Του Γιώργου Κοροπούλη.
Η μοναδική αλήθεια, μισή κι αυτή, που πανθομολογείται μες στη γενικευμένη συσκότιση, τόσο που κατάντησε καραμέλα, είναι ότι η καθ’ υπαγόρευσιν (αυτή είναι η άλλη μισή αλήθεια) κυβερνητική πολιτική βυθίζει την κοινωνία σε κατάθλιψη. Δεν είναι τόσο η ανέχεια, που, καθώς οι άνεργοι συσσωρεύονται, μετασχηματίζεται από δυσοίωνη πρόβλεψη σε πραγματικότητα, όσο το ισοδύναμό της στην ψυχοσύνθεση καθενός, κάθε μέρα: η άνευ ορίων και όρων ανασφάλεια, η αίσθηση πως το επόμενο σκαλοπάτι δεν υπάρχει και πως κάνοντας ένα βήμα θα καταποντιστείς. Εξ ου και η βασικότερη αντίδραση, για την ώρα (κι ας ρητορεύουν οι επαγγελματίες τής εναντίωσης), είναι η παράλυση: το ισοδύναμο, με τη σειρά της, της άπνοιας που υπάρχει στην αγορά… Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πεδίο ενοποιείται.
Όπως ακριβώς στον μικρόκοσμο της «πνευματικής» εργασίας, ένα ποίημα, μια επιφυλλίδα, ένα επιστημονικό άρθρο απέκτησαν ίση απόλυτο τιμή, καθώς έγιναν όλα διάφανα κι αυτό που μετράει είναι η διαφαινόμενη ηθική στάση (και κατά τούτο η διανόηση υπήρξε, για τελευταία φορά και μάλλον ως παρωδία του άλλοτε εαυτού της, «πρωτοπορία»), έτσι και στον κόσμο όπου η βαρύτητα υφίσταται ακόμα η αγωνία για το αν θα έχεις αύριο να φας, για το αν θα έχεις διασώσει υπολείμματα προσωπικής ή συλλογικής αξιοπρέπειας, για το αν θα έχεις τόπο να κοιμηθείς ή να θάψεις τους νεκρούς σου, νερό να πιεις ή περιθώριο να ανασάνεις και να σκεφτείς ελεύθερα, είναι η ίδια, ενιαία αγωνία. Κι η αγωνία μετασχηματίζεται, με τη σειρά της κι αυτή, σε συμπαγή κατάθλιψη, σε παραίτηση… Πώς ακριβώς γίνεται αυτό; H αγωνία ενοποιείται, ναι, αλλά μετασχηματίζεται σε κατάθλιψη, χάνει κάθε ελπίδα και δυναμική δηλαδή, επειδή η δυνάμει επίγνωση παίρνει την αντίστροφη, παραπλανητική, φενακιστική μορφή συνδρόμου στερήσεως…
Ένα οικονομικό και πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, εδώ και λίγες δεκαετίες, βρήκε το θάρρος, το λέω μεταφορικά, να συμπέσει με την εαυτό του, με την αριστοτελική «μορφή» του ας πούμε (γιατί ώς τότε, όπως το έθετε ο Ντεμπόρ, «δεν είχαν τολμήσει», λόγου χάριν, «να μας δώσουν να φάμε αυτό που η χημεία του υποκατάστατου δεν είχε τολμήσει ακόμα να εφεύρει»). Και, ξαφνικά, μας δίνεται η δυνατότητα να ανακαλύψουμε τη γεύση μας: Μας ταΐζαν σκατά και, λοβοτομημένοι από διαφημίσεις και πάνελ και γκάλοπ και δελτία ειδήσεων, κλέβαμε το ψωμί των παιδιών μας για να φάμε όλο και περισσότερα, ad infinitum.
Το βλέπουμε τώρα… Μακάρι να ήταν έτσι! Στην πραγματικότητα, διχαζόμαστε διαρκώς κι ενώ ό,τι απέμεινε από τη νοημοσύνη μας βλέπει ξεκάθαρα τι θα στερηθούμε αύριο κιόλας, το διευθυνόμενο υποκατάστατό της, που ενεργοποιείται συνήθως όταν εκφέρουμε τις απόψεις μας, παραμένει πεπεισμένο ότι θα στερηθούμε, ακριβώς, τα σκατά. Κι αυτή η προδοσία κατά της ίδιας της νοημοσύνης μας, προδοσία για την οποία είμαστε οι ίδιοι υπεύθυνοι, είναι η ρίζα της κατάθλιψης. Δεν είναι απορίας άξιον που το δυναμικότερο τμήμα των εξαθλιωμένων είναι οι συνταξιούχοι. Και δεν οφείλεται μόνο στην παροξυμένη χρεία φαρμάκων, στοργής, τροφής και περίθαλψης. Οφείλεται και στο ότι δεν είχε συσκοτιστεί, εξαρχής, στον λεηλατημένο τους νου αυτή η στοιχειώδης, ανθρώπινη χρεία. Το ότι τούτοι οι γέροι έχουν ανάμνηση ελευθερίας, είναι η άλλη όψη του νομίσματος, χρειάζεται να το πω;