύτρα και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών. Μετά το 2005 έγιναν κατανοητά τα όρια πολιτικής εφαρμογής της απλοϊκής θεωρητικής εξήγησης της εγκληματικότητας και καταγράφηκε μια αλλαγή ρότας στην αντιμετώπιση του εγκλήματος. Μια πιο προσεκτική ματιά στα συγκεκριμένα ζητήματα κατέδειξε ότι το εγκληματικό φαινόμενο δεν έχει ομογενοποιημένα αίτια και ότι επίσης μέρος του προβλήματος (το οποίο αργότερα σε μετρήσεις της κοινής γνώμης έγινε το κύριο πρόβλημα) ήταν συγκεκριμένες κρατικές δομές οι οποίες παρήγαγαν, αναπαρήγαγαν και κατασκεύαζαν το εγκληματικό φαινόμενο.
Πιο συγκεκριμένα, ποσοτικά, τα τρία αυτά εγκλήματα παρουσιάζονται αυξημένα σε πολιτείες στα σύνορα με την Κολομβία, ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση με σχεδόν ανύπαρκτη τη δυνατότητα επέμβασης του νέου κρατικού μηχανισμού: εκεί όπου κυριαρχεί η Cuntrera-Caruana, μαφία με δεσμούς με την Κόζα Νόστρα και τη Σικελική Μαφία, η οποία και μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών από την Κολομβία προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Για τη διασφάλιση αυτού του δικτύου, έχουν οργανωθεί παραστρατιωτικές μονάδες υποστήριξης, οι οποίες έχουν στο ρεπερτόριό τους δολοφονίες και απαγωγές για λύτρα. Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι διεθνικό και χρήζει αντίστοιχης αντιμετώπισης, το οποίο προσπάθησε εν μέρει αποτυχημένα να αντιμετωπίσει ο Τσάβες με τις συμφωνίες με την κολομβιανή κυβέρνηση.
Η δεύτερη περιοχή στην οποία καταγράφεται αυξημένα το αντίστοιχο πρόβλημα, είναι οι υποβαθμισμένες συνοικίες των μεγαλουπόλεων και ειδικά του Καράκας. Εξειδικευμένες μελέτες γι’ αυτές τις περιοχές έδειξαν ενδιαφέροντα στοιχεία. Σε όλες τις εγκληματικές δράσεις είχαν συμμετοχή δύο ειδών άνθρωποι. Υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, λούμπεν στοιχεία κατά κύριο λόγο (με δυνατότητα κατοχής και χρήσης παράνομου οπλισμού) και μέλη των κρατικών θεσμών αντιμετώπισης της εγκληματικότητας (πρωτίστως αστυνομικοί).
Ως προς το πρώτο στοιχείο δημιουργούνται συνειρμοί του τύπου «αυτοί που μιλάνε για την ανάγκη αντιμετώπισης του εγκλήματος, είναι αυτοί που κρύβονται πίσω από αυτό», δηλαδή σαν να φωνάζει η Χρυσή Αυγή για το έγκλημα, ενώ τα μέλη της να είναι όλοι υπόδικοι. Ως προς το δεύτερο όμως και ειδικά για την επίσημη Αστυνομία, ενδιαφέρουσα ήταν η απάντηση που ξεκίνησε να δώσει η κυβέρνηση Τσάβες τα τελευταία χρόνια ως ένα πείραμα. Αυστηρότητα στην αντιμετώπιση των αστυνομικών εγκληματιών και προσπάθεια για ενδυνάμωση μιας εναλλακτικής αστυνόμευσης μέσω δημιουργίας πολιτοφυλακής στην οποία αναγκαία ήταν η εμπλοκή της κοινότητας.
Επιπρόσθετα δημιουργείται η Εθνική Επιτροπή για την Αναδιάρθρωση της Αστυνομίας το 2006 και το 2009 δημιουργείται το Πανεπιστήμιο της Πειραματικής Ασφάλειας. Και στα δύο πρωτεύοντα ρόλο παίζει η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πολιτοφυλακή (Μπολιβαριανή Εθνική Αστυνομία), ακόμα αδύναμη σε σχέση με την επίσημη Αστυνομία, όπου απέκτησε τον κυρίαρχο ρόλο οδήγησε στη συντριπτική μείωση του εγκλήματος. Μείωση 60% στις ανθρωποκτονίες, 59% στις ληστείες, 66% στη βία κατά των γυναικών. Η διαφθορά, όμως, στις κατεστημένες δομές του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, αν και μειωμένη παραμένει. Ακόμα δεν έχουν εκδικαστεί τελεσίδικα υποθέσεις όπως οι σφαγές στο Amparo και Caracazo που είχαν γίνει πριν τη διακυβέρνηση του Τσάβες. Ίσως και αυτό να είναι ένα μάθημα, για την αντιμετώπιση του εγκλήματος και όχι μόνο.
Η διαφθορά στην Αστυνομία, στο δικαστικό σύστημα και στις φυλακές, δύσκολα και επίπονα διορθώνεται με αναμορφωτικές προτάσεις. Όταν κατανοηθεί αυτό, ίσως να οδηγηθούμε πιο εύκολα στην ανάγκη για δημιουργία νέων σοσιαλιστικών δομών αντιμετώπισης του εγκλήματος.

* Ο Στράτος Γεωργούλας είναι επίκουρος
καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!