του Γιάννη Δουλφή
Ο κομματικός κοινοβουλευτισμός –που είναι η ενσάρκωση του ιδεότυπου της «δημοκρατίας» του νεωτερικού κόσμου– ουδέποτε υπήρξε αυθεντική εκπροσώπηση της λαϊκής βούλησης αλλά μέσω του δικαιώματος της ψήφου ήταν η επιλογή των κυβερνώντων και των νομοθετών, που αντικατέστησαν ή συμπλήρωσαν τον μονάρχη. Έλκει την καταγωγή της από το ρωμαϊκό πολίτευμα της Res publica και ουδεμία έχει σχέση με τη δημοκρατία, όπως πρωτοεμφανίστηκε στην Αρχαία Αθήνα.
Η ρουσσωϊκή (1) γενική βούληση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι εκφράζεται από τον κοινοβουλευτισμό, ιδιαίτερα όταν γίνεται εμφανές ότι οι αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις εκδηλώσεις και τις διαθέσεις του κοινωνικού σώματος, όπως ανιχνεύονται πέραν του κοινοβουλίου, και της εκτελεστικής εξουσίας που νομιμοποιείται από την πλειοψηφία του και διαμορφώθηκε σε μια μόνο δεδομένη στιγμή, κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν εκδηλώσεις ελεύθερης βούλησης.
Η πεμπτουσία της δημοκρατίας αυτής, η διάκριση δηλαδή των δύο αυτών εξουσιών και της τρίτης –της δικαστικής– όπως καθιερώθηκαν βάσει του Πνεύματος των Νόμων του Μοντεσκιέ, μέσω και της συνταγματικής τους κατοχύρωσης, έχει συγχωνευθεί υπέρ της εκτελεστικής.
Ιστορικώς, τα κόμματα εισέρχονται στην πολιτική σκηνή με την αυγή της νεωτερικότητας, των αστικών επαναστάσεων και την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της République (Republic). ο κοινοβουλευτισμός ως αντιπροσώπευση μέσω της ψηφοφορίας που στηρίχτηκε στα ανθρώπινα δικαιώματα –περιορισμένης αρχικά σε ένα μικρό αριθμό ανδρών για να διευρυνθεί μετά από πολλά στάδια και διεκδικήσεις– διαμεσολαβείται από τα κόμματα. Όμως παρά τη ρητορεία των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων περί δημοκρατίας, αυτά δεν έχουν τίποτα το δημοκρατικό, όπως σωστά, επισήμανε η Σιμόν Βέιλ (2) και αργότερα ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Είναι καθαρές ολιγαρχίες. Γράφει η Βέιλ: «δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ τίποτα που να μοιάζει, έστω και από μακριά, με μια δημοκρατία. Σε ό, τι ονομάζουμε έτσι, ο λαός δεν είχε ποτέ την ευκαιρία ούτε το μέσο να εκφράσει μια γνώμη σε οποιοδήποτε πρόβλημα της δημόσιας ζωής». Φυσικά αυτό ισχύει και σήμερα με μερική εξαίρεση την Ελβετία, στην οποία γίνονται κάποια δημοψηφίσματα και ο λαός εκφράζει άμεσα τη γνώμη του για κάποια συγκεκριμένα ζητήματα.
Κομματοκρατία και κοινοβουλευτισμός με όποιες μετεξελίξεις υπέστησαν μέσα στην ιστορική τους διαδρομή υπήρξαν πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένες όψεις του νεωτερικού πολιτικού συστήματος. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν οι ισχυρές άτυπες ή επίσημες ομάδες πίεσης, συντεχνιακής υφής, που ασκούν την έντονη επιρροή τους στο σύστημα. (3)
Με την έλευση και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού έχουμε ήδη εισέλθει τα τελευταία χρόνια σε μια κατάσταση υπέρβασης του συστήματος αυτού, που έχει χαρακτηρισθεί ως μεταδημοκρατία (4), ή κατάσταση εξαίρεσης (5) (που διαρκεί ήδη πάρα πολύ για να είναι εξαίρεση).
