Το μεξικάνικο σινεμά έχει αναδείξει την τελευταία δεκαπενταετία αρκετές ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού, με θεματική το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Εξαιρετικές δραματικές ταινίες όπως «Πάτερ ημών» (2007/Κρίστοφερ Ζάλα), «Χωρίς όνομα» (2009/Κάρι Φουκουνάγκα) αλλά και το «Κελί από χρυσάφι» (2013/ΝτιέγκοΓκεμάνταΝτίες), για τη μετανάστευση τριών εφήβων από τη Γουατεμάλα, επικεντρώνονται κυρίως στους κινδύνους της παράνομης διέλευσης των συνόρων, αλλά και στηνάγρια εκμετάλλευση που περιμένει όσους καταφέρουν να περάσουν στην άλλη μεριά.
Στον αντίποδα, η μεξικάνικη ταινία «Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα», της Φερνάντα Βελάντες (Χρυσός Αλέξανδρος/61ο ΦΚΘ), επικεντρώνεται στα εγχώρια προβλήματα τηςσυνοριακής ζώνης, με την ανάδειξη τόσο του πόνου των συγγενών που μένουν πίσω, όσο κυρίως του περίπλοκου θέματος των αγνοούμενων, που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους.
Στην ιστορία πολλών λατινοαμερικάνικων χωρών, οι αγνοούμενοι ήταν συνέπεια της συστηματικής τακτικής εξόντωσης των αντιφρονούντων, σε περιόδους δικτατοριών.Το ίδιο φαινόμενο επαναλαμβάνεται και στα πλαίσια συστηματικής εκκαθάρισης του αγροτικού πληθυσμού των παραμεθόριων περιοχών, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, ώστε να γίνεται ανεμπόδιστα και χωρίς μάρτυρες η παράνομη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, εξασφαλίζοντας τεράστια εισοδήματασε ένα διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό, που αφήνει στο έλεος συμμοριών και παραστρατιωτικών ομάδων ολόκληρες περιοχές, που σβήνονται από τον χάρτη.
Η πενηντάρα Μαγκνταλένα, αγράμματη αγρότισσα, φτάνει στασύνορα του Μεξικού αναζητώντας τα ίχνη του εξαφανισμένου ανήλικου γιου της, που δυο μήνες πριν είχε ταξιδέψει με λεωφορείο ως τα σύνορα, προκειμένου να περάσει στις ΗΠΑ, για να βρει δουλειά. Μυστήριο και τρόμος τυλίγει την αναζήτησή της, καθώς αποκαλύπτεται ησυγκάλυψη εγκληματικών επιθέσεων και η Μαγκνταλένα σκοντάφτει στον άγραφο νόμο της σιωπής. Από μισόλογα οδηγείται σε μια απομακρυσμένη αγροτική κοινότητα,όπου αναζητά τον γέροντα που βρέθηκε στο ίδιο λεωφορείο με τον γιο της, όταν δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους άντρες.Περιπλανώμενη στη μέση του πουθενά, συναντά τον νεαρό Μιγκέλ, που έχει απελαθεί από τις ΗΠΑ και επιστρέφει αναγκαστικά στα πατρογονικά εδάφη, ευελπιστώντας πως θα βρει τη μητέρα του να τον περιμένειμετά από πέντε χρόνια,στο φτωχικό τους καλύβι. Σε απόγνωση και οι δυο, πιάνονται ο ένας από τον άλλον σαν ύστατη σανίδα σωτηρίας και επιχειρούν να αλληλοβοηθούν και να προστατευτούν από τις ένοπλες συμμορίες.
