Το νέο ντοκιμαντέρ του Τίμωνα Κουλμάση «Το βράδυ υποχωρεί» αποτελεί διπλό πορτρέτο δυο συναρπαστικών καλλιτεχνών, του διάσημου γλύπτη Μέμου Μακρή, δημιουργού της περίφημης κεφαλής του Πολυτεχνείου και της πολυσχιδούς συζύγου του Ζιζής Μακρή, που διακρίθηκε κυρίως στη χαρακτική, τα ψηφιδωτά και τα υφαντά.

Ο Κουλμάσης συγκεντρώνει συνεντεύξεις, σχόλια, στοχασμούς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό για τους πρωταγωνιστές του, όσο και αρχειακό υλικό, στο οποίο επεμβαίνει δραστικά, για τα καθοριστικά -στην πορεία των δυο καλλιτεχνών- ιστορικά γεγονότα της εποχής τους, όπως η Ουγγρική Επανάσταση το 1956, η συντριβή της «άνοιξης της Πράγας» το 1968 και οι πολιτικές διώξεις στην Αθήνα του 1960. Παράλληλα παρουσιάζονται τα έργα τους, τα επιβλητικά χάλκινα γλυπτά του Μέμου, τα καθηλωτικά πολύχρωμα ουμανιστικά ψηφιδωτά της Ζιζής και οι σειρές των ζωντανών έγχρωμων χαρακτικών της, από την Κίνα του Μάο.

Συμμετέχοντας ενεργά στην Ελληνική Αντίσταση, ο Μέμος Μακρής εγκαταλείπει την εμφυλιακή Ελλάδα, καταφεύγοντας στο μεταπολεμικό Παρίσι του 1946, όπου γνωρίζεται με επιφανείς διανοούμενους και καλλιτέχνες, όπως ο Σάρτρ και ο Πικάσο, ανάμεσά τους και η μέλλουσα σύντροφός του, η γαλλοσέρβικης καταγωγής Ζιζή, φοιτήτρια χαρακτικής, στην Καλών Τεχνών. Το 1951, το γαλλικό κράτος τους απελαύνει στην Ουγγαρία για πολιτικούς λόγους και εγκαθίστανται στη Βουδαπέστη μέχρι το ’70, συμμετέχοντας ενεργά στην εικαστική ζωή της χώρας, ενώ η Ζιζή πραγματοποίησε πολλά ταξίδια που τροφοδότησαν το εικαστικό της σύμπαν σε Κίνα (1956), Ρωσία (1962), Κούβα (1963), Αζερμπαϊτζάν-Γεωργία-Αρμενία (1964-1966). Στο πλαίσιο κομματικής αποστολής, η Ζιζή εισέρχεται το 1960 παράνομα στην Ελλάδα, όπου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ (1960-61). Σε μια ζωή γεμάτη διώξεις, παρακολουθούμε πώς ουτοπία, ιδεολογία και εξορία μετουσιώθηκαν στο καλλιτεχνικό τους όραμα.

Με τίτλο εμπνευσμένο από ποίημα του Ελυάρ, το οποίο μάλιστα παρουσιάζεται στην ταινία από βιβλίο με την εικονογράφηση της Ζιζής Μακρή, το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε κεφάλαια που προσδιορίζουν τη χρονική περίοδο των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που καθόρισαν το έργο τους, με τίτλους που ακολουθούν την αρχική ποιητική διάθεση, όπως «Το πικρό ψωμί της εξορίας-Βουδαπέστη 1950», «Οικοδομώντας το σοσιαλισμό -Κίνα 1965», «Η μοναξιά των αγαλμάτων-πτώση του τείχους 1989».