Οι «αγορές», οι υπερεθνικοί οργανισμοί και οι διεθνείς συνθήκες που κανοναρχούν την παγκόσμια «κοινωνία της αγοράς», έχουν εκκενώσει από οποιοδήποτε περιεχόμενο το δημοκρατικό ιδεότυπο της κοινοβουλευτικού τύπου «εκπροσώπησης», αφού οι κανόνες αυτοί έρχονται σε πλήρη αντίθεση με οποιαδήποτε ικανοποίηση γενικών κοινωνικών αναγκών ή διατήρηση κοινωνικών κατακτήσεων της προηγούμενης μεταπολεμικής περιόδου. Το τοπίο συμπληρώθηκε με το μεταμοντέρνο πολιτισμικό τοπίο της εικονικής δημοκρατίας του Facebook του πλήθους και των αποφάσεων των κυρίαρχων μέσω «τιτιβισμάτων».
Κομματοκρατία και κοινοβουλευτισμός με όποιες μετεξελίξεις υπέστησαν μέσα στην ιστορική τους διαδρομή υπήρξαν πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένες όψεις του νεωτερικού πολιτικού συστήματος. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν οι ισχυρές άτυπες ή επίσημες ομάδες πίεσης, συντεχνιακής υφής, που ασκούν την έντονη επιρροή τους στο σύστημα
Η Αριστερά, γέννημα της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, ήταν εξαρχής στο εσωτερικό του φαντασιακού της ταύτισης δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού ως αντιπροσώπευσης, παρά τις φιλότιμες υπερβάσεις του Ρουσώ, που αποδεικνύουν τα όρια του ριζοσπαστισμού του. Η κύρια, αλλά και η επικρατήσασα, τάση του εργατικού κινήματος από την εποχή του Λασσάλ στη ρεαλιστική μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατία της Β’ Διεθνούς, που πήρε τη σκυτάλη της Αριστεράς στη συνέχεια, επίσης, παρά τις κατά καιρούς ελευθεριακές ή αναρχοσυνδικαλιστικές αμφισβητήσεις και επαναστατικές απόπειρες. Άλλωστε υπό την επήρεια της μαρξικής θεώρησης του πολιτικού και του κράτους, ως δικτατορία της κυρίαρχης τάξης, το λενινιστικό ρεύμα οδήγησε στον ολοκληρωτισμό του μονοκομματικού κράτους, στο όνομα της μετάβασης στο κομμουνιστικό ιδεώδες. (6)
Η κριτική του κοινοβουλευτισμού ως μη πραγματικής δημοκρατίας δεν συνεπάγεται αντικοινοβουλευτισμό. Ο αντικοινοβουλευτισμός χωρίς να προτάσσει την πραγματική δημοκρατία των πολιτών, όχι ως ψηφοφόρων κάποιων «έρημων και απρόσωπων εντολοδόχων», αλλά ως εκείνων που αποφασίζουν για τις συγκεκριμένες υποθέσεις τους ελεύθερα μέσω συγκεκριμένων θεσμών –που ονομάστηκε άλλως «άμεση» δημοκρατία– οδήγησε ιστορικά σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Μήπως, όμως, και σήμερα, δεν φθάσαμε σε ένα νέου τύπου ολοκληρωτισμό με λεπτότερες μεθοδεύσεις που διατηρούν μια ψευδαίσθηση αντιπροσώπευσης κοινοβουλευτικού τύπου;
Νεοελληνικό κράτος: Ομοίωμα κοινοβουλευτισμού, πολυπλόκαμος μονοκομματισμός, σήψη
το ελληνικό πολιτικό-κομματικό σύστημα απότοκο των σχέσεων εξάρτησης από γεννήσεως του νέου, μετά την επανάσταση του ‘21, ελληνικού κράτους συνδέθηκε με τις μεγάλες δυνάμεις που ενεπλάκησαν σ’ αυτήν ώστε να το ελέγξουν. Έτσι τα πρώτα κόμματα που δημιουργήθηκαν, ήταν ως γνωστόν το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Καμία έννοια λαϊκής αντιπροσώπευσης, μέχρι και το τέλος της οθωνικής περιόδου. Το διπολικό κομματικό σύστημα που ακολούθησε σε όλη τη