Η αναμενόμενη «ανταπάντηση» του Ισραήλ στην αντεπίθεση του Ιράν εκδηλώθηκε χθες με ένα ασθενικό πλήγμα εναντίον ιρανικής στρατιωτικής εγκατάστασης κοντά στην πόλη Ισφαχάν. Τουλάχιστον σ’ αυτό το στάδιο, φαίνεται ότι πρόκειται για μια ενέργεια με στόχο να κρατηθούν τα προσχήματα, αν και η κυβέρνηση Νετανιάχου για μια ακόμη φορά δεν αναλαμβάνει την ευθύνη. Και η ιρανική ηγεσία όμως υποβαθμίζει το γεγονός, μιλώντας για απόπειρα σαμποτάζ από ομάδα που είχε διεισδύσει σε ιρανικό έδαφος, και διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να αντιδράσει με νέα πλήγματα κατά του Ιράν. Είναι λοιπόν νωρίς για οριστικά συμπεράσματα. Αντίθετα, περισσότερα μπορούν πλέον να επισημανθούν όσον αφορά την προηγηθείσα ιρανική αντεπίθεση.
Σύμφωνα με το ισραηλινό επιτελείο, οι Ιρανοί χρησιμοποίησαν στην επιχείρησή τους 170 μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), όχι τα πλέον σύγχρονα που διαθέτουν, καθώς και 120 βαλλιστικούς πυραύλους και 30 πυραύλους κρουζ – συν άλλους 10 πυραύλους και drones οι Υεμενίτες. Και, πάντα σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ισραηλινή αεράμυνα («Σιδηρούς Θόλος» και αεροσκάφη) τα κατέρριψε «σχεδόν» όλα. Αυτό το μήνυμα –της πανίσχυρης, αδιαπέραστης κ.λπ. αεράμυνας– αναπαρήγαγαν τις αμέσως επόμενες μέρες και τα Δυτικά ΜΜΕ, επιχειρώντας να αποκαταστήσουν τη βαριά λαβωμένη φήμη του κατοχικού κράτους ως «αήττητου».
Οι Ιρανοί από την πλευρά τους δήλωσαν ότι «η Επιχείρηση Αληθινή Υπόσχεση ξεπέρασε τις προσδοκίες μας, καθώς δεκάδες μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πύραυλοι διαπέρασαν τα στρώματα των αμυντικών δυνατοτήτων της σιωνιστικής οντότητας» αφού διένυσαν μια απόσταση σχεδόν 2.000 χιλιομέτρων. Ο στρατηγός Χοσεΐν Σαλαμί τόνισε: «Θα μπορούσαμε να είχαμε εξαπολύσει μια αντεπίθεση κατά δεκάδες φορές ισχυρότερη, αλλά την περιορίσαμε σε δυνατότητες ανάλογες με αυτές που χρησιμοποίησε η σιωνιστική οντότητα για να επιτεθεί στο ιρανικό προξενείο».
Η αντεπίθεση επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε στρατιωτικούς στόχους, και ιδίως σε ένα σταθμό συλλογής πληροφοριών στο όρος Ερμών (κατεχόμενο Γκολάν), και σε δύο βάσεις της ισραηλινής αεροπορίας, στις τοποθεσίες Νεβατίμ και Ραμόν (έρημος Νεγκέβ). Σύμφωνα με τους Ιρανούς, από τις τρεις αυτές εγκαταστάσεις οργανώθηκε και υλοποιήθηκε η ισραηλινή επίθεση στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού. Οι Ιρανοί υποστηρίζουν ότι κατάφεραν δεκάδες πλήγματα κατά των 3 αυτών στόχων, ενώ οι Ισραηλινοί ανακοίνωσαν ότι 5 πύραυλοι έπληξαν τη βάση Νεβατίμ και 4 τη βάση Ραμόν, χωρίς ανθρώπινα θύματα.
Για να διατηρήσουν την «αναλογικότητα» της αντεπίθεσής τους, που ουσιαστικά συνίστατο σε μια πρώτη επίδειξη των δυνατοτήτων τους, οι ιρανικές αρχές είχαν δώσει λεπτομέρειες γι’ αυτήν από 72 έως 48 ώρες πριν σε όλες τις χώρες της περιοχής. Ενημέρωσαν επίσης, μέσω της ελβετικής πρεσβείας στην Τεχεράνη, και τις ΗΠΑ. Έτσι οι Ισραηλινοί, έγκαιρα ειδοποιημένοι (όπως έγραψε η Wall Street Journal) μεταξύ άλλων από τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα κ.ά., εκκένωσαν τους στόχους. Επιπλέον, δόθηκε χρόνος τόσο στην ισραηλινή αεράμυνα όσο και στις Δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία) να προετοιμαστούν για την απόκρουση της αντεπίθεσης.
