του Νίκου Καρυδιά
Πέρασαν 80 χρόνια από αυτό που αποκαλείται σήμερα «Δεκεμβριανά», και στην ουσία υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σφράγισαν τη γεωπολιτική και εσωτερική κοινωνική κατάσταση της χώρας, ενώ ακόμα δεν είχε τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η μάχη της Αθήνας ήταν μια ηρωική αντιιμπεριαλιστική εξέγερση και αντίσταση του λαού της Αθήνας απέναντι στη συνδυασμένη επίθεση των Άγγλων ιμπεριαλιστών και των πιο αντιδραστικών δυνάμεων της χώρας, που θέλησαν να ματαιώσουν μια δημοκρατική λαοκρατική και ομαλή ανάπτυξη της απελευθερωμένης από τον γερμανικό ζυγό χώρας.
Τις δεκαετίες που πέρασαν, ο Δεκέμβρης του ’44 παρουσιαζόταν σαν μια «στάση/ανταρσία των κομμουνιστών», σαν μια «ένοπλη απόπειρα των συμμοριτών προς κατάκτηση της εξουσίας, που αποκρούσθηκε από τις εθνικές δυνάμεις», σαν μια τυχοδιωκτική κίνηση της Αριστεράς που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο. Σαν μια παρένθεση που καλύτερα όλοι να την ξεχάσουμε.
Η επικαιρότητά όμως αυτής της λαϊκής εξέγερσης και αναμέτρησης του Δεκέμβρη του 1944 τονίζεται από όσα βλέπουμε να συμβαίνουν όταν, οπουδήποτε στον κόσμο, αναδεικνύεται ένα μεγάλο και ισχυρό λαϊκό κίνημα αντίστασης και αναγέννησης, και βρίσκεται αντιμέτωπο με τις συνδυασμένες προσπάθειες των ιμπεριαλιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων να το συντρίψουν ώστε να μπορέσουν να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Όσο κι αν ξενίζει (διότι οι διαφορές είναι μεγάλες και η συγκυρία είναι πολύ διαφορετική), τα όσα γίνονται σήμερα στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στον Λίβανο και την Παλαιστίνη έχουν κάποια αναλογία· επειδή προϋπόθεση για την επικράτηση του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι η συντριβή ιδιαίτερα της λαϊκής αντίστασης της φτωχολογιάς σε Παλαιστίνη και Λίβανο. Όπως σήμερα έτσι και τότε, ο γεωπολιτικός παράγοντας, ο εσωτερικός και ευρύτερος συσχετισμός δυνάμεων, η κατάσταση επί του πεδίου, είχαν και έχουν ιδιαίτερη σημασία και επενεργούν. Γι’ αυτό είναι κρίσιμης σημασίας η εξαγωγή συμπερασμάτων, αφού το «έργο» παίζεται και επαναπροβάλλεται με λίγες αλλαγές και τροποποιήσεις επί της ουσίας…
Τι δεν λέγεται για το πριν τον Δεκέμβρη του 1944
Η επικράτηση των χιτλερικών-γερμανικών δυνάμεων σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες οδήγησε πολλές κυβερνήσεις να πάρουν το δρόμο της εξορίας προς δύο κυρίως προορισμούς: Τη Μέση Ανατολή και το Λονδίνο. Στη Μέση Ανατολή πήγαν οι κυβερνήσεις (διπλωματικό προσωπικό και τμήμα των στρατιωτικών δυνάμεων) της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, ενώ στο Λονδίνο συνωστίστηκαν η ολλανδική, η βελγική, η νορβηγική, η πολωνική, η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, καθώς και η προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλίας. Επομένως στην κατάσταση της Κατοχής σε πολλές χώρες υπήρξε ένα κενό, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις καλύφθηκε από δυνάμεις της αντίστασης.