μετέπειτα περίοδο συνδέθηκε άρρηκτα με το σύστημα των πελατειακών σχέσεων μεταξύ ψηφοφόρων και πολιτικών, μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μόνο μεταπολεμικά άρχισε σιγά-σιγά να διαμορφώνεται ένα σύστημα, διαθλασμένης εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων και ενσωμάτωσης αιτημάτων, παράλληλα με την εμφάνιση της Αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο διπολισμός με συμπλήρωμα τις δύο κύριες δυνάμεις της διασπασμένης Αριστεράς, συνέπλεξε τις πελατειακής μορφής σχέσεις ατομικής εξυπηρέτησης με την ικανοποίηση αιτημάτων συντεχνιακού χαρακτήρα κοινωνικών ομάδων καθώς και εργατικών διεκδικήσεων, παράλληλα με την είσοδο στο προσκήνιο μιας νέας γενιάς πολιτικών πέρα από τα συνήθη κομματικά τζάκια, στα λεγόμενα πολυσυλλεκτικά κόμματα. Η Αριστερά και οι κύριες δυνάμεις της πρακτικά συντάχθηκαν απόλυτα με τον κοινοβουλευτισμό, διατηρώντας ως «μακρινό όραμα» τον ανεύρετο σοσιαλισμό της κομματοκρατούμενης «δικτατορίας του προλεταριάτου», ενώ η «φωτισμένη» μερίδα της λεγόμενης Ανανεωτικής Αριστεράς εξύμνησε τον πλουραλισμό και την πολυφωνία, εντός των ασφαλών για την ηγεσία της κομματικών πλαισίων.
Οι σύνθετες αυτές σχέσεις στρεβλής εκπροσώπησης άρχισαν σταδιακά να χαλαρώνουν με την έλευση του νεοφιλελευθερισμού και στη χώρα μας, με κατάληξη τη απόλυτη αποσύνδεση του κοινωνικού σώματος, όπως σταδιακά διαμορφώθηκε, από το πολιτικό προσωπικό που κρυσταλλώθηκε σε μια τάξη ιδιαίτερων συμφερόντων σε σύγκρουση και ενάντια μάλιστα με τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας με την εγκαθίδρυση του μνημονιακού καθεστώτος που το στηρίζει και το θρέφει. Η ενιαία στάση του πολιτικού αυτού κόσμου απέναντι στην κοινωνία, ουσιαστικά διαμόρφωσε ένα ιδιόμορφο πολυπλόκαμο μονοκομματικό σύστημα.
Στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας, ο διπολισμός με συμπλήρωμα τις δύο κύριες δυνάμεις της διασπασμένης Αριστεράς, συνέπλεξε τις πελατειακής μορφής σχέσεις ατομικής εξυπηρέτησης με την ικανοποίηση αιτημάτων συντεχνιακού χαρακτήρα κοινωνικών ομάδων καθώς και εργατικών διεκδικήσεων, παράλληλα με την είσοδο στο προσκήνιο μιας νέας γενιάς πολιτικών πέρα από τα συνήθη κομματικά τζάκια, στα λεγόμενα πολυσυλλεκτικά κόμματα
Παρά την απονομιμοποίηση, που είχε ως αποτέλεσμα η κατάσταση αυτή, όλα τα νέα σχήματα, είτε δυνάμεων (περισσότερο ή λιγότερο ψευδεπίγραφης) κοινωνικής αναφοράς, είτε μεταμοντέρνων κατασκευών του μιντιακού συστήματος, είτε καιροσκοπικών συμπιλημάτων, απορροφήθηκαν στο ενιαίο αυτό «ακραίο κέντρο», για να συνεχίσουν το έργο της κατεδάφισης όλων των κοινωνικών κατακτήσεων και της κοινωνικής καταστροφής.
Να που φθάσαμε, όμως, πλέον, μέσα από τους κινδύνους και τις περιπέτειες που στρώνει για την ακεραιότητα της επικράτειας της πατρίδας μας, η πολιτική αυτή τάξη που δεν ορρωδεί προ ουδενός, διαπιστώνοντας ότι η ύπαρξή της εξαρτάται από την απόλυτη εθελοδουλία στις υπέρτερες αλλότριες δυνάμεις και την πλήρη καθυπόταξη μέχρι εξαχνώσεως της ελληνικής κοινωνίας, στην πλήρη σήψη του συστήματος (7).
