Στα όρια σεξουαλικής βουλιμίας παρουσιάζεται ο εκκεντρικός μεγιστάνας καναλάρχης Σύλβιο Μπερλουσκόνι, στο κινηματογραφικό πορτρέτο Loro, του 48χρονου Ναπολιτάνου σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο, μια σατυρική δίπτυχη βιογραφική εποποιία, που στην Ελλάδα κυκλοφορεί σε ενιαία συντετμημένη έκδοση (145΄).
Η ταινία επικεντρώνεται αρχικά στον Σέρτζιο Μόρα (Ρικάρντο Σκαρμάτσιο), ένα νεαρό Σικελό προαγωγό, που επενδύει στη διοργάνωση ενός ξέφρενου πάρτι με καλλονές, σε μια βίλα στη Σαρδηνία, απέναντι από το σπίτι του Μπερλουσκόνι (Τόνι Σερβίλο), ευελπιστώντας να προσεγγίσει μέσω κυκλωμάτων τον ισχυρό ηγέτη, για κάποια θέση στο ευρωκοινοβούλιο. Είναι η στιγμή που ο 70άρης τότε Μπερλουσκόνι, αποσυρμένος στη βίλα του, προσπαθεί να ξανακερδίσει την δεύτερη σύζυγό του, ενώ μελετάει την επάνοδό του στην κυβέρνηση.
Το απαύγασμα του σκηνοθέτη για τον ισχυρό πολιτικό μεταφέρεται στο σεναριακό στήσιμο των διαλόγων με τον περίγυρό του. Έτσι, η φράση «Ο αλτρουισμός είναι ο καλύτερος τρόπος να είσαι εγωιστής» ηχεί σαν σλόγκαν του εκκεντρικού λαϊκισμού του, ενώ η επισήμανση μιας από τις προστατευόμενές του ότι «έχει ίδια μυρωδιά με τον παππού της» τονίζει τη θλιβερή εικόνα ενός ηλικιωμένου ερωτύλου.
Μοναδική αναφορά της ταινίας σε οικονομικές ατασθαλίες γίνεται στην επιδίωξη προσεταιρισμού έξι γερουσιαστών, ενώ βασικά στοιχεία αφήνονται ηθελημένα στο σκοτάδι, όταν κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού με τη γυναίκα του, υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η άρνησή του να της αποκαλύψει τον τρόπο απόκτησης κεφαλαίων για τον έλεγχο των ΜΜΕ, προκειμένου να περάσει στον πολιτικό στίβο. Στη σκηνή μιας βραδινής τηλεφωνικής κλήσης του Μπερλουσκόνι σε μια τυχαία νοικοκυρά, αποδεικνύεται η ικανότητά του ως πλασιέ, ενώ με την πομπώδη ατάκα «γνωρίζω πολύ καλά το σενάριο της ζωής της μέσης Ιταλίδας», ο σκηνοθέτης παρακάμπτει έντεχνα το πολιτικό παρασκήνιο.
Αποφεύγοντας συστηματικά να θίξει την περίοδο έναρξης της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία, ο Σορεντίνο περιορίζει τη βιογραφική του προσέγγιση στο διάστημα 2006-2009, δηλαδή την περίοδο της εκλογικής ήττας του Μπερλουσκόνι, όταν σε απόσταση αναπνοής από τον Ρομάνο Πρόντι που προηγήθηκε, περνά στην αντιπολίτευση, για να επανεκλεγεί πανηγυρικά δυο χρόνια αργότερα, το 2008, στην τρίτη και τελευταία του πρωθυπουργική θητεία, μεταξύ οικονομικών και σεξουαλικών σκανδάλων, ενώ αφήνεται ασχολίαστη η μετά την παραίτησή του, το 2011, επιβολή του Μάριο Μόντι και της κυβέρνησης τεχνοκρατών, που εγκαθίδρυσε το ΔΝΤ, ερήμην του ιταλικού λαού.
