του Θανάση Μουσόπουλου*

Σε προηγούμενα κείμενα είδαμε ότι η τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα σε όλα τα επίπεδα της νεοελληνικής κοινωνίας παρουσιάζει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Στη Λογοτεχνία έχουμε τη λεγόμενη γενιά του ’80 με πρωτεργάτη τον Κωστή Παλαμά. Στροφή στο λαϊκό πολιτισμό, αγώνας για το δημοτικισμό, στροφή σε νέα ρεύματα μεταρομαντικά χαρακτηρίζουν τα έργα του τέλους του 19ου αιώνα. Ο Συμβολισμός στην ποίηση και τα Κοινωνικά Θέματα στην πεζογραφία διαγράφουν πετυχημένη πορεία στο νεοελληνικό λόγο.

Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Συνοπτικό διάγραμμα, Θεσσαλονίκη 1969), στο κεφάλαιο για τη γενιά του 1880 ανάμεσα στα άλλα γράφει:

«Όλ’ αυτά τα χρόνια, κατά την εύστοχη διατύπωση του Κ. Θ. Δημαρά, η νεοελληνική ποίηση βρίσκεται “στη βαριά σκιά του Παλαμά”». Ο Λ. Πολίτης αναφέρεται στον Αργύρη Εφταλιώτη και στον Αλέξανδρο Πάλλη. Και συνεχίζει:

«Τα χρόνια γύρω στα 1895 είναι, μπορούμε να πούμε, η ώρα του νεοελληνικού σονέτου». Ο Λ. Πολίτης αναφέρει τον Λορέντζο Μαβίλη και τον Ιωάννη Γρυπάρη:

«Στα τρία τέσσερα τελευταία χρόνια του αιώνα και γύρω στα περιοδικά Διόνυσος και Τέχνη παρουσιάζονται τα πρώτα φανερώματα του συμβολισμού […] Αντίθετα από τους παρνασσιακούς, η νέα σχολή δεν αποζητά την πλαστικότητα της μορφής, αλλά τη μουσική του στίχου, το ακαθόριστο του ποιητικού ρεμβασμού, τα σύμβολα που κλείνονται στις λέξεις, πέρα από τη νοηματική τους σημασία» (σελ. 55-56).

Ο Λ. Πολίτης αναφέρεται στους Κ. Χατζόπουλο, Σπ. Πασαγιάννη, Απόστολο Μελαχρινό, Άγγελο Σικελιανό, Μ. Μαλακάση και Λάμπρο Πορφύρα.

Ο Γιάννης Παπακώστας, στο βιβλίο του για τον Μ. Μαλακάση σημειώνει:

«Ο συμβολισμός επέφερε σημαντικές εκφραστικές καινοτομίες (όπως, η δημιουργία νέων λέξεων, η απελευθέρωση από τις αυστηρές στιχουργικές φόρμες), οι οποίες απορρέουν από τον ορισμό της ποίησης ως τραγούδι [ως τραγουδιού], και την πίστη στη δύναμη της γλώσσας να δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα».

***

Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε μικρά δείγματα από όσους ποιητές δεν έχουμε προσεγγίσει στις προηγούμενες ενότητες.

Ξεκινούμε με δύο ποιητές, που εκτός των άλλων συνδέονται με τη μετάφραση των ομηρικών επών.

Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1 Ιουλίου 1849 – 25 Ιουλίου 1923) είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη (ποιητή και πεζογράφου) Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Αξιόλογη είναι, εκτός των άλλων έργων του, η μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου, που τη μετέφρασε ως το Φ, στο τέλος της ζωής του. Το προοίμιο του έπους:

«Τὸν ἄντρα τὸν πολύπραγο τραγούδησέ μου, ὦ Μοῦσα,
ποὺ περισσὰ πλανήθηκε, σὰν κούρσεψε τῆς Τροίας
τὸ ἱερὸ κάστρο, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων εἶδε χῶρες
κι ἔμαθε γνῶμες, καὶ πολλὰ στὰ πέλαα βρῆκε πάθια,
γιὰ μιὰ ζωὴ παλεύοντας καὶ γυρισμὸ συντρόφων.
Μὰ πάλε δὲν τοὺς γλύτωσε, κι ἂν τὸ ποθοῦσε, ἐκείνους,
τὶ ἀπὸ δική τους χάθηκαν οἱ κούφιοι ἀμυαλωσύνη,
τοῦ Ἥλιου τοῦ Ὑπερίονα σὰν ἔφαγαν τὰ βόδια,
κι αὐτὸς τοὺς πῆρε τὴ γλυκειὰ τοῦ γυρισμοῦ τους μέρα.
Ἀπ’ ὅπου ἂν τά ‘χης, πές μας τα, ὦ θεά, τοῦ Δία κόρη».