Τα καιροσκοπικά συμπιλήματα του κενού που ήρθαν να αναπαλαιώσουν το σύστημα κονιορτοποιούνται ήδη μέσα στα διακλαδωμένα πλοκάμια του ενός και μοναδικού κομματικού πολύποδα.
Οι λαϊκές αντιδράσεις, όσο έντονες και να είναι, δεν μπορούν να ανακόψουν αποτελεσματικά τις δυνάμεις της πολιτικής εξουσίας που βρίσκονται απέναντί τους σε ένα διαρκή πόλεμο, αν δεν προχωρήσουν σε ένα άλλο στάδιο συγκρότησης, που οφείλει να ξεκινά από μια άλλη θέαση του κόσμου μας. (8) Τόσο μακριά από τα φθαρμένα στερεότυπα του «παλιού καλού καιρού», είτε αυτά αφορούν την αναπόληση ενός καλού κοινοβουλευτισμού του δημοκρατικού ιδεότυπου, είτε την ανασύσταση του κεϋνσιανισμού και του κράτους πρόνοιας της μεταπολεμικής συναίνεσης, είτε το όνειρο ενός ανεύρετου σοσιαλισμού, που κατέληξε στα γκουλάγκ. Μια θέαση ενός δημοκρατικού πατριωτισμού, που θα ανατρέχει μεν στις καλύτερες παραδόσεις και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο και όχι μόνο –στον αντίποδα όσων πλασματικά αναπολούνται– αλλά με το βλέμμα στραμμένο σ’ ένα δημιουργικό μέλλον. Διότι απαιτείται ένα γνήσιο δημοκρατικό πρόταγμα σε όλα τα επίπεδα –πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό– και αυτό δεν μπορεί να υλοποιηθεί, όσο μας αφορά, παρά μόνο στο έδαφος των εθνικών πλαισίων της επικράτειας που ζούμε, που δεν μπορεί να είναι πρόσφορο για υφαρπαγή, διαμελισμό ή απερήμωση, και με την αποδέσμευση από τις σημερινές διεθνείς εξαρτήσεις, που θρέφουν τη σήψη.
Σημειώσεις
(1) «Οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι αφέντες του λαού, μα υπάλληλοί του. Ο λαός πρέπει να μπορεί να τους διορίζει και να τους απολύει όποτε θέλει. Δεν υπάρχει θέμα να συμβληθούν με το λαό, πρέπει να τον υπακούσουν». (Ζαν Ζακ Ρουσσώ). Σε αντιπαραβολή: «Σήμερα, το πολιτικό σύστημα είναι δομημένο ως εκλόγιμη μοναρχία, που κατέχεται εξ ολοκλήρου από την πολιτική τάξη με τις κοινωνίες να διατηρούνται ερμητικά έγκλειστες στο καθεστώς της ιδιωτείας. Το πολιτικό προσωπικό κατέχει αδιαιρέτως τόσο την ιδιότητα του εντολέα όσο και την ιδιότητα του εντολοδόχου. Η προσχηματική αναφορά στην πολιτισμική έννοια του «λαού», που ανακηρύσσεται κυρίαρχος, αλλά δίκην αυτομάτου η πολιτική κυριαρχία εκχωρείται και ασκείται από την πολιτική εξουσία, στο όνομα ενός «γενικού συμφέροντος». Το περιεχόμενό του το ορίζει αυθεντικά ο πολιτικός ηγέτης, επιβεβαιώνοντας τον προ-αντιπροσωπευτικό και καταφανώς μη δημοκρατικό χαρακτήρα του» (Γιώργος Κοντογιώργης, «Αριστερά: μεταξύ διαμαρτυρίας και καθεστωτισμού», slpress.gr).