- Άρα τα αντιστασιακά κινήματα και οργανώσεις αποτέλεσαν αντικειμενικά την απάντηση των κοινωνιών στη φασιστική και ναζιστική κατοχή. Επειδή αυτά σήκωσαν το βάρος της επιβίωσης του πληθυσμού (τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, συσσίτια κ..λπ.)· τόνωσαν το ηθικό των πληθυσμών με την πολλαπλή αντίσταση (παράνομο Τύπο, σαμποτάζ, πλήγματα στους κατακτητές, δημιουργία οργανώσεων και μετώπων)· και φυσικά με τους αντάρτικους στρατούς απασχολούσαν και δέσμευαν πολλές δυνάμεις του Άξονα, εξασθενώντας τον στα μέτωπα που είχε ανοίξει. Στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα μεγάλο και ισχυρό λαϊκό κίνημα, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, και είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι πρωταγωνιστικές δυνάμεις της Ελληνικής Αντίστασης υπήρξαν το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Η οργάνωση και προάσπιση της ζωής του λαού και της κοινωνίας μέσα στο πόλεμο και την κατοχή, και ο στόχος της εθνικής απελευθέρωσης, δημιούργησαν έναν νέο συσχετισμό, αλλά και προσδοκίες μιας ελεύθερης και δημοκρατικής ζωής.
- Όσο φτάναμε προς το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου (κι αυτό είχε διαφανεί από το 1943), η επαναφορά της αγγλικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και του εξαρτημένου από αυτήν πολιτικού κόσμου έπρεπε να περάσει μέσα από τη συντριβή του λαϊκού κινήματος, και άρα την πλήρη ανατροπή του νέου εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων. Γι’ αυτό από νωρίς η αγγλική μηχανορραφία και ο σχεδιασμός δούλεψαν συστηματικά, ώστε η αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων να επαναφέρει την Ελλάδα υπό την πλήρη κυριαρχία τους. Σε αυτό το σχεδιασμό δεν έλειψαν ούτε οι ιδιαίτερες συμφωνίες με τις γερμανικές δυνάμεις, ούτε η συστηματική στήριξη όλων των αντιΕΑΜικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ακόμα και με όσους είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές, τους δοσίλογους, τα Τάγματα Ασφαλείας κ.λπ. Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας θα υπήρχε μια αναμέτρηση, και ότι από πλευράς των Άγγλων θα επιδιώκονταν η συντριβή των δυνάμεων της Αντίστασης. Από το 1943 αυτό ήταν εντελώς ξεκάθαρο.
- Υπήρχε όμως ένα πραγματικό δεδομένο που όλες οι πλευρές έπρεπε να λάβουν υπόψη: Ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, αλλά δεν είχε τελειώσει. Θα τελειώσει οριστικά τον Μάιο του 1945 στην Ευρώπη, λίγο πιο αργά, τον Αύγουστο του 1945 στην Ασία, όταν θα πέσουν οι δύο ατομικές βόμβες σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Στην Ελλάδα οι Γερμανοί θα αποχωρήσουν τον Οκτώβριο του 1944 και θα παραμείνουν θύλακές τους στην Μήλο και την Κρήτη έως τις αρχές του 1945. Το Δεκέμβριο του 1944 λοιπόν ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, η αντιχιτλερική συμμαχία συνεχίζει να υφίσταται, οι Άγγλοι, Αμερικανοί και Σοβιετικοί είναι σύμμαχοι και έχουν μια ορισμένη συνεργασία στη διεξαγωγή του πολέμου ενάντια στον Άξονα.
- Επομένως μέσα στο πλαίσιο αυτό ήταν ανορθόδοξο να έρθουν σε σύγκρουση δυνάμεις που μετείχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην Αντιχιτλερική συμμαχία. Τα όσα έγιναν στη Μάχη της Αθήνας έμοιαζαν με παράδοξο, επειδή για πρώτη φορά δυνάμεις που μετείχαν σε μια συμμαχία ήρθαν αντιμέτωπες στρατιωτικά και σε μεγάλη κλίμακα. Με μια διαφορά: οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές δεν είχαν κανένα ενδοιασμό· είχαν ξεκάθαρο σχέδιο επιβολής· κινητοποίησαν δυνάμεις για την επίτευξη του στόχου τους· δεν έδειξαν καθόλου ταλαντεύσεις· κινήθηκαν ως δύναμη με πλούσια πείρα αποικιακής και ιμπεριαλιστικής κατακτητικής δύναμης. Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις του λαϊκού κινήματος της Ελλάδας και ιδιαίτερα το κέντρο του, οι ηγεσίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, είτε δεν έβλεπαν καθαρά, είτε δίσταζαν να προχωρήσουν, είτε περίμεναν από αλλού ένα σημάδι, είτε φοβόντουσαν να τα βάλουν με την Αγγλία. Αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι «ύαινες» Άγγλοι.