Με επίκεντρο την αναζήτηση της πρωταγωνίστριας στην ερειπωμένη επαρχιακή παραμεθόριο, ξεδιπλώνεται το σύγχρονο, σκοτεινό φαινόμενο χιλιάδων αγνοούμενων στο Μεξικό.Με βάση το σχήμα αντίστροφης κίνησης ενός πήγαινε-έλα, που απαντάται και στην ταινία «Η άκρη του ουρανού» (2007/ΦατίχΑκίν), συναντιούνται στον ίδιο τόπο δυο ταλαιπωρημένες ψυχές, με παρόμοιες ιστορίες, συμπληρώνοντας η μια την άλλη. Η Μαγκνταλένα βρίσκει στο πρόσωπο του νεαρού, τον εξαφανισμένο γιο της, ενώ ο Μιγκέλ αναγνωρίζει σε αυτήν, την χαμένη του μητέρα.
Όσο διατηρούνται φτώχεια και μιζέρια που οδηγούν στη μετανάστευση, διατηρείται και ένα καθεστώς ανομίας στα σύνορα του Μεξικού με αδίστακτες συμμορίες που ληστεύουν τους ταπεινούς αγρότες. Παράλληλα, ο τρόμος και η απροθυμία των εξαθλιωμένων χωρικών να μιλήσουν για αυτές τις εγκληματικές επιθέσεις αποκαλύπτει και τον άγριο τρόπο που διεξάγονται οι εκκαθαρίσεις του ντόπιου πληθυσμού.
Σιωπές και κοντινά πλάνα στις εκφράσεις τσακισμένων από τις ρυτίδες προσώπων μεταφέρουνθλίψη, απόγνωση και τον βουβό πόνο του ανολοκλήρωτου πένθους των μανάδωνεξαφανισμένων παιδιών. Συγκλονιστική είναι η σκηνή, που μια πενηνταπεντάρα οφθαλμίατρος που αναζητά εδώ και τέσσερα χρόνια το γιο της, κλήθηκε να αναγνωρίσει τη σορό του σε ένα μεγάλο θάλαμο,με ράφια ολόγυρα, γεμάτα από πτώματα αγνοουμένων, μέσα σε μαύρες σακούλες. Σοκάρουν εξίσου και οι εικόνες τωνευρημάτων από τους πρόχειρους τάφους που δείχνουν στην Μαγκνταλένα, μήπως αναγνωρίσει κάτι. Η εικόνα πλήθους ανθρώπων που περιμένουν στη σειρά, στο νεκροτομείο, καταδεικνύει πως ηεξαφάνιση πολιτών παίρνει διαστάσεις μαζικού εγκλήματος, ενώ αναδεικνύεται και η πίεση που ασκείται στους συχνά αναλφάβητους συγγενείς να υπογράψουν την αναγνώριση, ώστε να σταματήσει η αναζήτηση.
Παράλληλα, η Βελάντες υπογραμμίζει τη συγκρατημένη συναισθηματική φόρτιση των πρωταγωνιστριών της, μέσα από την απόσταση που πριμοδοτεί η σκηνοθεσία, με εντυπωσιακή χρήση του εκτός κάδρου πεδίου, στα περισσότερα σταθερά πλάνα, όπως στην αρχή,που το αγόρι σε σταθερό πλάνο ανακοινώνει πως αποφάσισε να περάσει τα σύνορα, με τηνμητέρα τουεκτός κάδρου, ενώ αργότερα, σε σταθερό πάλι πλάνο, η κάμερα κινηματογραφεί μετωπικά τα πρόσωπα δυο γυναικών που δηλώνουν στην αστυνομία την εξαφάνιση των αγοριών τους, με τον αστυνομικό που απαντάειεκτός κάδρου. Αντίστοιχη αντιμετώπιση υπάρχει και στις σκηνές όπου η Μαγκνταλένα επιχειρεί να βρει στο κέντρο διανυκτέρευσης μεταναστών τη γυναίκα που θα της δώσει πληροφορίες για τον ηλικιωμένο άντρα που συνταξίδεψε με τον γιο της, ενώ όταν επιτέλους τον βρίσκει, η κάμερα αφήνει στο εκτός κάδρου πεδίου αυτόν που δίνει τις απαντήσεις, επικεντρώνοντας για