Σύγχρονες λήψεις στη σημερινή Βουδαπέστη αποκαλύπτουν το πλήθος των επιβλητικών γλυπτών του Μακρή, διάσπαρτα σε πάρκα και κομβικά σημεία της πόλης όπου μεγαλούργησε, παράλληλα με πλάνα ανεγέρσεων των στιβαρών αγαλμάτων του Στάλιν την ίδια περίοδο, τονίζοντας την αντίθεση του πρωτοποριακού Έλληνα γλύπτη συγκριτικά με τις τάσεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Παρά τις αντινομίες, ο Μακρής που είχε πολεμήσει το φασισμό, έχαιρε μεγάλης αποδοχής στην Ουγγαρία, καθώς κατάφερε να συγχωνεύσει την αρχαία Ελλάδα με τη σχολή του Παρισιού, δημιουργώντας φόρμες έξω από τα καθιερωμένα σοσιαλιστικά στερεότυπα. «Ο μόνος τρόπος για να βγει ένας καλλιτέχνης από το νατουραλιστικό πλαίσιο του ρεαλισμού, επισημαίνει, είναι να δουλέψει με ένα σκληρό υλικό -πέτρα, σίδηρο, ξύλο- καθώς μόνο έτσι θα αναγκαστεί να βρει τις γλυπτικές λύσεις, που θα τον ελευθερώσουν για να πάει παραπέρα.» Μέσα από κοντινά πλάνα στα γλυπτά του Μέμου ανακαλύπτουμε λεπτομέρειες ακατέργαστες και οριακά αφηρημένες, αλλά πάντα αρμονικές, χαρακτηριστικές της ορμητικής καλλιτεχνικής του έκφρασης. Φωτογραφίες δείχνουν τον Μέμο στο εργαστήριό του στη Βουδαπέστη να σφυρηλατεί φύλλα χαλκού, ενώ η Ζιζή απεικονίζεται σκυμμένη πάνω από τις πολύχρωμες ψηφίδες της που συνθέτει στο δάπεδο.

Παράλληλα εισέρχονται στην οθόνη διάσπαρτες εικόνες της Βουδαπέστης, ωραία κτίρια και άνθρωποι στα πεζοδρόμια, ζωντανεύοντας μέσα από παλιότερες φωτογραφίες την αίσθηση της πόλης καθώς βραδιάζει, όπως την είχαν ζήσει εκείνη την εποχή οι δυο καλλιτέχνες. Αντίστοιχα, την περίοδο που η Ζιζή βρίσκεται στην Κίνα, η οθόνη γεμίζει πότε με φιλμάκια σε αργή κίνηση και πότε με ασπρόμαυρες φωτογραφίες του εργαζόμενου κινέζικου λαού, που αντιπαρατίθενται με τα σκίτσα της και τα εκθαμβωτικών χρωμάτων χαρακτικά της, ενώ αποκτούν ζωή μέσα από φωνές και ήχους πόλης, καθώς το διαδραστικό μοντάζ αποκαλύπτει την επίδραση της περιοχής στο καλλιτεχνικό βλέμμα της και ενός νέου επαναστατικού κοινωνικού συστήματος που κρατικοποιεί τα πάντα.