- Υπάρχει μια αλληλουχία γεγονότων που τα τεκμηριώνει:
– Πρώτον, η καταστολή του κινήματος στη Μέση Ανατολή (1943 και ιδιαίτερα Μάρτης-Απρίλης 1944). Το κίνημα ζητούσε δημιουργία κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με κορμό την ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, τη γνωστή ως Κυβέρνηση των Βουνών, που είχε σχηματιστεί στις 10 Μαρτίου 1944).
– Δεύτερον, η συμφωνία του Λιβάνου (17-20/5/1944), όπου γίνονται απαράδεκτες υποχωρήσεις από πλευράς του ΕΑΜικού μπλοκ. Με την έναρξη του συνεδρίου στον Λίβανο ο Παπανδρέου επιτέθηκε σφοδρά στους εκπροσώπους του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ: ζητά τη διάλυση του ΕΛΑΣ και την απορρόφησή του σε έναν νέο εθνικό στρατό, την καταδίκη της εξέγερσης των ελληνικών στρατευμάτων της Μέσης Ανατολής και φυσικά τη δημιουργία εθνικής κυβέρνησης. Στη συμφωνία γράφονται απαράδεκτα πράγματα: «καταδίκη του στασιαστικού κινήματος, τιμωρία των υποκινητών, ανασύνταξις και πειθάρχησις των ενόπλων ελληνικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής», «κατάργησις της εαμικής τρομοκρατίας εις την ελληνικήν ύπαιθρον», «εξασφάλισις κατά την προσεχή από κοινού μετά των Συμμαχικών δυνάμεων απελευθέρωσιν της πατρίδος, της τάξεως και της ελευθερίας του ελληνικού λαού εις τρόπον ώστε, απηλλαγμένος και υλικής και ψυχολογικής βίας, να αποφασίση κυριαρχικώς και δια το πολίτευμα, και δια το κοινωνικό καθεστώς, και δια την κυβέρνηση της αρεσκείας του»…
– Τρίτον, ακολουθεί η Συμφωνία της Καζέρτας (26/9/1944), βάσει της οποίας όλες οι ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην Ελλάδα τίθονταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Ρ. Σκόμπυ, που θα ηγούνταν των βρετανικών απελευθερωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Για την Αθήνα, αναφερόταν ότι «ουδεμία ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ»…
Επομένως βλέπουμε ότι από αγγλικής πλευράς υπάρχει ένας σαφής προσανατολισμός και στόχος να κυριαρχήσουν στην μεταπολεμική Ελλάδα. Χρησιμοποιούν και τη βία αλλά και την πολιτική. «Παίζουν» με εξαιρετικό τρόπο τη «συμμαχική» τάχα ιδιότητα, ενώ στοχεύουν διαρκώς στην εξουδετέρωση και τον αφοπλισμό του ΕΑΜικού κινήματος. Η πολιτική επικεντρώνεται στο «μάντρωμα» του ΕΑΜικού κινήματος στη δημιουργία μιας κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» με κύριο κορμό τον αγγλόφιλο πολιτικό κόσμο που βρίσκεται στην Αίγυπτο, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, τη διάσπαση του ΕΑΜ και τη σαφή κατοχύρωση της Ελλάδας στην Αγγλική σφαίρα επιρροής.
Επομένως δεν αναγνωρίζουν την ΠΕΕΑ, παρασέρνουν το ΕΑΜ στις συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας, αρχίζουν παραπλανητικές συζητήσεις για ποσοστώσεις περί υπουργείων και σύνθεση του νέου εθνικού στρατού, την τάχα τιμωρία των συνεργατών των Γερμανών, ενώ παρασκηνιακά προετοιμάζονται με όλους τους τρόπους για να επικρατήσουν σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση. Η Αριστερά δεν υπολογίζει σωστά όλες αυτές τις κινήσεις, και δεν προετοιμάζεται κατάλληλα· διαρκώς υποχωρεί, νομίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν σε μια χώρα που πολεμά ενάντια στους Γερμανούς, κι άρα είναι σύμμαχοι με τους Άγγλους, να γίνουν τέτοιας έκτασης συγκρούσεις και εξελίξεις. Αυταπάτες; Φόβος; Δεν έχει τόση σημασία.