Εγκαταλείποντας την τολμηρή καυστικότητα που υιοθέτησε στην άλλη βιογραφική ταινία του Il Divo (2008), για την πολιτική διαπλοκή του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών Τζούλιο Αντρεότι, εδώ περιορίζεται στη σκιαγράφηση ενός μπουφονικού Μπερλουσκόνι, δίνοντας έμφαση στην εξωτερική του εικόνα, παραμερίζοντας το ουσιαστικό παρασκήνιο της πολιτικής διαφθοράς ενός μεγιστάνα, που με τον έλεγχο των ΜΜΕ κατάφερε να γίνει τρεις φορές πρωθυπουργός, της χώρας του. Έτσι, ο Μπερλουσκόνι του Σορεντίνο διαθέτει ένα αλά Ντούτσε καρικατουρίστικο προσωπείο, απαλλαγμένο από φασιστικές εκλάμψεις, εγκλωβισμένος στο γελοίο ρόλο ενός σατυρικού τζόβενο, που αρνείται να αποδεχτεί την ηλικία του. Παράλληλα, δεν παραλείπει να αναδείξει και τη ρομαντική πλευρά ενός λαοπλάνου λαϊκιστή, που τραγουδά γεμάτος πάθος ναπολιτάνικες καντσονέτες α καπέλα, γοητεύοντας την μέση Ιταλίδα νοικοκυρά.
Σύμφωνα με αυτή τη σκηνοθετική άποψη, ο μασκαρεμένος με το αποκριάτικο μπερλουσκονικό κουστούμι Τόνι Σερβίλο δίνει έμφαση στο αστραφτερό τηλεοπτικό προσωπείο-μάσκα που υιοθέτησε ο μεγιστάνας, προβάλλοντας εκτός από τα κορακί μαλλιά, την αφύσικη έκφραση ενός μόνιμου χαμόγελου, με κατάλευκα δόντια, ειδικά στο τατουάζ της εισαγωγικής σκηνής, γελοιογραφώντας τα «πειραγμένα» πορτρέτα των ισχυρών, στην προσπάθεια διατήρησης της νιότης, που διαρκώς ξεγλιστράει.
Με όπλο του την υπερβολή στην ανάδειξη αυτών των στοιχείων, μαζί με την ευρύτερη γελοιοποίηση της εικόνας του πολιτικού ηγέτη, μεταξύ τζόκερ γελωτοποιού και διονυσιακού σάτυρου, ο σκηνοθέτης επιχειρεί και μια κριτική στην κακόγουστη αισθητική της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, γνήσιου τέκνου του Μπερλουσκόνι, που λάνσαρε ως πολιτιστική ψυχαγωγία την χειραγώγηση μέσω αποβλάκωσης.
Ο κόσμος της υπερβολής των ρωμαίων προγόνων του Σορεντίνο, στο ξέφρενο πάρτι της ταινίας του Τέλεια Ομορφιά (2013), συνεχίζεται και σ’ αυτή την ταινία, με σαγηνευτικές σκηνές οργίων, πότε νύχτα στους κήπους αρχοντικών, όπου πλάι σε άφθονη κοκαΐνη προσφέρονται αισθησιακές υπάρξεις ως εμπορεύσιμη σάρκα και άλλοτε καλοκαίρι, στην βίλα της Σαρδηνίας, όπου καλλίγραμμα μοντέλα με καυτά μπικίνι ξεσαλώνουν στο ρυθμό ηλεκτρονικής ρέιβ, ενώ πέφτουν σαν χιόνι από ψηλά πολύχρωμα παραισθησιογόνα χάπια. Μερικά απροσδόκητα τραγελαφικά στιγμιότυπα υπογραμμίζονται σε αργή κίνηση, ανακαλώντας τη σκορτσεζική ψυχαναγκαστική ανηθικότητα στα πάρτι των γκόλντεν μπόυς, στο Λύκο της Γουόλ Στριτ (2013).