(2) Η Σιμόν Βέιλ (1909-1943) –εκπληκτική περίπτωση διανοούμενης και αντισταλινικής κομμουνίστριας, που άφησε διακριτό χνάρι σε κάθε ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκε– στο σοφό της κείμενο «Για την κατάργηση των κομμάτων», προέβη από τη δεκαετία του 1940 σε τολμηρές και οξυδερκείς διαπιστώσεις για τον αρνητικό ρόλο των κομμάτων, δείχνοντας πώς εγκλωβίζεται η ελευθερία της σκέψης των ανθρώπων πάνω στις δημόσιες υποθέσεις, μέσα στα κομματικά πλαίσια και τις ευθυγραμμίσεις που αυτά επιβάλλουν (Σιμόν Βέιλ, «Για την κατάργηση των κομμάτων», μτφρ. Σ. Γουνελάς, εκδόσεις Αρμός, 2011 – Σιμόν Βέιλ, «Σκέψεις για τη γενική κατάργηση των πολιτικών κομμάτων», respublica.gr – Σιμόν Βέιλ «Αποκηρύξτε τα πολιτικά κόμματα», respublica.gr – Γιώργος Ν. Οικονόμου, «Τα κόμματα, το απόλυτο κακό», efsyn.gr).
(3) Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, «Ομάδες πίεσης και δημοκρατία», Πατάκης, 2007 – Γιώργος Κουτσαντώνης, «Πολιτική εξουσία και ομάδες πίεσης», 12/11/2017, respublica.gr.
(4) η έννοια της «μεταδημοκρατίας» έχει συνδεθεί με το όνομα του Βρετανού κοινωνιολόγου Κόλιν Κράουτς. Η «Μεταδημοκρατία» είναι ένα έργο κριτικής από σοσιαλδημοκρατική σκοπιά που υπερασπίζεται το «κλασσικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα» απέναντι στις πρόσφατες βαθιές αλλοιώσεις του (Colin Crouch, «Μεταδημοκρατία», Μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδόσεις Εκκρεμές, 2006 – Colin Crouch, «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού», Μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδόσεις Εκκρεμές 2014).
(5) Ο Giorgio Agamben στην Κατάσταση Εξαίρεσης μας παρέχει μια εξαιρετική γενεαλογική παρουσίαση της παραπάνω έννοιας. Από το iustitium (Δικαιοστάσιο), του ρωμαϊκού δικαίου, σύμφωνα με το οποίο η σύγκλητος μπορούσε να εκδώσει απόφαση που κήρυσσε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (exceptio) στην περίπτωση κινδύνου της Res Publica, στη Ναπολεόντεια Γαλλία και στη συνέχεια στο παράδειγμα του Χίτλερ και του Γ΄ Ράιχ ως μια κατάσταση εξαίρεσης που διήρκησε δώδεκα χρόνια και την Αμερική της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και τις φυλακές του Γκουαντάναμο του Μπους, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών. Σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Μπένγιαμιν, η κατάσταση εξαίρεσης τείνει να γίνει ο κανόνας και το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας ορίζεται ως επικίνδυνη τάξη (Giorgio Agamben, «Κατάσταση Εξαίρεσης», μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Πατάκη 2007).
«Δεν πιστεύω λοιπόν ότι μπορούμε να επιστρέψουμε από την κατάσταση εξαίρεσης στο κράτος δικαίου. Διότι το κράτος δικαίου ήδη προέβλεπε την εξαίρεση ως έσχατο πυρήνα». (Giorgio Agamben) (βλ. και Συλλογικό των: Giorgio Agamben, Alain Badiou, Daniel Bensaid, Wendy Brown, Jean-Luc Nancy, Jacques Ranciere, Kristin Ross, Slavoj Zizek, «Πού πηγαίνει η δημοκρατία;», Πατάκης, 2013)