Η επικαιρότητά της λαϊκής εξέγερσης και αναμέτρησης του Δεκέμβρη του 1944 τονίζεται από όσα βλέπουμε να συμβαίνουν όταν, οπουδήποτε στον κόσμο, αναδεικνύεται ένα μεγάλο και ισχυρό λαϊκό κίνημα αντίστασης και αναγέννησης, και βρίσκεται αντιμέτωπο με τις συνδυασμένες προσπάθειες των ιμπεριαλιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων να το συντρίψουν ώστε να μπορέσουν να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους
Η μάχη της Αθήνας
Η «Μάχη της Αθήνας» υπήρξε η σφοδρότερη μάχη που έγινε ποτέ στην πρωτεύουσα από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους.[1]
Κράτησε 33 μέρες. Ξεκίνησε με δολοφονικές επιθέσεις των Χιτών και αστυνομικών δυνάμεων, Ταγμάτων Ασφαλείας κ.λπ. ενάντια σε διαδηλωτές την 3η Δεκεμβρίου 1944, και στη συνέχεια ενεπλάκησαν ανοικτά οι αγγλικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στον Πειραιά. Άρματα μάχης αγγλικά, αεροπορία και πυροβολικό κτυπούσαν ανελέητα τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μάχες σε διάφορες συνοικίες, δρόμο με δρόμο, κατάληψη της Ακρόπολης από αγγλικές δυνάμεις και από εκεί βολές πυροβολικού ενάντια σε κοντινές γειτονιές.
Το κύριο και βασικό χαρακτηριστικό της Μάχης της Αθήνας ήταν η ωμή ιμπεριαλιστική αγγλική επέμβαση, με σαφή στόχο να συμπεριφερθούν ως δυνάμεις κατοχής επί εχθρικού εδάφους, και παράλληλη στήριξη σε ό,τι πιο αντιδραστικό στοιχείο υπήρχε στο εσωτερικό, προκειμένου να συντριβεί το λαϊκό κίνημα. Στην Αθήνα η λαϊκή εξέγερση ενάντια στην ξενική νέα επέμβαση υπήρξε μια από τις ηρωικότερες σελίδες του λαού. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν μικρές μέσα στην Αθήνα – χωρίς τη μεγάλη αντίσταση όλου του λαού της Αθήνας και των λαϊκών γειτονιών δεν θα μπορούσε να αντέξει σε τόσο μεγάλη δύναμη ισχύος που έριξαν στην μάχη οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές.
«Τα Δεκεμβριανά ήταν η μοναδική περίπτωση κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου όπου συμμαχικές δυνάμεις πολεμούσαν μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, ήταν μια εμφύλια σύγκρουση σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που μόλις είχε απελευθερωθεί, ενώ ο αγώνας εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας όχι μόνο δεν είχε τελειώσει, αλλά το χειμώνα του 1944 βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή. Ένας παράγοντας που περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την κατάσταση ήταν η συμμετοχή, στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων, ένοπλων σωμάτων (Τάγματα Ασφαλείας και Χωροφυλακή) που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές την περίοδο της Κατοχής, και βρίσκονταν σε καθεστώς περιορισμού με στόχο την παραπομπή τους σε δίκη. Τέλος, τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια μάχη που έγινε στα βουνά της Ελλάδας, τον απόηχο της οποίας λάμβαναν οι άμαχοι μέσω των εφημερίδων και του ραδιοφώνου. Ήταν μια μάχη μέσα στους δρόμους, στις πλατείες και στα σπίτια της πρωτεύουσας, εκεί όπου, δίπλα στα στρατεύματα, οι άμαχοι αγωνίζονταν να επιβιώσουν».[2]
Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, θα σημειώσουμε πως οι βασικές δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ βρίσκονταν (ή είχαν σταλεί αδικαιολόγητα) μακριά, και η αγγλική στρατιωτική μηχανή φούλαρε όλη την ισχύ της για να επικρατήσει. Ορισμένα μόνο στοιχεία:
Ο ΕΛΑΣ πολέμησε με τις δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ της πρωτεύουσας και του Πειραιά, περίπου 6.500, συν την 2η Μεραρχία της Αττικοβοιωτίας, άλλες 3.000 μαχητές. Από πλευράς των Άγγλων στάλθηκαν περίπου 100.000 στρατιώτες (Βρετανοί, Ινδοί κ.ά.). Ταυτόχρονα, οργάνωσαν στρατιωτικά και εξόπλισαν σχεδόν το σύνολο από τα Τάγματα Ασφαλείας και τους άλλους δωσιλογικούς σχηματισμούς. Ο στρατηγός Λέων Σπαής, υπουργός Στρατιωτικών τότε, σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» το 1976, αποκάλυψε: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και η απόφαση δική μου… Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000… Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε, αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως».[3]
Κατά τη διάρκεια της μάχης της Αθήνας επιχείρησαν 8 μοίρες μαχητικών αεροσκαφών της βρετανικής αεροπορίας (RAF). Η πρώτη έξοδος βρετανικών αεροσκαφών σημειώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1944 και η τελευταία στις 15 Ιανουάριου 1945. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 1.655 έξοδοι με συνολική διάρκεια πτήσεων 2.205 ώρες. Παράλληλα βομβάρδισαν περιοχές της Αθήνας από πλοία ελλιμενισμένα στον Πειραιά ή στο Φάληρο, όπως και από πυροβολικό που είχαν εγκαταστήσει στην Ψυτάλλεια.
