Για 4η χρονιά μετέχω στη Συντονιστική Επιτροπή του Δικτύου Σχολείων «Τα σχολεία αναζητούν την Ιστορία τους». Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σύμπραξης σχολείων και εκπαιδευτικών που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με την Ιστορία του σχολείου τους που υλοποιεί το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης.
Σκοπός είναι να ενισχύσει εκπαιδευτικούς και μαθητές να ασχοληθούν ενεργά με την τοπική Ιστορία και ειδικότερα την τοπική εκπαιδευτική Ιστορία, να γίνουν ερευνητές και να αναδείξουν την Ιστορία των σχολείων που εργάζονται και φοιτούν, να μελετήσουν αρχειακό υλικό, να συλλέξουν προφορικές μαρτυρίες, να δημιουργήσουν οπτικοακουστικές εφαρμογές, να διατυπώσουν συμπεράσματα για την εκπαιδευτική ζωή στο παρελθόν, να αφυπνίσουν την εκπαιδευτική μνήμη, να αναστοχαστούν την εκπαιδευτική ζωή στο παρόν μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα εκπονήσουν και να ανοίξουν το σχολείο στην κοινότητα.
Όλες οι συναντήσεις που παρακολούθησα τα τρία προηγούμενα χρόνια είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον και με έφεραν σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, βοηθώντας με να ανακαλύψω άγνωστες ιστορίες.
Το σημαντικό είναι πως δίνονται τα εργαλεία για να μπορέσουν να υλοποιηθούν ιστορικές έρευνες από μαθητές και εκπαιδευτικούς. Από τις πιο σημαντικές εισηγήσεις ήταν αυτές της Τασούλας Βερβενιώτη και των Ομάδων Προφορικής Ιστορίας με τις οποίες υπάρχει στενή συνεργασία.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά όχι μόνο γιατί μου ήρθε η ειδοποίηση πως τα προγράμματα ξεκινούν πάλι, αλλά και διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα 1934-1944» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και είναι βασισμένο στο ημερολόγιο του πατέρα του που καταγράφει στιγμές από αυτή τη δεκαετία.
Όπως γράφει ο ίδιος στον επίλογο: «Επιχείρησα να προσεγγίσω αυτό το τεκμήριο περισσότερο ως κείμενο που περνάει στη σφαίρα της δημόσιας Ιστορίας παρά ως οικογενειακό κειμήλιο. Και ως τέτοιο το μοιράζομαι, με την πεποίθηση ότι μπορεί αν προκαλέσει περιέργεια, να αποτελέσει έναυσμα και να οδηγήσει σε μια σειρά άλλων και ίσως περισσότερο γόνιμων συνειρμών.
Η Αθήνα ως μήτρα αφηγήσεων αναβλύζει διαρκώς. Το πέρασμα της μικροϊστορίας στην κοινή θέα και η μετατροπή της ειδικής περίπτωσης σε συλλογικό βίωμα είναι μια άτυπη τελετουργία. Θυμίζει το πέρασμα στην ενήλικη ζωή και από εκεί στη χώρα της λήθης και της μνήμης.»
Στο ημερολόγιο και στο βιβλίο σημαντική θέση καταλαμβάνει και η σχολική ζωή, με εκτεταμένες αφηγήσεις για τη Λεόντειο των Πατησίων όπου φοίτησε ο πατέρας του συγγραφέα. Πολλά και ενδιαφέροντα τα όσα αναφέρονται για το ίδιο το σχολείο αλλά και για την καθημερινότητα ενός μαθητή εκείνης της εποχής.
Ένα καλό σχολείο έδινε πολλά εφόδια στους μαθητές του, όμως αυτό που είναι πάντα το καθοριστικό είναι ο φωτισμένος εκπαιδευτικός, που μπορεί να σημαδέψει με θετικό τρόπο τη ζωή των μαθητών του. Και σε τέτοιους εκπαιδευτικούς υπάρχουν πολλές αναφορές στο ημερολόγιο του πατρός Βατόπουλου.
Για όσους ασχολούνται με την Ιστορία της εκπαίδευσης δίνονται πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον ρόλο που έπαιξε η καθολική εκπαίδευση στην Ελλάδα.
«Η Λεόντειος άνοιγε ορίζοντες και επίσης παρείχε εκείνον τον σπάνιο συνδυασμό ελληνικής και ευρωπαϊκής παιδείας. Αυτή η διευρυμένη ελληνικότητα μέσα από τη διττή έμφαση στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα ήταν ένα εφόδιο που εκτιμήθηκε αργότερα.»
Παράλληλα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας μιλώντας και πάλι για τον ρόλο των εκπαιδευτικών, γράφει:
«Την εποχή που ο πατέρας μου ζούσε στα Πατήσια και ταυτιζόταν με κάποιους δικούς του καθηγητές-πρότυπα, δάσκαλοι και δασκάλες με στοιχεία ηρωισμού και ανιδιοτέλειας έδιναν δικές τους μάχες, καθημερινές, σε χωριά και κωμοπόλεις και πόλεις της Ελλάδας. Μικρές και μεγάλες ξεχασμένες ιστορίες, μορφές που έφτιαξαν ένα ψυχικό υπόστρωμα.»
Τέτοιες μικρές και μεγάλες ιστορίες βγάζει από τη λήθη το δίκτυο σχολείων που συνεχώς μεγαλώνει.
Όπως έχει πει σε παλιότερη συνέντευξή της η Τασούλα Βερβενιώτη (marginalia.gr)
«Τα παιδιά θα μάθουν Ιστορία αν μπορούμε να βάλουμε και την προφορική Ιστορία στα σχολεία. Κάποιοι λένε βέβαια “α, δεν μπορούμε έτσι να διδάξουμε την αρχαιότητα!”. Σφάλλουν βέβαια γιατί παντού στην Ελλάδα υπάρχουν αρχαιότητες και μπορούν κι από εκεί να κάνουν προφορική Ιστορία. Και εννοείται ότι τη νεότερη Ιστορία μπορούν να τη μάθουν καλύτερα. Αυτό που χρειάζεται να μάθει το παιδί στο σχολείο δεν είναι να μάθει τις σημαντικές ημερομηνίες, αλλά να μάθει τη διαδικασία μέσα από την οποία πορεύεται η κοινωνία ή αυτό που λέμε απλά: το ιστορικό γίγνεσθαι. Δεν έχουν καταλάβει τα παιδιά τη διαδρομή της κοινωνίας μες στο χρόνο. Και δεν μπορούν να το μάθουν αν βάλεις κι άλλη ύλη ή όταν φτιάξεις πιο καλά πακέτα δουλειάς. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τον χρόνο – πώς πορεύεται η ανθρωπότητα, με ποιον τρόπο γίνονται οι αλλαγές, πώς περνάν οι άνθρωποι από το ένα στο άλλο. Αυτό μπορούν να το μάθουν από την προφορική Ιστορία. Αυτή είναι η πρότασή μας.»
Και πράγματι, τα παιδιά αναζητώντας την Ιστορία του σχολείου και του τόπου τους αποκτούν μια βιωματική σχέση με την Ιστορία και την κατανοούν σε βάθος.
Ίσως αυτό να φοβούνται και οι κάθε είδους εξουσίες…