(6) Ο γεννημένος στη Γερμανία με δράση κυρίως στην Ιταλία κοινωνιολόγος Robert Michels (9 Ιανουαρίου 1876, Κολωνία, Γερμανία – 3 Μαΐου 1936, Ρώμη, Ιταλία), φίλος και μαθητής του Max Weber, του Werner Sombart και του Achille Loria, που μετακόμισε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, εντασσόμενος στην ιταλική επαναστατική συνδικαλιστική πτέρυγα (και αργότερα στον ιταλικό φασισμό, τον οποίο είδε ως πιο δημοκρατική μορφή σοσιαλισμού), ανέπτυξε για πρώτη φορά την πολιτική θεωρία του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας» – μια διεισδυτική ανάλυση των μηχανισμών επιβολής μιας παγιωμένης ολιγαρχικής ηγετικής μειοψηφικής ομάδας στα κόμματα-στυλοβάτες του κοινοβουλευτισμού με την ανάλυση κατ’ αρχάς του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο βιβλίο του «Πολιτικά κόμματα», που δημοσιεύθηκε το 1911. Ο Michels παρατήρησε ότι ο επίσημος στόχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ήταν αδύνατο να εξαλείψει την κυριαρχία της ελίτ, ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποτελεί το προσωπείο που νομιμοποιεί την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης ελίτ και το γεγονός ότι η ελίτ αυτή, την οποία ονομάζει ολιγαρχία, κυριαρχεί είναι αναπόφευκτος κανόνας. (Ρόμπερτ Μίχελς, «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία. Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου», Γνώση, 1990)
(7) Αποκαλυπτική της ολοκληρωτικής νοοτροπίας που διακατέχει το, καθόλου «αντισταλινικό», συνασπισμένο χρουτσωφο-γκορμπατσοφικό πυρήνα του τσιπρομορφώματος είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Χ. Βερναρδάκη (οπαδού της ελληνικής κοπής αλτουσερικής σέχτας) σχετικά με τη «Συμφωνία των Πρεσπών» Τσίπρα/Κοτζιά – Ζάεφ/Δημητρόφ), προκειμένου να αποσείσει την εμφανέστατη υπαγόρευσή της από τον ξένο παράγοντα: «νομοθετούμε τώρα αυτό που πάντα πιστεύαμε». Δηλαδή το 0,1% του 4%, επιβάλλει ενάντια στη συντριπτική πλειονότητα των ελλήνων πολιτών, την άποψή της για ένα μείζον ζήτημα που διακυβεύει κρίσιμα εθνικά συμφέροντα και αυτό θεωρείται καλύτερο επιχείρημα, από το εννοηθεί ότι ξένα συμφέροντα υπαγόρευσαν τη συμφωνία. Δηλαδή ολοκληρωτισμός έναντι ξενοκρατίας; Θαυμάσια! Η προβοκάτσια, που οδήγησε στη βίαιη διάλυση του μεγαλειώδους παλλαϊκού συλλαλητηρίου στο Σύνταγμα, δείχνει ότι η μια ολοκληρωτική πτέρυγα με την τυφλή και αναίτια βία της προσφέρει το άλλοθι για την υλοποίηση των επιδιώξεων της άλλης. Ζούμε ως φαίνεται σε συνθήκες Πελοποννησιακού Πολέμου που αποτέλεσε την απαρχή του τέλους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και τη διαστροφή λέξεων και εννοιών που επεσήμανε ο ιστορικός του Θουκυδίδης. «Και νόμισαν πως είχαν δικαίωμα ν’ αλλάξουν και τη συνηθισμένη αντιστοιχία των λέξεων προς τα πράγματα για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη τόλμη πέρασε για ανδρεία, που κινείται από φιλία στους συντρόφους, ο δισταγμός, από μέριμνα για το μέλλον, δειλία που εμφανίζεται ως ευπρέπεια, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόσχημα ανανδρίας και η ικανότητα να βλέπει κανείς με σύνεση όλες τις πλευρές μιας κατάστασης, ανικανότητα δράσης σε όλα· τη βίαιη και οξεία αντίδραση την πρόσθεσαν στα προτερήματα του ανδρός, και την αποχή από επιβουλές εύλογη πρόφαση για αποφυγή κινδύνου. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να είναι αχρείοι και να ονομάζονται επιτήδειοι, παρά να είναι χρηστοί και να τους λένε ευήθεις… Ο λόγος για όλα τούτα είναι η δίψα για εξουσία, την οποία γεννά η φιλαρχία, η πλεονεξία και το φατριαστικό πνεύμα».
(8) «Η διεθνής και η εγχώρια ελίτ διακρίνει ότι η μοναδική απομένουσα δύναμη αντίστασης είναι η εθνική συλλογικότητα. Γνωρίζει επομένως ότι εάν διαρρήξει την πολιτισμική συνοχή της κοινωνίας θα μείνει χωρίς αντίπαλο» (Γιώργος Κοντογιώργης – «Αριστερά: μεταξύ διαμαρτυρίας και καθεστωτισμού», slpress.gr).