του Γιάννη Σπανού (1943-2019)
Αν και είχα πολύ καλές σχέσεις με τους δικούς μου, δεν ήθελα να μου στέλνουν χρήματα από την Ελλάδα, ήθελα να αποδείξω ότι είμαι αυτάρκης. Σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω στις μπουάτ, έβγαζα μεροκάματο ως ακομπανιατέρ. Στην αριστερή όχθη δεν είχε μεγάλες ορχήστρες, ήταν όπως και σε μας αργότερα στην Πλάκα: ένα πιάνο, μια κιθάρα, ένα μικρόφωνο όρθιο, ημίφως, κεριά, τέτοια πράγματα. Υπήρχαν τραγουδιστές και τραγουδίστριες, όπως η Barbara, η Pia Colombo κ.ά., που δεν περνούσαν καθόλου στη δεξιά όχθη, την εμπορική. Τηρουμένων των αναλογιών, ήταν όπως είναι σήμερα οι μουσικές σκηνές εν σχέσει με το τεράστιο εμπορικό τραγούδι. Στο Παρίσι ήρθα σε επαφή με τη γαλλική ποίηση. Έγινα συνθέτης μελοποιώντας Γάλλους ποιητές. Μάλιστα, αρκετοί από τους τραγουδιστές τους οποίους συνόδευσα πήραν δικά μου τραγούδια και τα τραγούδησαν. Με τη Juliette Gréco, για παράδειγμα, είχαμε κάνει έναν ολόκληρο δίσκο μαζί, που είχε τίτλο Complainte Amoureuse.
Θυμάμαι ότι ήθελα να συναντήσω την Ζυλιέτ Γκρεκό. Δεν είναι καθόλου εύκολο να πάρεις το τηλέφωνο, να το βρεις, αλλά όταν το έβρισκες, σου απαντούσαν οι ίδιοι. Μετά από πολλές προσπάθειες, αν βρεις το τηλέφωνο, δέχονται να ακούσουν τους πάντες. Βρήκα λοιπόν το τηλέφωνό της και πήγα στο σπίτι της. Είχε ακούσει το όνομά μου βέβαια από την αριστερή όχθη και εκείνη την ώρα, ένα μεσημέρι, βρέθηκα σε ένα τραπέζι με ανθρώπους που ούτε το φανταζόμουν. Στο τραπέζι ένα σωρό μαχαίρια, πιάτα και ποτήρια, ένα τεράστιο τραπέζι, θυμάμαι, εγώ δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω στο τραπέζι με τόσα μαχαιροπίρουνα, έβλεπα λοιπόν και έκανα ό,τι έκαναν και οι άλλοι. Δεξιά μου είχα τη Φρανσουάζ Σαγκάν, στο κεφάλι αριστερά ο Μισέλ Πικολί, που ήταν τότε με τη Γκρεκό μαζί, με ανθρώπους τόσο σπουδαίους, που με άκουγαν και με πρόσεχαν. Εκεί κατάλαβα ότι η μεγαλοσύνη δεν κραυγάζει, την έχεις μέσα σου.
Δεν ήθελα να γράφω μόνο για ένα είδος μουσικής. Δεν ήθελα να εγκλωβιστώ. Πάντα ήθελα να κάνω κάτι άλλο, όχι συνεχώς το ίδιο. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Συγχρόνως με το Νέο Κύμα πήγαινα σε κουτούκια κάτω στην Κηφισίας και άκουγα τον Χρηστάκη, τον Γαβαλά, τη Ρία Κούρτη. Ήμουνα παντού και μόνος μου. Έχει σημασία αυτό που λέω. Ήθελα και φρόντισα να μην ανήκω σε ένα είδος. Το είχα ανάγκη να πειραματίζομαι με πολλές μουσικές. Μόνο με τη τζαζ δεν ασχολήθηκα γιατί είναι πολύ εγκεφαλική για μένα.
Προσωπικά πιστεύω πως το τραγούδι πρέπει να έχει και μουσική και στίχο και ερμηνεία. Αλλά δεν μου αρέσουν οι ετικέτες του ποιοτικού ή του εμπορικού τραγουδιού. Είμαι της άποψης «κάνε αυτό που αισθάνεσαι και άσε τον κόσμο να βάλει αυτός τις ετικέτες». Σε αυτό το πλαίσιο τουλάχιστον προσπαθώ να κινηθώ… Ένας καλός στίχος και μια καλή ενορχήστρωση δεν μου λένε τίποτα από μόνα τους, αν δεν ακούσω και τη μουσική, δηλαδή τη μελωδία. Πώς να στο πω, αν κάτι δεν μπορείς να το σφυρίξεις, δεν υπάρχει.
Το τραγούδι σήμερα έχει αφεθεί στα χέρια της τεχνολογίας. Του λείπει η ψυχή. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει νέο είδος τραγουδιού σήμερα, υπάρχει μόνο μια ανακύκλωση. Αρκετά σημερινά παιδιά με ταλέντο δανείζονται στοιχεία από το παρελθόν και τα χρησιμοποιούν έτσι ώστε να ταιριάζουν στη δική τους νοοτροπία. Και άθελά τους, ο ένας δανείζεται από τον άλλον. Θα έλεγα λοιπόν ότι μόνο στα κομπιούτερ υπάρχει πλέον παρθενογένεση, αλλά εκεί είναι τεχνικό το θέμα, είναι κατασκευή. Θυμάμαι πάντως πολύ καλά την εποχή που βγήκαν οι Κατσιμιχαίοι. Με αυτούς ήταν που ξεκίνησε το νέο ελληνικό τραγούδι, είχαν δικιά τους σφραγίδα. Υπάρχουν παιδιά που κάνουν όμορφα πράγματα. Όμως, δεν βγαίνουν προς τα έξω γιατί δεν τους παίζουν ούτε τα ραδιόφωνα, ούτε οι τηλεοράσεις. Αν με ρωτήσεις ποιοι μου αρέσουν, θα σου απαντήσω ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Φοίβος Δεληβοριάς κ.ά.
Από συνέντευξη του Γιάννη Σπανού, το 2010. Πηγή: ogdoo.gr