Ο Γιάννης Ψυχάρης είπε για τον Εφταλιώτη: «Τα ρωμέικα συ μόνο τα γράφεις. Εμείς πού και πού αρπάζουμε ένα ψίχουλο».

Από τη συλλογή «Αγάπης λόγια», που δημοσιεύτηκε το 1891. Ποιήματα γεμάτα από αγάπη και πόνο, γράφτηκαν από τον Εφταλιώτη για τη γυναίκα του, όταν αναγκάστηκε να μείνει μόνος του, μακριά της, στη Βομβάη της Ινδίας, όπου εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα.

Μέρες που θα ’τανε μ’ εσέ μαργαριτάρια,
χωρίς εσέ μες στου καιρού τα βάθη πάνε,
ψυχρές και ανωφέλητες, σαν τα λιθάρια
που μες στη θάλασσα μικρά παιδιά πετάνε!
 

Σαν προσπαθώ με υπομονή να τες μετρήσω,
απ’ τη στιγμή που μ’ έσφαξε το έχε γεια σου,
με πιάνει τρέλα και θαρρώ πως πλιο να ζήσω
του κάκου ελπίζω σαν προτού στην αγκαλιά σου.
Και γονατίζω και ρωτώ στην προσευχή μου
αν είναι δίκιο στες ρημιές να τυραννιούμαι,
αν μια ζωή, που δεν μπορώ να πω δική μου,
πρέπει μέσα στην άβυσσο να τη σκορπούμε.
Αλίμονο και να ’χ’ αυτή την πίκρα μόνος,
να ξέρω πως το ταίρι μου δεν καίγει ο πόνος.

***

Δεύτερος ποιητής είναι ο Αλέξανδρος Πάλλης (Πειραιάς, 15 Μαρτίου 1851 – Λίβερπουλ, 17 Μαρτίου 1935) λογοτέχνης, μεταφραστής, πρωταγωνιστής στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Σημαντικότερο έργο του Πάλλη θεωρείται η μετάφρασή του της Ιλιάδας του Ομήρου (1901-1905). Σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Κριαρά, «με τη μεταφραστική αυτή πρωτοβουλία […] ήθελε πρώτα-πρώτα να αποδείξει ότι η δημοτική γλώσσα ήταν επαρκής για να αποδώσει και τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα των αιώνων. Ζητούσε ακόμα να κάνει το ομηρικό έπος κτήμα του λαού». Άλλη πολύ γνωστή μετάφραση του Πάλλη ήταν αυτή των Ευαγγελίων στη δημοτική, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις σε συνέχειες (από τις 9 Σεπτεμβρίου ως τις 20 Οκτωβρίου 1901) και προκάλεσε σάλο και οδήγησε στα αιματηρά επεισόδια που έγιναν γνωστά ως «Ευαγγελικά».

Παραθέτουμε το Προοίμιο της Ιλιάδας:

«Μούσα, τραγουδά το θυμό του ξακουστού Αχιλέα,
τον έρμο! π’ όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια,
και πλήθος έστειλε ψυχές λεβέντικες στον Άδη
οπλαρχηγώνε, κι’ έθρεψε με τα κορμιά τους σκύλους
κι’ όλα τα όρνια (του Διός έτσι είχε η γνώμη ορίσει),
απ’ την αρχή σαν πιάστηκε με το γοργό Αχιλλέα
τ’ Ατρέα ο πρωταφέντης γιος και χώρισαν οι διό τους.
Πιός τάχα λες τους έσπρωξε θεός να λογοφέρουν;
Του Δία ο γιος και της Λητός, που με τον Αγαμέμνο
θύμωσε κι’ έρηξε κακή μες στο στρατό πανούκλα,
και κόσμος πέθαινε, γιατί στο λειτουργό το Χρύσα
δε θέλησε τ’ Ατρέα ο γιος λίγη σπλαχνιά να δείξει».

Κωνσταντίνος Κανάρης

Όλη η βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση
«Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι».
Σα μ’ άκουσε ένα απ’ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει
«Ποιος είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συβουλές μας δίνει;» 

Έτσι εχαθήκαν τα Ψαρά. Κι εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρ’ αρμένισα κατά της Χιος τα μέρη,
κι είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα
«Να, πώς με λεν εμένα!»

Θα συνεχίσουμε στο επόμενο με τους υπόλοιπους συμβολιστές ποιητές.

 

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!