Στις 5 Δεκέμβρη ο Τσώρτσιλ διατάζει τον στρατηγό Σκόμπυ να δράσει με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις: «Είσθε υπεύθυνος», του τηλεγραφεί, «δια την τήρησιν της τάξεως εις τας Αθήνας και δια την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ… Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσαν υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα… Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν. Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν θα είναι κατόρθωμα δια σας, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα εάν αυτή είναι απαραίτητος».[4]
Στις 25/12/1944 ο Τσώρτσιλ έρχεται στην Αθήνα. Θέλει με την άμεση παρουσία του να επιβεβαιώσει την αγγλική κυριαρχία, να δείξει ότι ο τόπος είναι αγγλικό παράρτημα. Θα πάρει μέρος σε ορισμένες συσκέψεις και συναντήσεις και θα καταστήσει εντελώς σαφές στις 27 Δεκεμβρίου, μιλώντας σε δημοσιογράφους: «Είμεθα απολύτως αποφασισμένοι, όπως ολόκληρος η περιοχή αυτή εκκαθαριστεί από ενόπλους, οι οποίοι δεν ευρίσκονται υπό τον έλεγχο οιασδήποτε αναγνωρισμένης κυβερνήσεως… Θα χρησιμοποιήσωμεν οσεσδήποτε δυνάμεις χρειασθώσι προς τούτο, δια να επιτύχωμεν τον αντικειμενικόν μας αυτόν σκοπόν».[5]
Στις 28 του Δεκέμβρη, τρίτη ημέρα της παραμονής του Τσώρτσιλ στην Αθήνα και ενώ συνεχιζόταν η πολιτική σύσκεψη, εξαπολύεται η γενική επίθεση των βρετανικών δυνάμεων κατά του ΕΛΑΣ.
Στις 5 του Γενάρη 1945 τα τμήματα του ΕΛΑΣ άρχισαν να υποχωρούν μαζί με χιλιάδες λαού προς τη Θεσσαλία. Οι δομές και επιτελεία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μεταφέρθηκαν στα Τρίκαλα.
Στις 11 του Γενάρη 1945 υπογράφτηκε ανακωχή ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Άγγλους, καθορίζοντας ημερομηνία κατάπαυσης του πυρός την 14/1/1945.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας (2-12 Φεβρουαρίου 1945) ήταν κοντά…
Υποσημειώσεις:
[1] Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά, η μάχη της Αθήνας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014.
[2] ό.π.
[3] Από άρθρο του Γ. Α. Λεονταρίτη στην «Καθημερινή», 10/12/1994.
[4] Ουΐνστων Τσώρτσιλ, «Απομνημονεύματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», τ. 6, Βιβλ. Α΄, σελ. 256, ελληνική έκδοση.
[5] Στρατάρχης Αλεξάντερ, «Πολεμικά Απομνημονεύματα», εφημερίδα «Καθημερινή», 12/3/1961.
Πρόταση
Δείτε, από το κανάλι του φωτογράφου Μανώλη Κασιμάτη στο YouTube, τη συλλογή φωτογραφικών καρέ από το υλικό που γύρισε η κινηματογραφική μονάδα του βρετανικού στρατού κατά τη διάρκεια της μάχης της Αθήνας.