άλλη μια φορά στην απόγνωση του προσώπου της μητέρας. Παράλληλα η σταδιακή αυτή αποκάλυψη διατηρεί και εντείνει το μυστήριο της ασάφειας μιας σκοτεινής υπόθεσης που παραμένει στη σκιά. Μόλις όμως ο γέροντας αρχίσει την αφήγηση σε τοπική διάλεκτο, το δικό του σκοτεινιασμένο πρόσωπο τοποθετείται μετωπικά στο κάδρο, πριν ξεκινήσει και το αναπαραστατικό φλασμπάκ, με φίλτρο ανετάριστης οπτικής, που αναβιώνει μέσα από εφιαλτικό πρίσμα το άγριο μακελειό. Με έντονη θαμπάδα, αναδύεται μέσα από τις φλόγες η συμβολική σιλουέτα ενός διαβόλου, βασισμένη στους μύθους και τις μεξικάνικες παραδόσεις, ως φιγούρα που συμπυκνώνει την ανείπωτη φρίκη όσων συμβαίνουν, με τον γέρο να μονολογεί «αυτόν, τον σκότωσε ο διάβολος»…
Μέσα από την ανετάριστη οπτική μεταφέρεται και η ένταση συναισθηματικής ασάφειας για τον αγνοούμενο, αναδεικνύοντας και τη γενικευμένη αμφισημία που διέπει την ταινία, που ανοίγει με πρώτο πλάνο ένα τοπίο στην ομίχλη, όπου από το βάθος κάποιου χωραφιού, διακρίνεται η θαμπή φιγούρα του αγοριού που αργότερα θα αναζητηθεί ως αγνοούμενο. Αντίστοιχη αμφισημία εκφράζουν και οι σκόρπιες απαντήσεις στα τηλέφωνα, αναδεικνύοντας την παρατεταμένη αγωνία αναμονής μιας μάνας, που αναζητά το εξαφανισμένο παιδί της, υποφέρονταςτο ίδιο, είτε πρόκειται για αγρότισσα είτε για επιστήμονα.
Ενδεικτική είναι και η χρήση σιωπής, ως δείγμα βουβού πόνου. Μέσα στο αυτοκίνητο του χαροκαμένου συγχωριανού της Μαγκνταλένα, που την μεταφέρει στα σύνορα, επικρατεί νεκρική σιγή. Η σιωπή τους εντείνεται μέσα από το άκουσμα χορευτικής μουσικής από διερχόμενο αμάξι, πριν ο πατέρας αρχίσει να κατηγορείσυντετριμμένος τον εαυτό του, για την απόφαση φυγής του νεκρού πλέον γιου του.
Αντίστοιχα, χρησιμοποιείται η ησυχία του φυσικού τοπίου στις συνοριακές ερημιές. Μετά την αφήγηση της εφιαλτικής νύχτας της επίθεσης, η Μαγκνταλένα απεικονίζεται από μακριά να κλαίει καθισμένη στη ρίζα ενός δέντρου. Η γαλήνη του όμορφου φυσικού τοπίουαναδεικνύει τον πόνοτης, μέσα από τον ήχο της ροής του ποταμού και το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα, παράλληλα με εικόνες σε κλαδιά και στάχια και μακρινά πλάνα σε τοπία με απογευματινά σύννεφα ροζ-μωβ φωτισμών, σε σφουμάτο ανετάριστη αισθητική, που θυμίζει την ταρκοφσκική χρήση εικόνων φύσης, που απαντούμε και στις τούρκικες ταινίες.
Όσο η κάμερα επικεντρώνεται αρχικά μέσα από κοντινά στην ανάδειξη της έκφρασης πόνου στα πρόσωπα των μανάδων αγνοούμενων, τόσο αργότερα το κάδρο ξανοίγεται στα ερημικά τοπία της φύσης, όπου περιπλανιέται η Μαγκνταλένα, με το αίσθημα πόνου να αναδύεται μέσα από τη σιωπή, σε ένα κρανίου τόπο, μια γκρίζα ερειπωμένη ζώνη όπου αλωνίζουν συμμορίες διακινητών.