Έτσι σχετικοποιείται πολύ το «αήττητο» του Ισραήλ. Διότι, όπως σταδιακά ομολογούν τόσο τα Δυτικά όσο και τα ισραηλινά ΜΜΕ, στην απόκρουση έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι τρεις ισχυρότερες αεροναυτικές Δυτικές δυνάμεις. Ήταν οι Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι που κατέρριψαν τον μεγαλύτερο αριθμό των drones και πυραύλων πριν φτάσουν στο Ισραήλ, χρησιμοποιώντας όλα τα αεροσκάφη και πολεμικά πλοία τους, καθώς και τις στρατιωτικές βάσεις που διαθέτουν στην περιοχή (Ιράκ, Κύπρος και Ιορδανία αντίστοιχα).
Επιπλέον, το εξωνημένο μοναρχικό καθεστώς της Ιορδανίας συμμετείχε ενεργητικά στην υπεράσπιση του Ισραήλ (τόσο με τη δική του αεροπορία και αεράμυνα, όσο και ανοίγοντας τον εναέριο χώρο του στα αμερικανικά, γαλλικά και βρετανικά αεροσκάφη). Σύμφωνα με τους Times of Israel, και άλλα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα (όπως το Κατάρ, όπου εδρεύει «κέντρο επιχειρήσεων» των ΗΠΑ) παρείχαν ουσιαστική υποστήριξη στις αμερικανικές δυνάμεις.
Μία παρεμφερή πτυχή αφορά το γεγονός ότι οι «καλύτερες υπηρεσίες πληροφοριών στον κόσμο» έπεσαν εντελώς έξω στην εκτίμηση της ιρανικής απάντησης, όπως τονίζουν οι New York Times: ενώ σχεδίαζαν το πλήγμα στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού επί δύο μήνες, σε κανένα από τα σενάρια των ισραηλινών υπηρεσιών δεν προβλεπόταν αντίδραση σαν αυτή που τελικά υπήρξε. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ προσπαθούν να απεκδυθούν κάθε ευθύνη για την ισραηλινή προκλητική επίθεση στο ιρανικό προξενείο, διαρρέοντας ότι ενημερώθηκαν σχετικά από τους Ισραηλινούς «λίγο πριν» πραγματοποιηθεί το πλήγμα, κι ότι… διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτό στην κυβέρνηση Νετανιάχου.
Αυτή η πραγματικότητα περικλείει δύο μηνύματα: το πρώτο, σε «τεχνικό» επίπεδο, είναι ότι δίχως την ενεργητική υποστήριξη των ΗΠΑ και των λοιπών Δυτικών, καθώς και των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων, το Ισραήλ είναι ευάλωτο ακόμη και σε μια ιρανική επιχείρηση εκ των προτέρων ανακοινωμένη και ιδιαίτερα συγκρατημένη ως προς το εύρος και τους στόχους της. Επιπλέον, χάνει και την ικανότητα ορθής εκτίμησης της κατάστασης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία για τη Δύση και το Ισραήλ ότι οι αεροναυτικές και επίγειες δυνάμεις πέντε χωρών ίδρωσαν για να ανασχέσουν μια περιορισμένη και διόλου αιφνιδιαστική επιχείρηση του Ιράν – το οποίο ουσιαστικά επεδίωκε (και το πέτυχε) να δείξει ότι διαθέτει ισχυρά αποτρεπτικά μέσα, και την ετοιμότητα να τα χρησιμοποιήσει.
Το δεύτερο μήνυμα ξεφεύγει από ένα στενό «τεχνικό» πλαίσιο: πρόκειται για αυτό καθαυτό το γεγονός της έμπρακτης στοίχισης των Δυτικών και των ντόπιων συμμάχων τους στην υποστήριξη ενός κράτους που, πέρα από τη γενοκτονία των Παλαιστινίων, επιχειρεί εκβιαστικά να προκαλέσει και μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη άδηλης κατάληξης. Είναι μια διαπίστωση που επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό αυτών των δυνάμεων ως εμπρηστών του πολέμου, και διαλύει την υποκρισία και τις ψευδαισθήσεις όσον αφορά το ποιος και πόσο (δεν) νοιάζεται για την ειρήνη.