Σήμα κατατεθέν του Σορεντίνο οι ασυνήθιστες ψηλοκρεμαστές λήψεις διαρκείας, με δεξιοτεχνικές κινηματογραφικές ακροβασίες, που εμπλουτίζει με ψηφιακά εφέ, δημιουργώντας μαγικές εικόνες, ως κινηματογραφικές μεταφορές. Χαρακτηριστικό δείγμα οι πολυάριθμες πεταλουδίτσες, που φτερουγίζουν γύρω από τον «Καβαλιέρε» (ιππότη), στο περίπτερο-φυτώριο όπου βρίσκεται κλεισμένος, σηματοδοτώντας τις προστατευόμενες του χαρεμιού του, τις οποίες συνήθιζε να δωροδοκεί με ένα ξεχωριστό περίτεχνο κόσμημα, με πεταλούδα. Αλλά και το προβατάκι που περιφέρεται στους κήπους της πολυτελούς βίλας, ίσως αποτελεί σουρεαλιστική αναφορά στους Ανιέλι, της δυναστείας των αυτοκινητοβιομηχάνων της Fiat, τη φινέτσα των οποίων προσπαθεί να μιμηθεί, σύμφωνα με τον Σορεντίνο.
Ξεχωριστή είναι και η ικανότητα του σκηνοθέτη να εμπλέκει με εξαιρετικό συγχρονισμό στο μοντάζ, τον ρυθμό επιλεγμένων μουσικών όπως το ροκ Down on the street (1970) των Stooges, αλλά και μια άρια από τους Γάμους του Φίγκαρο του Μότσαρτ.
Σχολιάζοντας την κοινοτυπία ενός λαϊκιστή, ο Σορεντίνο επιλέγει ως τίτλο τη λέξη Loro (Εκείνοι), υπονοώντας τους παρατρεχάμενους της μπερλουσκονικής αυλής, σε λογοπαίγνιο με το χρυσό (L’oro), θίγοντας το ανυπέρβλητο κιτς. Παράλληλα, ειρωνεύεται με θρησκευτική μεγαλοπρέπεια το πρόσωπο του Μπερλουσκόνι, καθώς αρχικά αποκαλείται Lui (Εκείνος), μεταφορά που εξάλλου αναπτύσσεται στην αριστουργηματική σκηνή του τέλους, ως βαθιά υπόκλιση στην εισαγωγική σεκάνς του Dolce Vita (1960) του δάσκαλού του Φεντερίκο Φελίνι. Το ξαπλωτό μαρμάρινο σώμα του Ιησού, που ανασύρεται με γερανό, από μια μισογκρεμισμένη από σεισμό εκκλησία, εναποτίθεται σε βελούδο ανάμεσα στα χαλάσματα, συνθέτοντας τη δική του σκηνή αποκαθήλωσης, σύμφωνα με την εικονογραφική παράδοση των ιταλικών αναγεννησιακών Πιετά. Σε αντιδιαστολή από το σατυρικό στυλ της ταινίας, το κλείσιμο αυτό περιέχει δραματική σοβαρότητα, που σφραγίζεται μοναδικά από το σιωπηλό συνεχόμενο κυκλικό μονοπλάνο στα αποκαμωμένα πρόσωπα των πυροσβεστών που ξεκουράζονται, ως συλλογικό πορτρέτο του ιταλικού λαού που θρηνεί για τους εκατοντάδες νεκρούς του καταστροφικού σεισμού της Ακουίλα, το 2009, ως μεταφορά μιας συνεχιζόμενης καταστροφής.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου [email protected]
Ιnfo
Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος διεξάγεται το 9ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (17 – 29/10/2018), με αφιερώματα στους Φιλίπ Γκραντριέ, Σιαολού Γκουό και Μαρκ Ράπαπορτ. Στο Διεθνές Διαγωνιστικό με τίτλο Αφηγηματικά και όχι, θα προβληθεί και το 4ωρο Ο καιρός του Διαβόλου του Φιλιπινέζου Λαβ Ντίαζ. Με αφορμή την έκθεση φωτογραφιών με μακέτες και κουστούμια του Γιώργου Ζιάκα, θα προβληθούν 4 ταινίες που είχε επιμεληθεί. Στην ενότητα Επαναστατικά τραγούδια Η Μπαλάντα του Τζο Χιλλ (1971) του Μπο Βίντερμπεργκ, ενώ στην ενότητα Αποκατεστημένες και Υπέροχες, θα προβληθούν Η Έβδομη Σφραγίδα (1957) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και η βουβή Κοινωνική Σαπίλα (1932) του Στέλιου Τατασόπουλου.