Τα ιστορικά γεγονότα στην Ουγγαρία του 1956 έρχεται να φωτίσει ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος, τονίζοντας πόσο προβεβλημένο στέλεχος του καθεστώτος ήταν ο Μέμος Μακρής, ως εθνικός γλύπτης για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, με συνέπεια να του αναθέτουν βαρυσήμαντα έργα. Στα φιλμάκια με τα αιματηρά γεγονότα της επανάστασης στην Ουγγαρία, τα ιστορικά ντοκουμέντα με ισοπεδωμένα σπίτια, νεκρούς στου δρόμους και οδοφράγματα παρουσιάζονται επιχρωματισμένα σε κόκκινο-μαύρο, παρεμβατικό σχόλιο του σκηνοθέτη, όπως και η ατονική μουσική που τα συνοδεύει, εντείνοντας μυστήριο και δραματοποίηση, στα περισσότερα πλάνα αρχειακού υλικού της ταινίας, όπου κυριαρχεί είτε ατονικό βιολί είτε ατονικό πιάνο. Με τον εγκλεισμό της Ζιζής στις φυλακές Αβέρωφ, το ηχητικό πεδίο κατακλύζεται από την ανάγνωση γραμμάτων της από τη φυλακή, αγγίζοντας μεγάλη συναισθηματική βαρύτητα, ενώ παράλληλα αποκαλύπτονται τα ασπρόμαυρα ‒αυτή τη φορά‒ σκίτσα της. Σε παράλληλο μοντάζ, ο Μέμος παρουσιάζεται απορροφημένος μέσα από φωτογραφίες να ετοιμάζει προσχέδια και μήτρες για το συνταρακτικό «Μνημείο των Ούγγρων μαρτύρων του Μαουτχάουζεν» (1959-1962). Όσο αποκαλύπτεται το περίφημο συγκλονιστικό γλυπτό με το σύμπλεγμα των ανθρώπινων μορφών, με τις βυθισμένες κοιλιές και τις αποφασιστικά ορθωμένες γροθιές, ο γλύπτης με βαθιά την πεποίθηση πως «Η γλυπτική δεν είναι για το δωμάτιο, αλλά μια τέχνη για την κοινωνία», εξηγεί ‒εκτός κάδρου‒ πως σε αντίθεση με τα περισσότερα αντίστοιχα μνημεία, που είναι θλιμμένα και παθητικά, καθώς αναφέρονται στο τραύμα του Ολοκαυτώματος, αυτός επέλεξε να δημιουργήσει ένα έργο αντιστασιακό, γεμάτο οργή και αγωνιστικότητα, επισημαίνοντας ωστόσο πως δεν θα έκανε ένα τέτοιο ενεργητικό μνημείο, αν ο ίδιος δεν είχε την εμπειρία της Αντίστασης, δηλώνοντας «Δεν μπορώ να δω την τέχνη, χωρίς να είναι ο άνθρωπος μέσα».

Κάνοντας αναφορά στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς του Μαρξ μέσα από τις παραγωγικές δυνατότητες, ο συγγραφέας Σάββας Μιχαήλ σχολιάζει την υπέροχη χρωματική σφαίρα μοντερνισμού και σοσιαλιστικού ρεαλισμού της Ζιζής Μακρή, ενώ ο φακός εστιάζει σε λεπτομέρειες του επιβλητικού μεγάλου και περίτεχνου ψηφιδωτού «Βιομηχανικό Τοπίο» (1963-1965), με φόρμες και άξονες εμπνευσμένους από εργοστασιακές εγκαταστάσεις και πετρελαιοπηγές στο Αζερμπαϊτζάν, που εντάσσουν στο έργο της τον ενθουσιασμό για την πίστη στην πρόοδο της εκβιομηχάνισης. Ο Σάββας Μιχαήλ παρομοιάζει τους έντονους κόκκινους και μαύρους άξονες στο ψηφιδωτό με «οδύνες ενός άλλου κόσμου», από μια καλλιτέχνιδα που επιχειρεί να αναδείξει τις αόρατες δυνάμεις που μπορεί να αλλάξουν αυτόν τον κόσμο.

Μιλώντας για τα γεγονότα της Πράγας το 1968, ο υπερήλικας σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας (102 χρονών) ακόμα θυμάται τις εικόνες του κονβόι των σοβιετικών τανκς που έβλεπε από την Ουγγαρία, στο δρόμο για την Τσεχοσλοβακία, ενώ ο Ηλίας Νικολακόπουλος, τονίζοντας τη βουβαμάρα και την κατάθλιψη των καλλιτεχνών και των διανοούμενων που ακολούθησε, επισημαίνει «μέσα σε 6-7 μήνες διαλύθηκε και η τελευταία ελπίδα να δείξει αυτό το καθεστώς ένα ανθρώπινο πρόσωπο», τη στιγμή που ανιχνεύονται σε απόλυτη σιωπή φωτογραφίες με τα γλυπτά του Μέμου. Τέλος, ο Σάββας Μιχαήλ που περιγράφει την Ζιζή Μακρή με «καρδιά κομμουνιστική, αλλά τέχνη οικουμενική», αναφέρεται στο «ανοιχτό τραύμα της ιστορίας», για μια ζωή και μια καλλιτεχνική πορεία και των δυο, που συνέπεσε με όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!